Protagon A περίοδος

Το χιονισμένο καβούρι

Ένα πελώριο καβούρι, διπλάσιο από μένα, με κυνηγά ανάμεσα στις πορτοκαλιές ενός αχανούς περιβολιού που χάνεται ως την άκρη του ορίζοντα...

Δημήτρης Καμπουράκης

Δεν ξέρω ποιος χριστιανός, προ πόσων δεκαετιών και πούθε ορμώμενος, είχε τη φαεινή ιδέα να φυτέψει στον ακάλυπτο της πολυκατοικίας που μένω μια πορτοκαλιά και μια νεραντζιά. Στοιχηματίζω πως του άρεσαν τα γλυκά κουταλιού, όμως το μόνο που τελικά κατάφερε ήταν να αναταράζει τους ήδη ταραγμένους ύπνους μου. Τα δυο δένδρα βρίσκονται ακριβώς κάτω απ’ το υπνοδωμάτιο μου και τις ανοιξιάτικες νύχτες που πέφτει ο αέρας, το άρωμα απ’ τα μπουμπουκιασμένα άνθη τους διαπερνά τις γρίλιες του παραθύρου και μεθά τον ύπνο μου. Το μεθύσι, μου φέρνει όνειρα.

Ένα πελώριο καβούρι, διπλάσιο από μένα, με κυνηγά ανάμεσα στις πορτοκαλιές ενός αχανούς περιβολιού που χάνεται ως την άκρη του ορίζοντα. Εγώ τρέχω στον απέραντο διάδρομο με τα δένδρα, ενώ από πίσω μου ακούω το θηριώδες σούρσιμο και τους επίφοβους θορύβους που κάνει το ογκώδες κορμί του, καθώς σπρώχνει με δύναμη τα εμπόδια που του στενεύουν τη δίοδο. Το φευγιό μου δυσκολεύεται καθώς τα μικρά μου πόδια βυθίζονται σε πανύψηλα χόρτα νοτισμένα από τη ανοιξιάτικη υγρασία. Τα δικά του πόδια είναι σπονδυλωτά και τεράστια, τρώνε την απόσταση που μας χωρίζει. Τα μάτια του με καρφώνουν από ψηλά, ακίνητα και γεμάτα μίσος. Όλο με πλησιάζει, όμως ευτυχώς ποτέ δε με πιάνει. Προλαβαίνω πάντα να ξυπνήσω τη στιγμή που η τεράστια δαγκάνα του κλείνει γύρω απ’ τη γάμπα μου.

Είναι ένα ατσούμπαλο πανύψηλο καβούρι μ’ ένα ορθογώνιο καβούκι σαν σιδερένιο θώρακα, κακιασμένο ως τα κατάβαθα της ύπαρξης του. Τρέχει ξωπίσω μου με την ατσάλινη αναισθησία μιας αράχνης που κυνηγά μια μύγα για να την κάνει κομμάτια και να την καταβροχθίσει. Μέσα στον πανικό μου, γυρίζω κάθε τόσο και το κοιτάζω. Ο όγκος και η καταδιωκτική του μανία κάνουν το περιβόλι πίσω μου να βράζει. Είναι βυθισμένο σε μια δολοφονική εσωτερική σιωπή. Τα πελώρια έντομα και τα ερπετά δεν θυμώνουν, δεν γρυλίζουν, δεν προειδοποιούν. Αντιθέτως, καθώς με κυνηγά δημιουργεί μια απίθανη εξωτερική αναστάτωση, τρακάροντας πάνω στις φουντωμένες πορτοκαλιές, σπρώχνοντας ή σπάζοντας τ’ απλωμένα κλαδιά τους, διαλύοντας τα καταπράσινα φυλλώματα τους. Εγώ, δίχως στάλα αέρα στα πνευμόνια μου, με την καρδιά μου έτοιμη να κλατάρει, κοιτώ με την άκρη του ματιού μου το αδυσώπητο τέρας που σχεδόν με αγγίζει.

Δεν είναι καφετί σαν τα καβούρια των ρυακιών, ούτε μαύρο σαν τα θαλασσινά. Είναι κάτασπρο. Σα να κατέφθασε από ένα λευκό ανθρωποφάγο σύμπαν ή σα να κουτρουβάλησε από κάποιο ανεξερεύνητο όρος, περνώντας μέσα από τις χιονισμένες πλαγιές του που άσπρισαν κάθε χιλιοστό του σιδερόφρακτου κορμιού του. Μόνο που δεν είναι σκεπασμένο με χιόνι, αλλά με εκατομμύρια λευκά πασχαλινά ανθάκια πορτοκαλιάς που με μεθούν με το υπέροχο άρωμα τους.