Protagon A περίοδος

Το πρόβλημα της κυρίας Σούλας

«Να μωρέ… έλεγα να φωνάξω τα κορίτσια, την Καλλιόπη και την Τέσσα, να παίζαμε οι τέσσερίς μας κανά κουμκανάκι απόψε.»

Αύγουστος Κορτώ

Στην Ειρήνη Αποστολάκη…

«Είμαι πολύ προβληματισμένη…»
«Πάντως δεν μας παίρνει ν’ανακατευτούμε.»
«Ε, πώς, για… ξένες είμαστε; Γειτόνισσες είμαστε. Τα παιδιά μας μαζί μεγαλώσανε.»
«Εκτός απ’του Θανάση.»
«Άσε, μη μου το θυμίζεις αυτό… το κακόμοιρο…»
«Βρέ Πόπη;»
«Τι;»
«Μήπως παίρνουμε αμαρτία; Στο κάτω – κάτω, κοτζάμ αστυνομία δεν μπόρεσε να το βρεί. Μήπως τα παραλέμε κι εμείς;»
«Τι να σου πώ Μαίρη μου, εγώ γιατρός δεν είμαι, αλλά να, κι ο γιατρός, είδες τι είπε.»
«Ναι, αλλά άμα ήταν, δε θα της έκανε μήνυση ο Θανάσης;»
«Σάματι μπορούσε; Χωρίς ίχνη τι μήνυση να κάνει; Τίποτα δε βρήκανε αφού.»
«Εγώ τον καημένο τον Προκόπη σκέφτομαι… δεν του φτάνουν οι σκοτούρες του με την κόρη στην Αγγλία και το γιό – »
«Μη μου πείς; Είναι κι ο γιός;;»
«Όχι καημένη, προς Θεού, μάνα του είναι! Άλλο νταλγκά τραβάνε με δαύτονε… είναι από εκείνους!»
«Πουλάκι μου κι αυτό, έλα μωρέ, μη λές, ποιος ξέρει τι βάσανα πέρασε κι αυτό το δόλιο για να γίνει έτσι…»
«Θαρρείς και τους καταράστηκαν τους ανθρώπους… η κόρη στην ξενητειά, ο γιός… κόρη, κι η μάνα…»
«Την καψερή τη Σούλα… κι είναι καλός άνθρωπος.»
«Μάλαμα.»
«Και νοικοκυρά, και μετρημένη…»
«Μα να τη βρεί τέτοιο κακό στα καλά καθούμενα;»
«Ο γιατρός πάντως ήταν της γνώμης ότι το έπαθε στο Περτούλι.»
«Που είχανε πάει για Πάσχα;»
«Ναι, πέρσι. Είχε βγεί, λέει, να μαζέψει ρίγανη, και τη βρήκε η νύχτα.»
«Καλά, φυτρώνει ρίγανη στο Περτούλι;»
«Ξέρω κι εγώ; Εγώ έτοιμη την παίρνω, πού καιρός για τέτοια… δε με κρατάνε και τα πόδια μου, όλο πρησμένη είμαι.»
«Μήπως φταίνε τα χάπια της πιέσεως;»
«Όχι, αυτά είναι για να ξεπρήζομαι. Από τότε που μου κόπηκαν τα έμμηνα το παθαίνω. Ένα πράμα, μια κόρωση… φουντώνω και πρήζομαι.»
«Μωρέ αυτά δεν είναι τίποτα. Κι εγώ με τη χολή μου χρόνια ταλαιπωρούμαι, ένα βράδυ να ξεχαστώ και να φάω, με σταυρώνει…»
«Άλλα είναι τα δύσκολα.»
«Άτιμη αρρώστια… ο καημένος ο Προκόπης θ’αγιάσει εκεί μέσα.»
