Χθες βράδυ αργά, χτύπησε την πόρτα μου το γέλιο, του άνοιξα, με κοίταξε με μούρη μακρουλή, σκυλίσια, δεν ήταν για πολλές κουβέντες, το κατάλαβα με τη μια, είχε τα χάλια του, δεν είχε ούτε για το ταξί που το έφερε, ανέβηκε στο σπίτι και κάθισε στην κουζίνα λασπωμένο, βρώμικο, πεινασμένο.
Του ετοίμασα όλα αυτά που μου έφτιαχνες εσύ, τότε που προσπαθούσες ακόμα να με μάθεις.
Μυζήθρα, μέλι, σουσάμι, αγριοφράουλες, μαύρο ψωμί, κρασί κόκκινο στο ποτήρι του νερού. Γεμάτο.
Κάθισα και το κοίταζα, δηλαδή καθόσουν στην άκρη του τραπεζιού εσύ και με κοίταζες, με εκείνο το βλέμμα που μόνο η μάνα μου και κανείς άλλος δεν είχε ρίξει ποτέ επάνω μου, ήμουν εγώ το γέλιο και το στόμα ήταν το δικό μου και δεν άνοιγε με τίποτα, ήταν ραμμένο με το σύρμα, το αγκάθι, χτισμένο με πέτρες, σπασμένα μπουκάλια μπίρας και τσιμέντο θαλάσσης, είχαν έρθει οι σφήκες και είχαν ανοίξει λογαριασμό στα χείλη και εσύ με τα δυο σου τα χέρια προσπαθούσες να τις διώξεις, να με ταΐσεις, μου τραγουδούσες, με γλυκομάλωνες και εγώ βουβός. Ξερός.
Έφτιαχνες καινούργια παραμύθια από τα παλιά, έβρισκες κάτι λέξεις χαμένες, ξεχασμένες καραμελίτσες στις τσέπες σου, με το χνούδι από ταξίδια αρχαία στην πρωτεύουσα, που τις έκρυβες επί τούτου για την περίσταση.
Και άλλα πολλά και φιλιά και χάδια και ιστορίες και ναι και όχι -με το «νι» από τον τόπο σου, από την πόλη σου, απ' τ' όνομά σου, και το «ο» το οχ, απ’ το σεβντά σου- που μόνο εσύ ήξερες να λες, που ήταν της μάνας μου και ας μην τη γνώρισες ποτέ και που εσύ τις έφερνες, με τα ίδια, απαράλλαχτα λόγια στο σπίτι, μαζί με τα λουλούδια της αυλής σου, που ήταν δικά της, γεράνια, κατιφέδες, γαρύφαλλα λευκά με καφετί νερά.
Είδες και έπαθες να με βάλεις για ύπνο, να με σκεπάσεις και το πρωί δεν ήξερες να πεις αν έκλαιγα όλη τη νύχτα στον ύπνο μου ή αν ονειρευόσουνα το γέλιο που κλαίει.
Και εγώ, με χτισμένο στόμα, δεν μπορούσα να βοηθήσω, να πω κάτι, μόνο αυτό πάνω στο χαρτί.
Ξέρεις, προσπάθησα να κάνω τα πράγματα καλύτερα, να φτιάξω μια καλύτερη ζωή για μας. Παράτησα μέχρι και το τόπι μου. Το γήπεδό μου. Έμαθα να ζω χωρίς. Αλλά δε δούλεψε η μηχανή.