Υπάρχουν λογιώ-λογιώ κωλόχαρτα. Για παράδειγμα, κωλόχαρτο μπορεί να χαρακτηριστεί το πτυχίο του πανεπιστημίου (γνωστό και ως ‘βραχιόλι’, καθώς μπορεί να συνοδεύσει εξαιρετικά τον κολλιέ της ανεργίας), ιδίως από κωλοφοιτητή όπως ήμουν εγώ. Έρχονταν δηλαδή στιγμές που ο καλός μου εαυτός μου ψιθύριζε στο αυτί: «Παρ’ το επιτέλους το κωλόχαρτο να ησυχάσουν οι έρμοι οι γονείς!» Αλλά όταν πρόκειται για τον καλό μου εαυτό και την γκρίνια του, μπορώ και αναπτύσσω θαυμαστή αυτόματη κώφωση. Οπότε στο τέλος έμεινα απτυχίωτος, και οι έρμοι οι γονείς μου ησύχασαν ούτως ή άλλως, ο μπαμπάς μου επί γης και η μαμά μου εν τόπω χλοερώ, ένθα ελπίζω το φαΐ να μην παχαίνει.
Σε άλλους, το "κωλόχαρτο" θυμίζει επίσημο έγγραφο – λ.χ. Πιστοποιητικό Πιστοποίησης Γραφειοκρατικού Καρκίνου – που για να το πάρεις περνάς του λιναριού τα πάθη και βγάζει το πόδι κάλους απ’ το πήγαιν’ έλα και στο τέλος έχεις σιχτιρίσει τόσο, που σου ’ρχεται ειλικρινά να ψηφίσεις κουκουέ – άλλο που εντός ολίγου συνέρχεσαι, διότι σ’ έναν σοσιαλιστικό παράδεισο η χαρτούρα θα ήταν υψωμένη στη νιοστή, κι έτσι και σ’ έπιανε κατούρημα ενώ βρισκόσουν σε φιλικό σπίτι, για παράδειγμα, θα ’πρεπε πριν ξαλαφρώσεις να υπογράψεις ειδική τριπλότυπη δήλωση στην οποία να δεσμεύεσαι πως η πράξη σου έχει ως σκοπό την ειλικρινή παροχέτευση τσισιού, και δεν είναι προβοκατόρικη ρεφορμιστική ούρηση επί της σεπτής Γενικής Γραμματέως, του Κόμματος, και της μούμιας του Στάλιν.
Εγώ ωστόσο στο παρόν κείμενο θέλω να μιλήσω για το απλό, καθημερινό κωλόχαρτο, το αποκαλούμενο και χαρτί υγείας – παρ’ ότι είμαι πεπεισμένος ότι χρησιμοποιείται και από ασθενείς – και για το πώς η μαγεία μου συνετέλεσε στην ουσιαστική μου ενηλικίωση.
Κατ’ αρχάς να πω πως προέρχομαι από πυρηνική οικογένεια – και με τις δύο έννοιες του όρου, καθώς οι γονείς μου πολλάκις εμπλέκονταν σε αψιμαχίες που έκαναν τον Ψυχρό Πόλεμο να ωχριά. Επίσης, και οι δύο μου γονείς ήταν άνθρωποι παθολογικά ανοιχτοχέρηδες, σε σημείο που η αποταμίευση τους φαινόταν εξίσου αδιανόητη με την ανθρωποφαγία. «Τα λεφτά είναι για να τα χαίρεσαι» έλεγε πάντα ο μπαμπάκας μου, άλλο που ο άνθρωπος σκοτωνόταν στη δουλειά για να τρώνε τρία στόματα, της νοικοκυράς μητέρας μου και το δικό μου το απύλωτο – ιδίως τα πρώτα, τρυφερά χρόνια της αντιπαροχής του σώματός μου για ανέγερση εξαώροφης πολυκατοικίας, όταν έτρωγα σαν να μην υπήρχε όχι αύριο, αλλά ούτε απόψε.
Ως εκ τούτου, μεγάλωσα χωρίς να έχω ιδέα περί βιοπορισμού, κι αγνοώντας παντελώς τις δυσχέρειες, το άγχος και τον τρόμο που δύναται να επισύρει. Θυμάμαι, λόγου χάρη, τον πατέρα μου και τους υπόλοιπους πατεράδες της πολυκατοικίας μας ν’ ανοίγουν τα μεσημέρια γυρνώντας απ’ τη δουλειά τα γραμματοκιβώτια, και μόλις έβλεπαν φακέλους με λογαριασμούς, να βγάζουν έναν τρίσβαθο αναστεναγμό, νιώθοντας το καμουτσίκι της βιοπάλης να τους βαράει σαν τα παλιάλογα. Εγώ, βέβαια, χαμπάρι. Μέχρι που μου φαινόταν και παράξενο που κρέμαγαν τα μούτρα τους. "Πώς κάνουν έτσι;" μονολογούσα. "Λογαριασμοί είναι, δεν είναι κηδειόχαρτα. Δεν τρώνε καλύτερα ένα βαζάκι μερέντα να γλυκαθεί το μέσα τους; Δες εγώ – για να τρώω τις μερέντες δυο-δυο δεν με ρίχνει τίποτα, ούτε άνεμος δώδεκα μποφώρ."
Επίσης, ως μοναχοπαίδι, είχα μάθει από νωρίς όχι απλώς να απολαμβάνω τις σπατάλες των γονιών μου, αλλά και να αρμέγω ακόμα περισσότερες, κυρίως με τις επιδόσεις μου στο σχολείο και τις ξένες γλώσσες. Επί παραδείγματι, σε αντίθεση με τα περισσότερα παιδιά που παίρναν δώρα είτε Χριστούγεννα ή Πρωτοχρονιά – άντε να τα σπάζανε στα δύο – εγώ απαιτούσα φουλ δώρα και Χριστούγεννα, και Πρωτοχρονιά, και 2 του Γενάρη που ’ναι τα γενέθλιά μου. Όσο για τα ίδια τα λεφτά, όσο ήμουν στο δημοτικό μεταφράζονταν αυτομάτως σε πράγματα απ’ το ψιλικατζίδικο: παγωτά, σοκολατούχο γάλα, σκορδάκια (αυτά που σκάνε και χέζεσαι πάνω σου και λες «Ουστ, σκατόπαιδα!»), κόμιξ, τσίχλες, πατατάκια κ.ο.κ. Από μόνα τους, τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα δε μου λέγαν τίποτε, προφανώς επειδή δεν έμεναν στα χέρια μου αρκετά για να τα περιεργαστώ και να αναρωτηθώ πώς βγαίνουν και τι θυσίες απαιτούν. Η αθωότητα της παιδικής ηλικίας: ευλογία και κατάρα.
Κι έπειτα ήρθε το γυμνάσιο, και το χαρτζιλίκι έγινε καθημερινή ανάγκη, διότι έτσι κι έβγαζες σπιτικό σάντουιτς αντί ν’ αγοράσεις τυρόπιτα της συμφοράς απ’ το κυλικείο, γινόσουν αυτοστιγμεί παρίας κι αποχαιρετούσες για πάντα κάθε ελπίδα κοινωνικοποίησης. (Ενώ εμένα η πλήρης ακοινωνησία μου προέκυψε απ’ το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα: ότι προτιμούσα τα χοτ-ντογκ και τα κρουασάν σοκολάτα του κυλικείου απείρως περισσότερο απ’ τις αθλοπαιδιές, και μάλιστα μ’ άρεσε να τα καταβροχθίζω στην απομόνωση της τεράστιας και παντέρμης βιβλιοθήκης, όπου δεν υπήρχαν κακόβουλα μάτια να με δουν να πασαλείβομαι και ν’ ακούσουν τα θηριώδη ρεψίματα και βογκητά μου. Ε, κι άπαξ κι έγκωνα από κανονική τροφή, έριχνα κι ένα πνευματικό κολατσό διαβάζοντας κανάν Τ.S. Eliot που είναι ένα κι ένα για τη χώνεψη. Βέβαια το χαρτζιλίκι είχε κι άλλες χρήσεις, όπως το σινεμά, τα σιντιά Χατζιδάκι/κλασικής, και τα adventures που έπαιζα μετά μανίας, συχνά βαρώντας δεκάωρα στον υπολογιστή ψάχνοντας την μαγεμένη τιάρα που θα με μεταμόρφωνε από ταπεινή ψαροπούλα σε λαμπερή πριγκηπέσσα του Ντάβενπορτ (σεξουαλικός