«Και την κλειδώνει σου είπε;»
«Τι να κάνει ο άνθρωπος; Το θέλει; Καίγεται η καρδιά του να την ακούει, αλλά μήπως μπορεί και να την αφήσει λεύτερη; Αφού γίνεται θηρίο ανήμερο, δεν τη χωράει ο τόπος. Τον περασμένο μήνα τά’σπασε όλα, γής μαδιάμ τη βρήκε την κρεβατοκάμαρα το πρωΐ. Μέχρι το κρεβάτι ξέχωσε, έσκισε το στρώμα και χύθηκαν τ’αφρολέξ και οι σομιέδες.»
«Τι λές βρε παιδάκι μου; Τέτοια λύσσα… Κοίτα να δείς… Κι άμα δεν το ξέρεις, δεν τη λές άρρωστη τη γυναίκα.»
«Είναι τα χάπια. Άμα δεν τα πάρει, αλλοίμονό μας. Προχθές που είχε κλείσει το φαρμακείο, της Παναγίας – βοήθειά μας – κι είχε ξεμείνει ο έρμος ο Προκόπης κι έτρεχε να βρεί εφημερεύον, αφήνιασε από πάνω. Την άκουγα, ύπνος δε μ’έκοβε απ’τη λαχτάρα. Δεν άφησε ούτε πιάτο, ούτε ποτήρι άσπαστο.»
«Ο Θεός να μας φυλάει απ’το κακό κι απ’το άδικο.»
«Αμα τι άδικο; Και να πείς, είχε πειράξει άνθρωπο στη ζωή της η Σούλα; Χρυσό κορίτσι! Και της εκκλησίας…»
«Τώρα έρχεται καθόλου; Γιατί έχω καιρό να τη δώ.»
«Ντρέπεται, μωρέ η κακομοίρα, αφού δε βλέπεις; Δε βγαίνει μήτε στη λαϊκή να πάει. Λέει κι ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του, και την έχουνε πάρει από φόβο. Της διπλανής το μωρό έτσι και την δεί στα εκατό μέτρα βάζει κραυγή.»
«Μήπως έχουνε δίκιο βρε Πόπη μου; Μήπως κινδυνεύουμε;»
«Τι να σου πώ; Με τα χάπια υποτίθεται ότι γίνεται αρνάκι.»
«Ναι, αλλά όταν την πιάνει το αλλιώτικο, δεν έχει ησυχασμό. Κι η κοπέλα που τους έφυγε, θυμάσαι τι λέγανε;»
«Έλα μωρέ, λόγια, αυτά η Θέρα τα βγάζει, που τις λέει όλες πουτάνες. Και για σένα ξέρεις τι έχει πεί κατά καιρούς;»
«Τι έχει πεί για μένα;»
«Άντε βρε Μαίρη, να χαρείς, θαρρείς κι είσαι καμμιά αγαθιάρα… Δε θυ-μάσαι πού’βαζε όλο φυτιλιές στο μακαρίτη το Νίκο σου, ότι τάχαμου τά’φκιανες όλα αλμυρά να τον ξεκάνεις μια ώρα αρχύτερα;»
«Τόλμησε να πεί για μένα τέτοιο πράμα, αυτή η ακαμάτρα, που άντρα δεν μπόρεσε να βρεί επειδή το σπίτι της ζέχνει που το’χει απάστρευτο; Που δεν ξέρει νερό να βράσει;»
«Οχού… κι εσύ τώρα συνερίζεσαι της γεροντοκόρης τα λόγια.»
«Πάντως αυτό το κορίτσι λόγο να πεί ψέμματα δεν είχε. Ρουμάνα μεν, αλλά καλό και φιλότιμο πλάσμα. Εγώ απ’την Πίτσα τά’μαθα, που της καθαρίζει κάθε δεκαπέντε. Λέει ότι τη δάγκασε.»
«Η Πίτσα;»
«Ποια Πίτσα καλέ; Η Πίτσα δεν έχει δόντια, μόνο τα μπροστινά και δυό γέφυρες. Η Σούλα τη δάγκασε την κοπέλα.»
