Protagon A περίοδος

Τα τραγούδια των Αγίων

Η κοπέλα που αγαπούσε, ταξίδευε μια φορά τουλάχιστον την εβδομάδα με το λεωφορείο της γραμμής για Αθήνα. Εκείνος νοίκιαζε ταξί κι ακολουθούσε. Η ίδια δεν είχε ιδέα.

Θοδωρής Γκόνης

Την αγαπούσε. Κανείς δε γνώριζε πόσο. Η ίδια δεν είχε ιδέα.

Το πρώτο που έκανε ήταν να δωροδοκήσει τον υπεύθυνο στα εκδοτήρια εισιτηρίων του Κ.Τ.Ε.Λ. Είχε τους λόγους του. Η κοπέλα που αγαπούσε, ταξίδευε μια φορά τουλάχιστον την εβδομάδα με το λεωφορείο της γραμμής για Αθήνα. Η θέση που θα της έδινε ο υπάλληλος, έπρεπε να είναι πάντα από την αριστερή πλευρά, παράθυρο και, ει δυνατόν, στο κέντρο, πράγμα που ευνοούσε τα σχέδιά του. Το διπλανό της κάθισμα φρόντιζε να μένει ελεύθερο και για το λόγο αυτό αγόραζε  ο ίδιος το εισιτήριο. Εκείνος νοίκιαζε ταξί κι ακολουθούσε.

Για ολόκληρη τη διαδρομή είχε τη στρατηγική του. Προπορευόταν, συνόδευε, ακολουθούσε. Ξεκινούσε πρώτος, προπομπός, σημαιοφόρος του πάθους του, υποχρεώνοντας τον οδηγό του ταξί -που προνοούσε να κλείνει από νωρίς- να χτυπάει το κλάξον δυνατά και παρατεταμένα τρεις φορές σα βαπόρι που σαλπάρει. Πίσω ακολουθούσε το λεωφορείο με το ακριβό του φορτίο. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έως τα στενά των Δερβενακίων, προπορευόταν, εκτός από τα ελάχιστα εκείνα σημεία, όπου τι χαρά, τι αγαλλίασις, φάρδαινε αίφνης ο δρόμος, επιτρέποντας να ταξιδεύουν παράλληλα. Τότε, ενεργοποιώντας το σχέδιό του, υποχρέωνε τον οδηγό του ταξί να κόβει ταχύτητα, έτσι ώστε να ταξιδεύουν, έστω και για λίγο, δίπλα – δίπλα. Κατέβαζε το τζάμι του, άπλωνε το χέρι και έπιανε, χάιδευε σχεδόν, τα πλευρά του λεωφορείου, ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρο εκείνο, το πιο φωτεινό, στο οποίο η αγαπημένη του ακουμπούσε το μάγουλό της, ρεμβάζοντας ανυποψίαστη. Που και που κουνούσε το χέρι του σα μαντηλάκι λευκό. Δεν τον ένοιαζε που εκείνη ποτέ δεν τον είδε, ποτέ δεν του χαμογέλασε. Αντίθετα, αυτός της χαμογελούσε γλυκά, μπερδεύοντας τους χτύπους της καρδούλας του με το τικ – τακ του ταξίμετρου. Τότε ήταν που ξεκινούσε ένα μουρμούρισμα, ένα σκοπό σαν προσευχή παρά τραγούδι, αλλά τόσο ψιθυριστά, τόσο βαθιά, τόσο από μέσα του, που ποτέ κανείς δεν μπόρεσε να ακούσει, να καταλάβει τα λόγια εκείνα. Λέξεις μικρές, κομματιασμένες, άγνωστες σε εμάς που δεν νοικιάσαμε  ποτέ ταξί για αυτές τις διαδρομές. Λέξεις παράξενες, ακατάληπτες, ανώνυμες, σαν τα τραγούδια των Αγίων.

Άρχιζαν οι στροφές, ο δρόμος στένευε, το ταξί έπρεπε να κόψει ταχύτητα και να ακολουθήσει. Μέχρι τον Ισθμό. Εκεί οπωσδήποτε έπρεπε να είναι στο πλάι της. Ήταν η καλύτερη στιγμή του. Την περίμενε πως και πως, στοιχημάτιζε αν θ’ ανέβαινε ή θα κατέβαινε βαπόρι. Αν ανέβαινε στον Κορινθιακό, αυτή θα του χαμογελούσε, αν κατέβαινε στο Σαρωνικό, θα αδιαφορούσε. Κορώνα – γράμματα. Πάντα κατέβαινε.

Μετά τον Ισθμό ο δρόμος φάρδαινε, μεγάλωνε, περνούσε ξανά μπροστά, οδηγούσε, άνοιγε το δρόμο, στις επικίνδυνες στροφές ειδοποιούσε. Κακιά Σκάλα είναι αυτή, τόσα και τόσα έχουν συμβεί. Στο κρεβάτι του Προκρούστη, στη χειρότερη στροφή, τη γεμάτη προσκυνητάρια, το ταξί σχεδόν μηδένιζε την ταχύτητά του, ώστε να αναγκάσει το λεωφορείο που ακολουθούσε να πηγαίνει αργά. Μέγαρα, Ελευσίνα, Ασπρόπυργος, έως το Δαφνί, δίπλα -δίπλα, λεωφορείο, ταξί χεράκι -χεράκι.

Στο Δαφνί, ήταν η τελευταία του ευκαιρία. Κατέβαζε πάλι το τζάμι και τη χάιδευε, τη χαιρετούσε για τελευταία φορά. Εκεί ήταν που κάποτε αυτή κοίταξε προς το μέρος του και σα να του χαμογέλασε, σα να τον είδε. Ίσως όμως και να του φάνηκε. Στον Ισθμό το βαπόρι κατέβαινε, ή μήπως έκανε λάθος;

Από το σημείο εκείνο μέχρι το τέλος της διαδρομής, ακολουθούσε μελαγχολικός. Στον Κηφισό, στα πρακτορεία, το ταξί στάθμευε διακριτικά, παράμερα, μέχρι να κατέβουν όλοι οι επιβάτες. Την έβλεπε να παίρνει τις αποσκευές της και να χάνεται μέσα στην πολυκοσμία. Τότε ο οδηγός του ταξί, χωρίς αυτός να του πει τίποτα, έβαζε μπρος και  έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής.