Απόψεις

Το Πάσχα της χήρας!

Το χωριό δεν είναι καν χωριό. Είναι 10 σπίτια συν ένα μισογκρεμισμένο που το παίζει θερινό καφενείο το καλοκαίρι. Το Πάσχα όμως μιράκολο! Το χωριό μετατρέπεται ξαφνικά σε κόμβο
Το κορίτσι του διπλανού portal

Το Πάσχα που ο γλυκός Ιησούς ανασταίνεται, εγώ πεθαίνω, παίδες μου αγαπημένοι. Επί σειρά ετών, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κάθε Μεγάλη Πέμπτη με πακετάρανε μαζί με αυγά, ψησταριές, έντερα και συκώτια και με πηγαίνανε στο χωριό. Μην ενθουσιάζεστε πράσινοι οικολόγοι. Το χωριό δεν είναι καν χωριό. Είναι 10 σπίτια συν ένα μισογκρεμισμένο που το παίζει θερινό καφενείο το καλοκαίρι. Τον χειμώνα κλείνει γιατί οι 8 κάτοικοι δεν πολυβγαίνουν. Βλέπουν Χ Factor.

Το Πάσχα όμως μιράκολο! Το χωριό μετατρέπεται ξαφνικά σε κόμβο. Ηπειρώτες από όλες τις ηπείρους καταφτάνουν ασθμαίνοντας από τον Ελ Βενιζέλο για να προλάβουν την περιφορά του επιταφίου -που συνήθως γίνεται με μοβ γαϊδουράγκαθα. Μαζί τους σέρνουν στρατιές παιδιών, ηλιθίων και μη (τα τελευταία επιθυμούν σφοδρά να αυτοκτονήσουν και το δείχνουν). Τις καλές εποχές φέρναν και καμιά Φιλιππινέζα για τα βλαμμένα τους. Πέρσι ήρθε μόνο μία και αυτή διάβαζε το Hellο (προφανώς δεν την είχαν πληρώσει για μήνες και απεργούσε).

Εμένα -περιττεύει να το πούμε- αυτός ήταν ο εφιάλτης μου από τότε που μύριζα στο φούρνο τη λαγάνα της καθαρής Δευτέρας. ΤΙ;;;;; ΣΕ 40 ΜΕΡΕΣ έχουμε Πάσχα;!;!

Η μάνα μου τότε κούναγε πάνω κάτω την κεφάλα και έλεγε: «Ξέχασε το. Θα πάμε!» Ο πατέρας μου (αν ήταν παρών και κάνων μασάζ στη Σβετλάνα) χτυπούσε την πλάτη της κυράς του επιβραβευτικά. «Θα ‘ρθει όλο το σόι να υποβάλλει τα σέβη του στον παππού», έλεγε. «Δεν θα αφήσουμε τα κοράκια να μας φαν τα στρέμματα», συμπλήρωνε μαχητικά η μητέρα.

Πηγαίναμε λοιπόν. Οταν φτάναμε τα κοράκια ήταν ήδη εκεί. Είχαν καταλάβει κάθε γωνιά του σπιτιού, είχαν διώξει τον επιστάτη απ΄το σπιτάκι του, είχαν τρυπώσει και στην αποθήκη. Οταν πρότεινα δειλά να πάμε σε κανένα δωμάτιο στο κοντινό (πραγματικό) χωριό, η μάνα μου μου έριχνε το βλέμμα-δολοφόνο λέγοντας «Ο παππούς μας θέλει όλους κοντά του».

Τη γιαγιά δεν την υπολόγιζε κανείς. Χεσμένη την είχαν όλοι. Το μόνο που άκουγε ήταν διαταγές σα δουλάκι. «Σοφία φέρε γάλα. Σοφία άνοιξες φύλλα για την πίττα; Μητέρα βγες απ΄την τουαλέτα, το παιδί κατουριέται.» Ο δε παππούς δεν κουνιόταν καθόλου. Αραζε σαν άγαλμα στην τραπεζαρία κι έδινε διαταγές. «Σοφία τσιγάρα! Κουφάθηκες μωρή;» «Η γιαγιά σου είναι σωστή ηπειρώτισσα», έλεγε καμαρωτά ο πατήρ. «Εγώ όμως είμαι πελοποννήσια», διευκρίνιζε γρυλλίζοντας η μήτηρ.