«Άντε.»
«Ναι σου λέω, έχει και τα σημάδια. Κόντεψε να της βγάλει αίμα.»
«Κι είναι καλά η κοπέλα τώρα;»
«Τι να κάνει κι αυτό το έρμο; Πορεύεται. Αλλά δεν περνάει από Κυψέλη ούτε με το λεωφορείο. Τρείς και μία της πάει.»
«Εδώ που τα λέμε, εμ να ξενοπλένεις, εμ να σε δαγκάσουν; Και τι της έκανε πιά και τη δάγκασε;»
«Τίποτα. Εκεί που σιδέρωνε και βλέπανε Τατιάνα, ορμάει και της πατάει μια δαγκωνιά, τη μακέλεψε. Πάλι καλά που την πρόλαβε ο Προκόπης και της έκανε την ένεση.»
«Ο Χριστός και η Παναγία.»
«Άσε… αφού κι εγώ, που περιμένω το παιδί την άλλη βδομάδα ν’ανέβει από Πάτρα – »
«Πώς πάει με τη σχολή αλήθεια;»
«Καλά πάει, ξέρω κι εγώ; Μήπως μου λέει και τίποτα; Όταν έρχεται όλο έξω είναι.»
«Ίδιος η δικιά μου. Κορίτσι πράμα, δεν καθίζει τον κώλο της κάτω να με βοηθήσει και λίγο με το σπίτι, που όλα απ’τα χέρια μου περνάνε εδώ μέσα.»
«Η νέα γενιά, Πόπη μου, τα θέλει όλα έτοιμα. Εμείς τα κακομάθαμε. Έτσι κι η Σούλα με τη μεγάλη της, που ούτε ένα τηλέφωνο δεν παίρνει, μεγαλοπιάστηκε στις Αγγλίες και δε σκέφτεται τη δόλια μάνα, που βολοδέρνει άρρωστη.»
«Καημένε Προκόπη…»
«Καημένε Προκόπη…»
«Μα δεν το χωράει ο νούς μου… τόσο προκομένη γυναίκα… και να φάει το παιδί του Θανάση;»
«Αμάν βρε Πόπη, μην το λές και το ξαναλές, δεν μπορώ, μού’ρχεται να βγάλω τα συκώτια μου. Και στο κάτω – κάτω, δεν ξέρουμε αν το έφαγε.»
«Μα δε βρήκαν τίποτα, σου λέω. Εγώ είχα στηθεί στη σκάλα κι άκουγα. Και μετά τά’γραψε κι η Espresso. ‘Το ανθρωποφάγο τέρας της οδού Καλλιφρονά’. Πάλι καλά που τους λυπήθηκε ο Θανάσης, μες στην απελπισία του ο άνθρωπος ακόμα περιμένει ότι θα το βρεί το παιδί του.»
«Κι εσύ λές ότι το έφαγε έτσι, αμάσητο; Με τα κόκκαλα;»
«Και με τα ρούχα μη σου πώ…»
«Κύριε ελέησον, θα χάσω τα συλλοϊκά μου… Μα γίνονται αυτά τα πράγματα;»
«Κι αυτή η μάνα του, με τις δουλειές και τα φροντιστήρια, δεν κοίταγε να το μαζέψει, που γύρναγε το δόλιο ολημερίς στην πλατεία, σαν το γυφτάκι…»
«Εκεί λές να το ξεμονάχιασε;»
«Ξέρω γώ;»
«Και δεν την πήρε κανά μάτι; Έλα βρε Πόπη τώρα…»
«Εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι την είδαν που ανέβαινε μαζί του στο ασανσέρ, το είχε πιάσει απ’το χέρι το πουλάκι μου κι έλεγε, έλα, Γιωργάκη, θα σου δώσω τυρόπιτα.»