προσανατολισμός δεδομένος και μη αναστρέψιμος). Τα βιβλία δεν μου κόστιζαν τίποτε, αφ’ ενός διότι τα περισσότερα τα δανειζόμουν απ’ τη βιβλιοθήκη (και τα επέστρεφα σε αρίστη κατάσταση, με κομματάκια φύλλο, τυρί, σπανάκι ή κιμά ανάμεσα στις λαδωμένες σελίδες – είναι πασίγνωστο ότι η βαριά κουλτούρα ανοίγει την όρεξη), ή μου τ’ αγόραζαν οι γονείς μου χύμα, ασχέτως χαρτζιλικιού, διότι τα βιβλία είναι επένδυση και μ’ αυτά οικοδομείς το μέλλον σου (άλλο που εγώ είχα τσακίσει τον Στίβεν Κινγκ, που τον διάβαζα κάθε βράδυ με το μικρό μου πορτατίφ κι έκλανα ρέβες και γλυκοπατάτες απ’ το φόβο). Τέλος, ο εφηβικός οικονομικός βραχνάς του καπνίσματος δεν με έπληξε ποτέ, καθώς και ο μπαμπάς και η μαμά κάπνιζαν σαν τον καρβουνιάρη, οπότε τι πιο εύκολο απ’ το να σουφρώσεις δέκα-δεκαπέντε τσιγάρα την ημέρα απ’ τα έξι πακέτα που περιφέρονται;
Και πέρασαν κι άλλα ρημαδοχρόνια, και βρέθηκα φοιτητής με σαραβαλάκι Zastava και ακόμα μεγαλύτερες ανάγκες σε τσιγάρα και αλκοόλ. Όποτε, καθ’ όσον το όνειρο των γονιών μου είχε γίνει πραγματικότητα και είχα εισαχθεί στην Ιατρική Θεσσαλονίκης μετά φανών και λαμπάδων (που να ’ξεραν ότι θα ’φευγα μετά πίσσας και πουπούλων), ο παράς έπεφτε βροχή. Τα φούσκωνα κι εγώ, ότι τάχα το αμάξι έκαιγε τα σύμπαντα σε βενζίνη, ή ότι χρειαζόμουν το τάδε περιληψάρι Φυσιολογίας (που το ’παιρνα από δεύτερο χέρι κοψοχρονιά και μετέφραζα το χρήμα σε τζιν-τόνικ), ή ότι το ωροσκόπιό μου έλεγε: «Αυτή την εβδομάδα οι Αιγόκεροι πρέπει να φάνε μπόλικα φράγκα, για να μην πέσει η αυτοεκτίμησή τους.» Κι όπως ήταν επόμενο, εξακολουθούσα να είμαι παντελώς αδαής ως προς τη σημασία του χρήματος, που εμφανιζόταν ως μάννα εξ ουρανού υπό μορφήν κολλαριστών μωβ δεκαχίλιαρων, με τα οποία έβγαζα ολόκληρα Σαββατοκύριακα κραιπάλης – την οποία δικαιολογούσα με το σκεπτικό πως μια μέρα θα γινόμουν γιατρός φιρμάτος και θα ’βγαζα της Παναγιάς τα μάτια και του Χριστού τα τσίνορα.
Παράλληλα είχα ξεκινήσει την μεγαλειώδη μου συγγραφική σταδιοδρομία, γνωρίζοντας τεράστια αποδοχή (ιδίως απ’ την μητέρα μου) και βλέποντας τα βιβλία μου πρώτη μούρη στα ράφια – του δωματίου μου, αλλά δεν έχει σημασία. Επίσης είχα αρχίσει να γράφω ποικίλα κειμενάκια επί παντός επιστητού σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά τα χρήματα που έβγαζα δεν τα αποταμίευα (Θού κύριε), διότι επρόκειτο για "λεφτά του καραπουτσαριού", όπως έλεγε μια θεια μου, τουτ’ έστιν τα ’κανα σύκα-μήλα-καρύδια, αφού τα πήγαιν’ έλα στην Αθήνα ήταν πληρωμένα, ενώ το ψυγείο του πατρικού μου ήταν πάντα τίγκα στο φαΐ. Μόνο πού και πού, καθώς έβγαζα στις τρεις τα χαράματα μια κομμάτα ροκφόρ και δυο μπαγκέτες για ένα ελαφρύ μεταμεσονύκτιο σνακ, μπορεί να ’ριχνα μια ματιά στο αυτοκόλλητο με την τιμή, μονολογώντας: "Κοίτα να δεις – φαρμάκι το ροκφόρ, ρε παιδάκι μου", και στα καπάκια το τσάκιζα όλο γιατί κρίμα ήταν να μείνει αφάγωτο τέτοιο ακριβό πράμα.
