Το πρωινό λεωφορείο δεν έχει ένδειξη προορισμού, ώρα και ημέρα άφιξης συγκεκριμένη, εμφανίζεται ξαφνικά και το ίδιο ξαφνικά εξαφανίζεται.
Έρχεται όποτε θέλει. Ο οδηγός κλεισμένος στο κουβούκλιό του δεν ακούει να τον φωνάξεις, να τον παρακαλέσεις, να καθυστερήσει για σένα και ο εισπράκτορας φοράει μαύρα γυαλιά, δεν ξέρεις ποτέ αν βλέπει ή αν είναι τυφλός, εσύ πρέπει να είσαι εκεί την ώρα που περνάει. Στέκεται όρθιος στην πίσω είσοδο με το δερμάτινο κερματοδέκτη, μαζί τα εισιτήρια στο ίδιο χέρι, με το βρεγμένο σφουγγαράκι που όταν στεγνώνει το αντικαθιστά με το σάλιο του και αν έχεις το ακριβές αντίτιμο, σου κόβει εισιτήριο και σου επιτρέπει να περάσεις.
Οι επιβάτες του είναι αυστηροί και λιγομίλητοι, οι κουβέντες τους βαριές και δύσκολες σαν τις μεγάλες πέτρες, καθισμένοι βαθιά μέσα στις θέσεις τους, μουρμουρίζουν λόγια και προσευχές ακατάληπτες, το μάτι τους κοιτάζει έξω, πέρα, μακριά απ' το παράθυρο ψάχνοντας επίμονα κάτι, σηκώνουν τον δείκτη του χεριού τους και γράφουν λόγια πάνω στο παγωμένο τζάμι που λιώνουν, στάζουν, δακρύζουν και χάνονται και τότε τρέχουν να θολώσουν το γυαλί με την ανάσα τους, να φτιάξουν δρόμο, πέρασμα, κρυψώνα στη γραφή και τη σκέψη τους. Γράφουν και σβήνουν συνεχώς με το πίσω μέρος της παλάμης, κάποιοι ανοίγουν, απλώνουν το λευκό μαντίλι του αποχαιρετισμού και τότε ένα πουλί πετιέται από μέσα του και αρχίζει να κελαηδεί στα χείλη τους, το τραγούδι του γυρισμού.
Είναι η στιγμή που ανεβαίνουν οι ελεγκτές, οι καταμετρητές και οι αποθηκάριοι, ζητούν χαρτιά και εισιτήριο απ' το πουλί, κι εκείνο δεν έχει, το κυνηγούν να το πιάσουν, στήνουν παγίδες, δίχτυα, ξόβεργες, μα αυτό πετά επιδέξια, τους γλιστρά μέσα απ' τα χέρια, τους ξεφεύγει και τρέχουν ξοπίσω του βλαστημώντας και βρίζοντας.