«Και τη φτιάχνει, η αφιλότιμη, όνειρο την τυρόπιτα.»
«Σαλονικιά παιδί μου… ξέρει από φύλλο, αυτά είναι ανατολίτικα κόλπα, εμείς, χίλια χρόνια ν’ανοίγουμε φύλλο, τέτοια ζύμη δε μας βγαίνει.»
«Αλλά τώρα, φαντάζομαι, ούτε πίτες ούτε τίποτα.»
«Είναι για τέτοια η δυστυχισμένη; Εδώ ο Προκόπης λέει και το κρέας ωμό τους το βγάζει, άψητο, θαρρείς κι είναι σκυλιά. Φαίνεται δε χόρτασε με το γιό του Θανάση.»
«Αμάν πιά, λύσσαξες με το γιό του Θανάση! Θαρρείς κι ήσουνα μπροστά και σε κέρασε μεζέ!»
«Μαίρη, δε ντρέπεσαι; Τι λόγια είναι αυτά; Με έχεις εμένα ικανή για τέτοιο πράμα; Εμένα;»
«Ούτε τη Σούλα την είχα ικανή.»
«Αφού η γυναίκα, είπαμε, είναι άρρωστη. Και μια στις τόσες, την πιάνει αυτό, σαν τρέλλα, κι όποιον πάρει ο χάρος.»
«Την έχεις δεί ποτέ όταν είναι έτσι;»
«Πά – πά – πά! Θού Κύριε! Ούτε την έχω δεί, ούτε θέλω να τη δώ! Αφού λένε ότι γίνεται αγνώριστη, ένα τέρας, ούτε ο άντρας κι ο γιός της δεν την αναγνωρίζουν!»
«Τόσο πολύ πιά;»
«Αγρίμι, παιδί μου!»
«Μήπως να την πηγαίνανε σε κανέναν παπά να τη διαβάσει;»
«Έφερε ο Προκόπης, τον πατέρα Θωμά. Έκανε ευχέλαιο, της διάβασε κι έναν εξορκισμό του Άγιου Κυπριανού…»
«Αλλά τίποτα.»
«Τίποτα. Έτσι και δεν την έχει κλειδωμένη, όποτε την πιάνει, είναι ικανή να μας κατασπαράξει όλους εδώ μέσα.»
«Άγιος άνθρωπος ο Προκόπης, πάντως, Πόπη μου. Άλλος θα την είχε κλείσει σε κλινική, να ησυχάσει το κεφάλι του.»
«Την λυπάται μωρέ… την αγαπάει… τριάντα χρόνια μαζί, δεν του πάει η καρδιά… εσύ άμα αρρώσταινε ο Νίκος θα τον έδιωχνες;»
«Πάντως όταν έπαθε και το δεύτερο νεφρό, πήγαμε στο νοσοκομείο. Δεν έφυγα λεπτό από κοντά του, αλλά δεν μπορούσα να τον κρατήσω και στο σπίτι.»
«Ε, και τη Σούλα, σε ένα σωρό γιατρούς την πήγανε.»
«Και δεν υπάρχει κάποια θεραπεία;»
«Απ’ό,τι ξέρω, μη νομίζεις κι εγώ, από ταινίες που παίζει η τηλεόραση – αν και δεν τις βλέπω ολόκληρες, μού’ρχεται εμμετός με τα αίματα – μόνο άμα πεθάνει θα ησυχάσει.»
«Για όνομα του Θεού! Δε γίνεται αλλιώς; Τόσο βαριά είναι πιά;»
«Και μάλιστα πρέπει να πεθάνει με ειδικό τρόπο. Πρέπει να την πυροβο-λήσουνε στην καρδιά με ασημένια σφαίρα.»
«Έλα Παναγία μου…»
«Ναι, ναι, έτσι λένε, κι έναν ειδικό απ’την Αμερική, που πήγε και είδε ο Προκόπης, αυτό του είπε. Μόνο έτσι θα πάψει να βασανίζεται.»
