«Ντύσου κάτι εύκολο. Θα πάμε κάπου που θα’χει μόνο σκοτάδι. Θα βρέξει αστέρια και θέλω να τα δω μαζί σου.»
«Δεν θέλω να στο χαλάσω αλλά θα βρέξει νερό κι όχι αστέρια… δεν νομίζω πως θα είναι ορατό το φαινομενάκι…»
«Να είσαι έτοιμη στις 11»
Λάτρευε τις προστακτικές του γιατί δεν της άφηναν περιθώρια να ερμηνεύει και να παρερμηνεύει τα σημεία στίξης του. Σήκωσε τους ώμους της στο απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου και συνέχισε να κάνει ό,τι και πριν. Γκριμάτσες στον καθρέφτη δηλαδή. Σαν τρελή θα ήθελε να του πει ότι την ώρα που χτύπησε το τηλέφωνο, φορούσε στο κεφάλι μια στέκα με λαγουδίσια αυτιά, τράβαγε προς τα κάτω το δεξί της βλέφαρο και με το αριστερό χέρι τέντωνε προς τα έξω το αυτί της, μαζεύοντας ταυτοχρόνως προς τα μέσα τα χείλη της σαν να μην έχει δόντια. Και γινόταν τόσο άσχημη που στο τσακ δεν έσπαζε ο καθρέφτης. Πέταξε τη στέκα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα και σκέφτηκε ότι ακόμη κι έτσι να ήταν, εκείνος θα την ήθελε για το συγκλονιστικό μυαλό της! Της άρεσε πολύ να το πιστεύει. Το διεκδικούσε με κάθε τρόπο, έπειτα.
Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπαιζε Νίνο. Το τραγούδι δυσάρεστο. Κάτι έλεγε για «απόλυτο μηδέν, βαρκούλες προς βύθιση» και άλλα τέτοια του χωρισμού. Ήταν απίστευτος ο τρόπος με τον οποίον προσαρμοζόταν στις συνθήκες των τραγουδιών. Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε και ήταν η κολλητή της. «Θα σε πάρω εγώ. Μόλις χώρισα αλλά σε ένα λεπτό και λίγα δεύτερα θα έχει τελειώσει αυτό…». Έκλεισε το τηλέφωνο, έζησε το τραγούδι στο ολόκληρο και πριν πάρει την κολλητή της πίσω, έκλεισε το ραδιόφωνο για να μη χρειαστεί να ξανακλείσει στην ανάγκη προσαρμογής σε μια άλλη «χ» συνθήκη… Θα’ταν αγένεια.
Το πιο εύκολο που σκέφτηκε να ντυθεί κατά την προστακτική του συνομιλητή της, ήταν το φρεσκοσιδερωμένο του πουκάμισο. Έτσι έκανε δίχως δεύτερες σκέψεις. Κι ούτε αξεσουάρ ούτε τίποτα. Μόνο τις γόβες της. Έτσι εύκολα θα συναντούσε τ’ αστέρια εκείνη τη νύχτα. Στις έντεκα παρά, θέλοντας να κάνει τη διαφορά κατέβηκε κάτω και τον περίμενε. Κάθισε στο πεζούλι έξω απ’ την πολυκατοικία. Όταν είδε τα φώτα του αυτοκινήτου του να πλησιάζουν, σταύρωσε τα πόδια της και άρχισε να κουνά αδιάφορα τη δεξιά της γάμπα. Με το αριστερό κλώτησε στην άκρη την πεταμένη απ' το μπαλκόνι στέκα ψιθυρίζοντας "Φύγε, φύγε λαγουδάκι. Αύριο πάλι"…
Εκείνος κατέβασε το παράθυρο και της σφύριξε το ανδρικό θαυμαστικό. Μπήκε στο αυτοκίνητο και έκατσε πλάι του. Στη διαδρομή δεν του μιλούσε και όταν πήγαινε εκείνος να ανοίξει συζητήσεις, τον έκοβε γυρίζοντας το κεφάλι της απ’ την άλλη. Έφτασαν στα σκοτάδια. Βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο κάθισαν στο καπό με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό. Κάθε λίγο κοιτάζονταν και γελούσαν που μόνο αστέρια δεν πέρναγαν από μπροστά τους. Η πρώτη σταγόνα της βροχής τους βρήκε στα δάχτυλά τους που ήταν μπλεγμένα. Οι δεύτερες και οι τρίτες στα μάτια, στη μύτη, στο στόμα. Ύστερα άρχισε να βρέχει δυνατά. Μπήκαν στο αυτοκίνητο για να γυρίσουν στο σπίτι. Λίγο πριν φτάσουν του ζήτησε να κατέβει για να περπατήσει στη βροχή. Εκείνος οδηγούσε δίπλα της αργά για να την προσέχει, βρίσκοντας τη βροχή των αστεριών να κυλάει σε σταγόνες στο πίσω σαρκώδες μέρος της κάθε μιας της κνήμης. Πόσο κρίμα που το έβλεπε μόνον εκείνος!