Στο super market που επισκέπτομαι οι κυρίες στα νωπά -ξέρετε, αλλαντικά, τυριά, κρεοπωλείο- είναι όλες πάνω από 50 και είναι… μάγισσες. Τσακισμένες από την ορθοστασία, με ανατομικά σαμπό οι περισσότερες, αλλά μόνιμα ευγενικές, χαμογελαστές και με μια σπάνια συγκινητική ικανότητα να σε αναγνωρίσουν. «Καλώς την!», μου λένε και γελούν τα μάτια τους σαν να με περίμεναν.
Τις αγαπάω τις κυρίες πίσω απ’ τα ψυγεία. Και τις άλλες στους διαδρόμους και εκείνες στα ταμεία. Αλλά οι κυρίες στα ψυγεία είναι η ησυχία μου. Στα πέντε λεπτά της αναμονής τις παρατηρώ, τις σκέφτομαι από τη στάση του λεωφορείου μέχρι όρθιες με το κλειδί τους στην είσοδο του σπιτιού μετά τη βάρδια. Τι να υπάρχει πίσω απ’ την πόρτα; Μα, κυρίως, τι -άραγε- να λείπει;
Γράφω αυτές τις λέξεις γιατί δεν έχω ακόμα το θάρρος να περάσω μέσα απ’ τα ψυγεία και να τις πάρω αγκαλιά ως η τρελή του super market, για εκείνο το «ευχαριστώ» που δεν είναι της εξυπηρέτησης, αλλά της ανάγκης. Της δικής μου ανάγκης να τους πω «ευχαριστώ» για αυτό που βλέπω. Για το μάθημα αξιοπρέπειας.
Θα πείτε πως ο κόσμος εδώ (κυριολεκτικά εδώ) χάνεται, αποσταθεροποιείται ό,τι μας αφορά. Τι γράφεις; Σας είπα… Οι κυρίες στα νωπά είναι η ησυχία μου. Και όσο τέτοιες μέρες λέγονται και γράφονται τόσα, το μόνο που με ησυχάζει είναι η επιμονή της συνέχειας των πραγμάτων. Ακούραστα αυτές τις μέρες των εορταστικών ωραρίων στέκουν εκεί για το τέταρτο της καπνιστής και του άπαχου.
Υ.Γ.: Ξέρω πως κάποιες αναγνώστριες θα πουν ότι μια γυναίκα πάνω από 50 δεν είναι δα και τόσο μεγάλη. Μεγαλώνοντας καταλαβαίνω κι εγώ τον χρόνο και τις συναρτήσεις. Πιστέψτε με, μια γυναίκα πάνω από 50 στα νωπά είναι μια κουρασμένη γυναίκα.