Χθες το βράδυ έκανα μια μεγάλη διαδρομή στους δρόμους της Αθήνας και προσπαθούσα να καταλάβω ότι σε δυο βδομάδες θα έχουμε Χριστούγεννα. Αν εξαιρέσουμε κάποια μπαλκόνια σε γειτονιές, τις υποχρεωτικά αλλά όχι με ενθουσιασμό γιορτινές βιτρίνες και τις προσόψεις των μεγάλων ξενοδοχείων, η Αθήνα δεν δείχνει μεγάλη διάθεση γιορτής. Οι δήμοι που παλιότερα πρωτοστατούσαν στους στολισμούς και τις φωταψίες, δεν έχουν ανάψει ούτε λαμπιόνι. Θα το κάνουν υποθέτω την τελευταία βδομάδα, αν και αμφιβάλλω αν θα έχουν αντικαταστήσει όσα φωτάκια έχουν καεί από πέρυσι. Κι έτσι όπως οδηγούσα και σκεφτόμουν όλα αυτά με μάλλον στριφνή διάθεση, το μυαλό μου πέταξε προς τα πίσω.
Θα ήμουν πέντε ή ίσως έξι χρονών, όταν μια γειτόνισσα που μας είχε κάνει βραδινή επίσκεψη, ενημέρωσε τη μάνα μου ότι ο Γιώργος ο μπακάλης είχε στολίσει ένα χριστουγεννιάτικο δένδρο «έξω από το σπίτι του». Έξω; Μου φάνηκε τόσο απίστευτο αυτό που άκουσα, ώστε παρά τις διαμαρτυρίες της Κατίνας, πετάχτηκα μέσα στη μαύρη νύχτα και έτρεξα να δω. Πατώντας στις λάσπες και στα βρεγμένα χόρτα, με τη χειμωνιάτικη υγρασία να με περονιάζει, έτρεξα από το σοκάκι μας στο κεντρικό δρόμο όπου ήταν το σπίτι του μπακάλη. Στο σπίτι μας φτιάχναμε χριστουγεννιάτικο δέντρο, με τον τρόπο που το έκαναν όλοι τότε. Κόβαμε ένα κυπαρισσάκι από τα χιλιάδες που υπήρχαν γύρω-γύρω, το στηρίζαμε όρθιο σε μια γωνιά της σάλας συγκρατώντας το με δυο κοτρώνες. Το στολίζαμε με κόκκινες μπάλες και πλαστικά αστεράκια που είχε αγοράσει ο πατέρας μου από τις παράγκες των μικροπωλητών στα Χανιά και με πολλά ασημόχαρτα ή χρυσόχαρτα που παίρναμε από τα πακέτα των τσιγάρων. Τα ‘φτιαχνε η μάνα μου φιόγκους ή γιρλάντες και τα κρεμούσαμε στα κλαδιά. Ανάμεσα στις μπάλες και τα χρυσόχαρτα απλώναμε τούφες από βαμβάκι, το οποίο μετά τις γιορτές ξαναβάζαμε πίσω στο σακούλι του για να βάζουμε οινόπνευμα ή ιώδιο στα πληγιασμένα μας γόνατα.
Φωτάκια πάνω σε χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν είχαν εμφανιστεί στη γειτονιά. Δεν τα ξέραμε. Εξ’ άλλου, το ηλεκτρικό είχε έρθει δυο τρία χρόνια νωρίτερα και κάθε δωμάτιο είχε μόνο έναν γλόμπο να κρέμεται στο κέντρο του ταβανιού και μία πρίζα όλη κι όλη. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν ένα ημερήσιο κατά βάση στολίδι, ενώ η κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος ήταν αυστηρά χρηστική. Η είδηση λοιπόν για την ύπαρξη ενός νυχτερινού χριστουγεννιάτικου δέντρου και μάλιστα στον δρόμο, ήταν κάτι εντελώς έξω από τα δεδομένα και τα μέτρα της κοινωνίας μας.
Ο Γιώργος ο μπακάλης βέβαια, τα ‘κανε κάτι τέτοια. Ήταν ευκατάστατος, γνώστης μακρινών πρωτευουσιάνικων καινοτομιών και μεγάλος φιγουρατζής. Είναι αδύνατο να περιγράψω σήμερα το συναίσθημα που με κατέκλυσε όταν έστριψα το σοκάκι και βρέθηκα ξαφνικά μπροστά στο φωτισμένο δέντρο. Σα να διακτινίστηκα ξαφνικά από ένα απάτητο προϊστορικό δάσος στην Times Square της Νέας Υόρκης την ώρα που ο δήμαρχος άναβε το μεγαλύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της γης. Έμεινα ακίνητος και το αποθαύμαζα για ώρα από μακριά. Το φως απ’ τους λαμπτήρες, όπως διαθλούνταν μέσα στον ατμό της ανάσας μου, ήταν το ίδιο το μέλλον που ερχόταν κατά πάνω μου με ασύλληπτη ταχύτητα. Αυτό δεν ήταν δέντρο, ήταν το ίδιο το τρένο του μέλλοντος, που έσκιζε τον ακίνητο χρόνο μου σέρνοντας πελώριες κατάφωτες πολιτείες που τις άπλωνε στα πόδια μου.