«Αχ, Πόπη μου, μη μου το λές, δε μπορώ, θα μού’ρθει κλάμα.»
«Κι εγώ νομίζεις καλύτερα είμαι; Μ’έχει φάει η στεναχώρια, την καημένη τη Σούλα, τέτοια ψυχούλα, που δεν πείραζε άνθρωπο.»
«Και πού να τη βρούνε την ασημένια σφαίρα;»
«Μα μόνο αυτό είναι; Κι άντε εγώ σου λέω την κάνουνε ειδική παραγγελία σε κανένα χρυσοχόο, και τους τη φτιάχνει. Ποιανού το χέρι βαστάει να την πυροβολήσει τη γυναικούλα στα καλά καθούμενα;»
«Θα τον βάλουνε και μέσα μετά.»
«Μωρέ δεν είναι αυτό. Εγώ που ρώτησα τον Τασούλη της Μπίας, που είναι ασκούμενος δικηγόρος, μου είπε ότι σε περιπτώσεις λυκανθρωπισμού, άμα τον σκοτώσεις τον άλλο θεωρείται νόμιμη άμυνα.»
«Τι λές;»
«Και πάλι όμως, εύκολο το’χεις; Και δεν μπορεί ν’ανακατευτεί και τρίτος, ποιος θέλει τώρα να πάρει τέτοιο κρίμα, είναι κι οικογενειακό το θέμα, δεν μπλέκεσαι έτσι σε ξένα χωράφια…»
«Άρα πρέπει να τη σκοτώσει ή ο Προκόπης ή ο Αλέξης… το πουλάκι μου, μετά πώς να μην του βγεί το κουσούρι, με τέτοια βάσανα;»
«Μπα, μην το λές, Μαίρη μου, δεν έχει να κάνει… και του Θέμη του ξαδέλφου μου ο γιός που τον είχανε στα πούπουλα, κι αγαπημένο ζευγάρι, τώρα ζητάει να κάνει εγχείριση.»
«Μη μου πείς Πόπη! Ο Θοδωρής;»
«Ντόρα τον ελένε τώρα. Με της μάνας του τα ταγιεράκια γυρνάει.»
«Α, τη δόλια την Ερμιόνη…»
«Ο καθένας κουβαλάει το σταυρό του σ’αυτή τη ζωή. Άλλος έχει γιό τρανσέξουαλ, αλλουνού η μάνα είναι λυκάνθρωπος…»
«…την υγειά μας να’χουμε, Πόπη μου, και δόξα τω Θεώ να λέμε.»
«Έτσι είναι. Εγώ όμως για άλλο σε πήρα.»
«Τι;»
«Να μωρέ… έλεγα να φωνάξω τα κορίτσια, την Καλλιόπη και την Τέσσα, να παίζαμε οι τέσσερίς μας κανά κουμκανάκι απόψε.»
«Ε, τι;»
«Αλλά η Τέσσα έχει την μικρή της με αμυγδαλές, και δε θέλει να φύγει, μη σηκώσει πυρετό το παιδί και τρέχει βραδιάτικα.»
«Και λές να…;»
«Το σκεφτόμουνα… μη νομίζεις, κι εγώ έχω αγριευτεί μ’όλη αυτή την ιστορία… με την ψυχή στο στόμα θα είμαι. Απ’την άλλη όμως δε μου πάει η καρδιά να μην πώ κουβέντα, είμαι κι από κάτω, θ’ακούσει ότι έχω κόσμο, θα παρεξηγηθεί… τόσα χρόνια παίζαμε σπίτι της.»
«Εγώ Πόπη μου σπίτι της δεν πάω. Την αγαπάω τη Σούλα, αλλά δεν μπορώ, μού’ρχεται άσχημα μ’αυτά που λές για του Θανάση το παιδί. Δε θα μπορώ να φάω τίποτα.»