Και ήρθαν και τα Χριστούγεννα του 2002, και η μήτηρ Κορτώ απεβίωσε… κι ο κανακάρης της, συντρέχοντας τον χαροκαμένο πατέρα του, φρόντιζε να τρώει ίσαμε χίλια ευρώ το μήνα, χωρίς καν να συνυπολογίζω τη βενζίνη. Πού τα ’τρωγα; Πρωτίστως σε αλκοόλ και σε παράνομες ουσίες (με μεγαλύτερο εθισμό στη λούντζα και το μούζδροβο – ακόμα και τώρα, είμαι μόλις έξι μέρες καθαρός, και φοβάμαι ότι οσονούπω θα ξανακυλήσω). Κι επειδή είχα αρχίσει να φλερτάρω σοβαρά με τον αλκοολισμό (του ’χα στείλει μέχρι και λουλούδια), κάποια στιγμή το φθινόπωρο του 2003 αποφάσισα ότι έπρεπε να κατέβω μόνιμα στην Αθήνα και να σταθώ στα πόδια μου, ως ενήλικας πια. Ο πατήρ Κορτώ αρχικά έπαθε μεγάλο σπαραγμό – έναν τον είχε, και ζαβό, και θα του τον έτρωγε η ξελογιάστρα η Αθήνα; – αλλά εντέλει συμφώνησε, υπό έναν όρο: θα πουλούσαμε το τριετίας Punto μου για τα έξοδα μετακόμισης, θα μου ’στελνε χρήματα για τους πρώτους δυο μήνες, κι αν στο μεταξύ δεν κατάφερνα να βρω δουλειά, θα γυρνούσα στην πατρική εστία σούμπιτος. Θα τον ευγνωμονώ όσο ζω τον μπαμπάκα μου για κείνη του την αυστηρότητα.
Έτσι, λίγες μέρες μετά, βρισκόμουν πλέον μόνος μου σε μια γκαρσονιέρα στην Ασημάκη Φωτήλα, ρουφώντας τον γλυκό αέρα της ελευθερίας (δύο πακέτα Gauloises τη μέρα σε 35 τετραγωνικά – φρεσκάδα, όχι μαλακίες) κι απολαμβάνοντας την ανεξαρτησία μου. Για καλή μου τύχη, ο νυν εκδότης κι ευεργέτης μου Θανάσης Καστανιώτης μου’ χε προσφέρει δουλειά στο βιβλιοπωλείο την πρώτη κιόλας μέρα, οπότε βρέθηκα να κάνω αυτό που ποτέ δεν είχα φανταστεί στη ζωή μου: να ξυπνάω νωίς το πρωί, να δουλεύω ένα οχτάωρο, και να γυρνάω το βράδυ σπίτι κουρασμένος, ευχαριστημένος κι ενάρετος, να παραγγέλνω σουβλάκια, και να χαζεύω ντιβιντιά απ’ το γειτονικό βίντεο κλαμπ. Έρχονταν βέβαια στιγμές που νοσταλγούσα το πατρικό μου τρομερά. Στιγμές που ένιωθα τον ένα χώρο όπου κυλούσε η μονότονη ζωή μου να με πνίγει. Στιγμές που άνοιγα το ψυγειάκι μου, περιμένοντας να δω τυριά και σαλαμικά και καλά κρασά, και τα άδεια ράφια έκαναν αντίλαλο. Κι όταν δε άρχισαν να σκάνε και οι πρώτοι λογαριασμοί, θυμήθηκα τον αναστεναγμό των πατεράδων μπρος στο γραμματοκιβώτιο, και κατάλαβα τι εστί όχι βερύκοκο, αλλά βερυκοκιά ολόκληρη – κι άρχισα κι εγώ να αναστενάζω. Μέχρι τώρα δεν νομίζω να σταμάτησα.
