Απόψεις

Το «μολυβάκι»: μια όμορφη ιστορία

Παρακολουθούσα από απόσταση το «μολυβάκι» να πλανάρει πάνω από τη αβάσταχτη γκλαμουριά της δεκαετίας του '90. Καμία βιασύνη. Κανένα υστερικό ζόρι. Τίποτα προβλέψιμο, τίποτα σε φασόν
Ρίκα Βαγιάνη

Χρόνια πριν, σε μια άλλη ζωή, ήρθε μια κοπέλα να δουλέψει στη σύνταξη του περιοδικού. Είχε πάνω της όλα τα καλά. Εγραφε υπέροχα, ήταν λαμπερή, καλή, πανέξυπνη, την καμάρωνα. Μου λέει σε μια φάση «Εχω μια μικρή αδελφούλα, θέλει να γίνει ηθοποιός». Καλά, εντάξει, όλες θέλανε, ειδικά οι μικρές αδελφούλες. Τις περισσότερες τις έπιανε η αισθητική της εποχής και τις άλεθε ξανθό κιμά.

Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Μπαίνω μια μέρα σε ένα μοντάζ. Στην οθόνη χόρευε ένα μολυβάκι, ένα κινούμενο σχέδιο. Στο μικρόφωνο συγχρόνιζε τη φωνή με το μολυβάκι μια πιτσιρίκα. Δύσκολη δουλειά, άχαρη, αλλά είχε μεροκάματο συμπαθητικό.

«Γεια σας», μου λέει το μολυβάκι με φωνούλα που μόλις ακουγόταν, «είμαι η αδελφή της Τίνας». Αγκαλιές, φιλιά, χαιρετίσματα στη μεγάλη, τέτοια. «Εγινες ηθοποιός, τελικά», της λέω.

Από μέσα μου τη μοιρολογούσα πριν την ώρα της. Το «μολυβάκι» ήταν μια πραγματική καλλονή, ο ορισμός της ενζενί με βαθιά, απρόοπτη διάθεση ντάμας. Συνδυασμός σπάνιος και σε τρομερή ζήτηση. Δεν της έδινα πάνω από έξι μήνες μέχρι να την ανακαλύψει η σόουμπίζνα και να την κάνει κιμά. Το είχα δει το απαισιόδοξο έργο, αμέτρητες φορές, μέσα στις δεκαετίες.

Την ξαναέβρισκα σε θεατρικές σκηνές, σε απαιτητικούς  ρόλους. Την έβλεπα όμως και στο κοινωνικό σιρκουί. Δεν ήταν σπασικλάκι το μολυβάκι, είχε ζωή, οικογένεια, φίλους, απλώς ουδέποτε διανοήθηκε, το εντός των τειχών, το κοριτσίστικο τοπίο της να το απλώσει σε μανταλάκια

Σπανίως έχω πέσει περισσότερο έξω. Στα επόμενα χρόνια, παρακολουθούσα από απόσταση το «μολυβάκι» να πλανάρει πάνω από τη αβάσταχτη γκλαμουριά της δεκαετίας  του ’90. Καμία βιασύνη. Κανένα υστερικό ζόρι. Τίποτα προβλέψιμο, τίποτα σε  φασόν. Δυο-τρείς φορές που η τηλεοπτική επιτυχία την έφερνε μούτρα-κούτελα με την υπερέκθεση, (εξώφυλλα, συνεντεύξεις, τα γνωστά), ζβίν, έδινε μια το μολυβάκι και χανόταν από το ραντάρ. Την ξαναέβρισκα σε θεατρικές σκηνές, σε απαιτητικούς  ρόλους. Την έβλεπα όμως και στο κοινωνικό σιρκουί. Δεν ήταν σπασικλάκι το μολυβάκι, είχε ζωή, οικογένεια, φίλους, απλώς ουδέποτε διανοήθηκε, το εντός των τειχών, το κοριτσίστικο τοπίο της να το απλώσει σε μανταλάκια. Το μολυβάκι ήταν εκ γενετής και εξ ανατροφής, μια πραγματική κυρία.

Δεν προσπαθώ να αγιογραφήσω, θα ήταν φρικτό να το κάνει κανείς σε μια τόσο νέα γυναίκα. Απλώς διηγούμαι μια ιστορία. Ευτυχώς, έχω γνωρίσει κι άλλα «παιδιά» σαν το μολυβάκι. Είναι σπάνια, αλλά υπάρχουν. Εκπέμπουν ένα ήσυχο φως διαρκείας, σκληρά κερδισμένο. Τα ζηλεύω  λίγο, εμένα μου άρεσε το εύκολο, με τραβούσε. Οταν ερχόταν το τσαμπί με το σταφύλι το ξετίναζα, δεν περίμενα να ωριμάσει η καλή ποικιλία. Αναρωτιέμαι τι πλούσιες γεύσεις μπορεί να έχασα.

Είδα και διάβασα για εκείνη, ξανά, χθες: «Η Ιωάννα Παππά παραλαμβάνει το βραβείο “Μελίνα Μερκούρη”, για την καλύτερη  θεατρική ερμηνεία της χρονιάς». (Το βραβείο μοιράστηκε εξ ημισείας με την εξαιρετική Αλεξάνδρα Αϊδίνη).

Και σκεφτόμουν «Α, ρε πεισματάρικο μολυβάκι. Κοίτα που, τελικά, διάλεξες να γράφεις την ιστορία σου με τους δικούς σου όρους, κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στο φασόν».

Πρέπει να πόνεσε. Κάποιες στιγμές. Πρέπει και να στοίχισε αφάνταστα.

Συνέχισε να «γράφεις», μολυβάκι.

Κάποιοι διαβάζουν.