Κι όμως, επρόκειτο για το πιο πρωτόγονο φωτεινό στολίδι που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο ιδιοκτήτης του είχε βάλει εν σειρά καμιά δεκαριά απλούς λαμπτήρες πυρακτώσεως, διαφανείς γλόμπους της εποχής με την αντίσταση που άστραφτε στο κέντρο τους. Μ’ αυτό το κορδόνι είχε κυκλώσει το δέντρο που υπήρχε στην άκρη του κήπου του. Ως έμπορος με πρόσβαση σε διάφορα υλικά, είχε ανοίξει δυο κουτιά με μπογιά και είχε βάψει εξωτερικά τους γλόμπους. Είχε αφήσει τον πρώτο άβαφο, τον δεύτερο τον είχε βάψει κόκκινο, τον τρίτο πράσινο και μετά πάλι ο τέταρτος ήταν άβαφος. Μ’ αυτή τη σειρά τους πήγαινε ως το τέλος. Προφανώς δεν υπήρχαν ή δεν είχε βρει χρωματιστούς λαμπτήρες, οπότε με δυο κουτιά μπογιά κι ένα πινέλο είχε κάνει τη δουλειά. Ρεύμα έπαιρνε από μια πρίζα που ήταν μέσα στο σπίτι, διότι ένα χοντρό άσπρο καλώδιο συνέδεε το δέντρο με το πιο κοντινό παράθυρο, του οποίου το παντζούρι και το τζάμι ήταν κουφωτά χειμωνιάτικα. Προφανώς το μήκος του καλωδίου ίσα που έφτανε, διότι ήταν τεντωμένο στον αέρα.
Σήμερα ένα τέτοιο στόλισμα θα έβγαζε πολύ γέλιο. Τότε όμως, ήταν κάτι το εντελώς εξωπραγματικό. Δεν ήταν μόνο το απροσδόκητο θέαμα ενός λαμπερού δέντρου σε μια σκοτεινή γωνιά του μικρόκοσμου μου, που για πρώτη φορά από γενέσεως κόσμου φωτιζόταν. Ήταν κυρίως η αίσθηση της εξόδου του ηλεκτρικού απ’ τα σπίτια, μιας εξόδου συνοδευμένης από χρώμα και λάμψη. Σε μια κοινωνία περιορισμένων πόρων όπου η φειδωλή χρήση τους ήταν κανόνας επιβίωσης, μια τόσο προκλητική σπατάλη έφτανε στα όρια της ύβρεως. Δέκα λάμπες να ανάβουν μαζί, όταν κανένα σπίτι δεν είχε πάνω από τρεις ή τέσσερις για όλα του τα δωμάτια; Απίστευτο. Και μάλιστα ν’ ανάβουν μόνο για ομορφιά, όχι για να υποβοηθήσουν κάποια ουσιώδη ανθρώπινη δραστηριότητα; Να λάμπουν μόνο για να κάνουν πιο λαμπερή μια γιορτή; Ανήκουστο. Δηλαδή κάποτε οι δρόμοι, τα δέντρα και οι αυλές του χωριού μας θα μπορούσαν να φωτιστούν από πάνω ως κάτω, μόνο για να ομορφύνουν τη ζωή μας; Εξωφρενικό. Ήταν μια υπόσχεση μελλοντικής ευμάρειας που σάρωνε το παρθένο παιδικό μυαλό μου και με απογείωνε.
Εκεί λοιπόν ξαναγύρισε η μνήμη μου χθες το βράδυ, ενώ οδηγούσα στους δρόμους της Αθήνας. Και μετά έβαλα άθελα μου σε γρήγορη κίνηση τα σαράντα πέντε χρόνια που ακολούθησαν εκείνη την παιδική αίσθηση κι είδα τον μεγάλο κύκλο της ζωής μου μέσα από μια σειρά χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Κι είδα τις πενταετίες να περνούν με ταχύτητα από μπροστά μου και τους μπογιαντισμένους γλόμπους να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και να γίνονται δισεκατομμύρια χρωματιστά λαμπιόνια.