Ωστόσο, η καθοριστική και συγκλονιστικότερη αποκάλυψη είχε να κάνει με το προαναφερθέν κωλόχαρτο.
Όπου, Κυριακή πρωί, σηκώνομαι, πίνω τον καφέ μου, και πάω τουαλέτα γι’ αυτό που κάνουν άνθρωποι του λαού και βασιλιάδες, απ’ τον Δαυίδ μέχρι τον βασιλέα Ζογκ της Αλβανίας (μα τι μπερεκέτι όνομα!) Και άπαξ και ολοκληρώθηκε η αποστολή, κάνω να πιάσω το κωλόχαρτο, και διαπιστώνω ότι κωλόχαρτο γιοκ: ο πλαστικός κύλινδρος ήταν θλιβερά κι απροσδόκητα άδειος.
Και τότε μου ’ρχεται η κατραπακιά. Διότι, τόσα χρόνια στο πατρικό μου, το χαρτί υγείας το αγόραζε ο μπαμπάς, και το έβαζε στη θέση του η μαμά – οπότε για μένα, όπως τα ράφια του ψυγείου γέμιζαν ως δια μαγείας κάθε μέρα, έτσι και το κωλόχαρτο ήταν μαγικό, κι όταν τελείωνε έβγαινε άλλο μέσα απ’ τον τοίχο.
Δεν θα προβώ σε ακαλαίσθητες περιγραφές, αλλά θα τονίσω και πάλι πως εκείνη τη στιγμή, όταν αντιλήφθηκα το αυτονόητο – ότι αν δεν αγόραζα κωλόχαρτο θα ’πρεπε να αρχίσω να αγοράζω τέσσερις εφημερίδες ημερησίως – δρασκέλισα μια για πάντα το κατώφλι της ενήλικης ζωής, η οποία δεν απαιτεί μονάχα χρήματα (και δη πολλά), αλλά και την διαρκή μέριμνα για κάθε σου ανάγκη.
Γι’ αυτό και σε τούτο το κείμενο κάνω έκκληση σε γονείς και δασκάλους, καθώς και σε παιδιά που απολαμβάνουν ακόμα τις παροχές της οικογενειακής εστίας: καλές οι ξένες γλώσσες και τα πολυώνυμα, καλές οι σπουδές και τα μεταπτυχιακά, όλα καλά και άγια, αλλά στα πλαίσια της εκπαίδευσης, τόσο της σχολικής όσο και της οικιακής, παρακαλώ, πείτε στα τέκνα σας (ιδίως αν τυγχάνουν κακομαθημένα γουμάρια σαν και του λόγου μου, που μέχρι τα είκοσι δήλωνα απαθώς "Διψάω" κι έτρεχε η δόλια μάνα να μου φέρει νερό) ότι ζωή εκτός από μόρφωση, αγάπη, ηδονή, ευτυχία και ό,τι άλλο σημαίνει λογαριασμοί, έξοδα, επαχθή καθήκοντα – κι ότι το κωλόχαρτο δεν εμφανίζεται μαγικά μόλις τελειώσει το προηγούμενο.
Και να μην ξεχνάμε την αποταμίευση! Μπορεί να γεννήθηκα σπάταλος, αλλά πλέον κάθε μήνα βάζω στην άκρη ένα σεμνό ποσό, για να βουλώνω τις διάφορες τρύπες που προκύπτουν ολοένα οι ρουφιάνες. Κι αν πιστέψατε την προηγούμενη πρόταση, είστε υπέρ το δέον καλόπιστοι και πρέπει να μάθετε να φυλάγεστε ακόμα περισσότερο, κι όχι να σκάτε εκατό ευρώ στο ντελικατέσεν και μετά όταν περνάει ο τύπος για τα κοινόχρηστα να κρύβεστε στην ντουλάπα μαζί με τη γάτα, όπως θα κάνει ο γράφων εντός ολίγου, καθώς ο κοινοχρηστάς χτυπάει πάντα δυο φορές…