«Δε χρειάζεται καλέ, σιγά μη μαγειρέψουμε. Ό,τι έχω, να, το πολύ – πολύ να βγώ να πάρω τίποτα ξηρούς καρπούς.»
«Σε σένα δηλαδή θα μαζευτούμε;»
«Ναι, απλά, επειδή δε θέλω να νομίσει ότι τη σνομπάρουμε και λέμε λόγια, θα τη φωνάξω… αλλά έφαγα τον τόπο και δεν μπορώ να βρώ το ημερολόγιο. Δεν ξέρω πού το’χωσε η γυναίκα, πανάθεμά την, όλα μου τα χάνει.»
«Τι το θές το ημερολόγιο;»
«Να δώ σε ποια φάση είναι η σελήνη. Γιατί άμα είναι να γεμίζει, μη βρούμε κανένα κακό μπελά, κατάλαβες;»
«Τώρα μου βάζεις ιδέα, Πόπη, κι εγώ άμα είναι να λαχταρήσω, να το βράσω και το κουμ-κάν.»
«Όχι μωρέ, άμα είναι στην αρχή, δεν έχει πρόβλημα, ίσα – ίσα μια δυσφορία λέει ο Προκόπης μπορεί να την πιάσει, κι άμα έχουμε και την κουρτίνα κλειστή, ούτε που θα το καταλάβει.»
«Σίγουρα;»
«Σίγουρα. Γι’αυτό, για δές και πές μου μόνο σε τι φάση είναι.»
«Τι πράμα;»
«Η σελήνη, βρε Μαίρη! Δεν έχεις ημερολόγιο;»
«Μη φωνάζεις ντέ! Η εφημερίδα δε γράφει;»
«Γράφει πώς, στη δεύτερη σελίδα. Παίρνεις όμως εσύ εφημερίδα; Εγώ θυ-μάμαι μόνο ο Νίκος σου διάβαζε τον Ελεύθερο Τύπο.»
«Έχει ένα ένθετο με συνταγές της Βέφας.»
«Κρεατικά;»
«Στην τηλεόραση έδειχνε ένα κατσίκι με δεντρολίβανο.»
«Ναι, έ; Να μου πείς μετά, έχω πάρει ζυγούρι.»
«Κάτσε δυό λεπτά να δώ… λοιπόν, ανατολή 6 και 45, δύση 20 και 50, σελήνη 7 ημερών. Λίγο είναι ή πολύ 7 ημερών;»
«Λίγο. Στην αρχή είναι.»
«Σίγουρα;»
«Σίγουρα, έλα τώρα, μην κάνουμε πλούσιο τον ΟΤΕ, πρέπει να πάρω να πώ και της Σούλας.»
«Θα πάς να πάρεις και ξηρούς καρπούς είπες;»
«Ναι, θέλεις κάτι απ’το σούπερ μάρκετ;»
«Όχι μωρέ, να, αν έχει απ’αυτά τα φυστίκια… ξέρεις, τα τρανά, αυτά που γλυκίζουν;»
«Αράπικα θές;»
«Όχι μωρέ, τ’άλλα, τα μεγάλα που δεν έχουν τσόφλι. Ένα ξένο όνομα έχουν, να δείς…»
«Κάσιους.»
«Α, γειά σου. Πάρε κανά μισό κιλό.»
«Ποιος θα φάει, μωρή, μισό κιλό φυστίκια; Εσύ για εγώ, που έχω γίνει σαν την μπουλντόζα;»
«Δίκιο έχεις, ένα τέταρτο πάρε. Και να σου πώ;»
«Τι είναι πάλι;»
«Εγώ δεν κάθομαι δίπλα της.»
«Καλά. Θα ανοίξω τη ροτόντα, να σας βάλω απέναντι.»
«Κι εσύ πού θα κάτσεις;»
«Απέναντι.»
«Γίνεται αυτό;»
«Γίνεται.»