Μικροσκοπικά φωτάκια όλων των χρωμάτων και των τεχνολογιών που σκέπασαν τα πάντα αναβοσβήνοντας ακατάπαυστα. Φυλλωσιές και κορμούς και θάμνους και παρτέρια και δρόμους και πλατείες και μπαλκόνια και προσόψεις και βιτρίνες και ταράτσες και γερανούς και κεραίες. Κι είδα τις μπάντες κάτω απ’ τα λαμπιόνια και τις γιορτές και τις ανάποδες μετρήσεις και τους λαμέ τραγουδιστάδες πάνω στις υπαίθριες πίστες και τους Αγιοβασίληδες και τους ταράνδους και τις χιλιάδες τσάντες τις γεμάτες ψώνια.
Κι είδα τα ψηλότερα πλαστικά δέντρα της Ευρώπης και τα Βαυαρικά χωριά στις πλατείες γεμάτα ζαχαρωτά και τα τεχνητά παγοδρόμια και τα καρουζέλ με τις μουσικές και τα μεθυστικά σκαμπανεβάσματα. Κι είδα τους χείμαρρους του φωτός στα τερατώδη εμπορικά κέντρα και τις ατέλειωτες ουρές για τις Αράχωβες και τα Καρπενήσια και τα Καϊμακτσαλάν, κι είδα τα τούνελ χιλιομέτρων από φωτεινά πλουμιά στις οροφές των δρόμων ν’ αντιφεγγίζουν στα παρμπρίζ των οδηγών. Κι είδα τα Μιλένιουμ, τις Ολυμπιάδες, τα βεγγαλικά, τα ψηφιακά φωτεινά δάκρυα, τις τσόχες, τα καζίνο, τα πούρα κι άκουσα τις φιλαρμονικές και τους κρότους απ’ τους φελλούς που εγκατέλειπαν τα μπουκάλια της σαμπάνιας, μαζί με τα χαρούμενα επιφωνήματα που τους συνόδευαν.
Και πάνω που βεβαίωνα τον εαυτό μου πως σωστά είχα αντιληφθεί το μήνυμα του πρώτου φωτεινού μου δέντρου, κάτι έγινε εκεί πάνω στο γαμημένο τιμόνι και διαπίστωσα πως δε μπορούσα να τη φρενάρω τη γρήγορη κίνηση της ζωής μου. Και ξαφνικά, μέσα σε τρία μόλις τηλεοπτικά καρέ, διαπίστωσα με φρίκη πως έσβησαν απότομα όλα. Σχόλασε η τζούφια γιορτή σα να ήταν ζωγραφιά σε νερό. Κι είδα σε χρόνο μηδέν τους διακόπτες να κατεβαίνουν και τα δέντρα να μένουν κατασκότεινα και τα πλουμιά στους δρόμους να παρασέρνονται απ’ τον αέρα και τα μαγαζιά να κλείνουν και τις βιτρίνες να γίνονται ρημαδιό και τους ανθρώπους αντί για ψώνια να κρατάνε διαβατήρια τρέχοντας να ξεφύγουν απ’ αυτό τον σκοτεινό λυπημένο τόπο.
Κι είδα τη ζωή μου να κάνει έναν κύκλο απότομο, βίαιο, απρόσμενο και να ξαναγυρίζει στην αρχή. Μόνο που τώρα δεν ήμουν εγώ σ’ εκείνη τη βασανιστική νέα έναρξη, αλλά τα παιδιά μου. Μα την Παναγία σας λέω, τα είδα καθαρά τα παιδιά μου, πεντάχρονα κι εξάχρονα, να βγαίνουν νύχτα από το σπίτι και να τρέχουν προς την αυλή του Γιώργου του μπακάλη, για να ξαναδούν εμβρόντητα ένα φωτισμένο δεντράκι με άγαρμπα μπογιαντισμένους γλόμπους. Και γούρλωσα τα μάτια πάνω στο τιμόνι και προσπάθησα να τους φωνάξω να γυρίσουν πίσω γιατί αυτά τα έζησα εγώ κι εκείνα δικαιούνταν άλλα πράγματα καινούρια, μα η φωνή μου δεν έβγαινε. Γιατί καμιά ύστερη φωνή δεν αποτρέπει την ιστορία που ξαναγυρίζει απ’ την αρχή ως φάρσα ή ως τραγωδία.
Κι αναρωτήθηκα με μουγκό πανικό πως έγινε όλο τούτο και γιατί. Αφού το τρένο που ερχόταν τότε για να με πάρει προς το μέλλον, ήταν τόσο αληθινό και οι κατάφωτες πολιτείες που έσερνε πίσω του ήταν τόσο όμορφες, τόσο λαμπερές. Γιατί; Και μετά μου καρφώθηκε λέει η ιδέα, πως στη σκεπή του τρένου καθόταν ένας ποιητής, ξεπαγιασμένος και δύσθυμος, που μου φώναζε, που με προειδοποιούσε… Μα ήταν τα φώτα του μέλλοντος τόσο έντονα, που δεν τον είδα.