Φέτος είχα ορκιστεί να μην πάω. Λεφτά δεν είχα για αλλού, αλλά μια χαρά θα την έβγαζα και στο σπιτάκι μου ακούγοντας εν ανάγκη Γαϊτάνο για ατμόσφαιρα. Μόλις το άκουσε η μάνα φρίκαρε. ΦΕΤΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΣΟΥ ΘΑ ΛΕΙΠΕΙΣ;! Α, ναι, ξέχασα να σας πω πως τον χάσαμε τον παππού. Πήγε από ακινησία, είπε ο καρδιολόγος. Από το καθισιό ατόνησε η καρδιά του κι έσβησε σαν πουλάκι στον καναπέ τη μέρα που επέστρεψε η Ρούλα στην τιβί.

Τη γιαγιά δεν την υπολόγιζε κανείς. Χεσμένη την είχαν όλοι. Το μόνο που άκουγε ήταν διαταγές σα δουλάκι. «Σοφία φέρε γάλα. Σοφία άνοιξες φύλλα για την πίττα; Μητέρα βγες απ΄την τουαλέτα, το παιδί κατουριέται.» Ο δε παππούς δεν κουνιόταν καθόλου.

Μα… πήγα να πω, αλλά δεν ωφέλησε. Η μάνα άρχισε μια ομιλία 28 λεπτών. Στα 3 σταμάτησα να ακούω αλλά κατάλαβα ότι θα φέρουν μαζί συμπτωματικά μια συμβολαιογράφο τάχαμου φίλη ώστε να ψήσουν τη γιαγιά (δόλια χήρα την αποκαλούσε η μάνα μου) να τους γράψει τα χτήματα πριν προλάβουν τα κοράκια. Α προπό θα ψάχνανε και το σπίτι να βρουν που έχωσε τις λίρες «πριν ψοφήσει ο σκατόγερος» (αυτό το κρυφάκουσα. Πάλι η μάνα μου).

Με μάζεψαν λοιπόν άρον άρον απ΄το σπίτι (έναντι 300 ευρώ/αργυρίων) και με μετέφεραν μαζί με τις βαλίτσες και τις συκωταριές στο χωριό από τη Μεγάλη Τρίτη ώστε να έχουν καιρό για ψηστήρι πριν σκάσουν μύτη οι αντίπαλοι. Ταξιδεύαμε 9 ώρες κι εγώ δεν την πάλευα καθόλου να ακούω τον πατέρα μου και τη μάνα μου να μαλώνουν αν θα κάνουν βιολογική καλλιέργεια τρούφας ή αγροτουρισμό εξειδικευμένο στη ρώσικη αγορά (ιδέα Μπαμπά για αποκατάσταση Σβετλάνας).

Οταν επιτέλους φτάσαμε στο γαμοχωριό είδαμε ένα περίεργο θέαμα. Εξω απ΄το σπίτι της γιαγιάς ήταν μια λευκή μερσεντές με ανοιχτές πόρτες και καπό. Ενας σοφέρ (κούκλος) έβαζε 2 ροζ βαλίτσες στη μπαγκαζιέρα. Η γιαγιά και η κυρία Φλώρα (ξαδέρφη της, εξίσου χήρα) με εμπριμέ φορέματα και αθλητικά παπούτσια (!!!) έμπαιναν στην αμαξάρα χαχανίζοντας.

«Μάνα τι συμβαίνει; Πού πας;», ψέλλισε ο πατέρας μου όταν συνήλθε από το πρώτο σοκ.

«Φέτος θα κάνω Πάσχα στην Κέρκυρα», ανακοίνωσε αυτή και έκλεισε την πόρτα.

«Βρήκε τις λίρες η σκατόγρια», μουρμούρισε η μάνα μου.

«Κι εμείς τι θα κάνουμε;», επέμενε σαν εγκαταλελειμμένο 12χρονο ο 60ρης μπέμπης.

«Εσείς νέοι είστε, δεν έχετε ανάγκη. Εγώ είμαι 85 χρονών, πόσα χρόνια θα ζήσω ακόμα να χαρώ κι εγώ σαν γυναίκα; 15-20 το πολύ!»

«Η γιαγιά αναστήθηκε! Πάμε να φύγουμε», τους είπα κουνώντας το χέρι στη γιαγιά που απομακρυνόταν.

Και στα δικά μας παίδες μου αγαπημένοι!