Όντας κινάω για νά ρθω, χιόνια και βροχές,
κι' όντας γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.
Σελώνω τάλογό μου, ξεσελώνεται,
ζώνομαι το σπαθί μου και ξεζώνεται,
πιάνω γραφή να γράψω και ξεγράφεται…
Όταν ξυπνάς, ας πούμε, το πρωί. Το τσάι. Πίνεις τσάι; Ποιος το φτιάχνει; Εσύ; Πού; Πίνεις το τσάι βιαστικά και μιλάς στο τηλέφωνο ή διαβάζεις κάτι τι, να μην ξεχνιέσαι, να μην με ξεχνάς, διαβάζεις δυο στιχάκια, μια αράδα κάτι αγαπημένο –κεντρίζεις την αγάπη σου και άρα είμαι εκεί μέσα; Προλαβαίνεις; Τί διάβασες εχτές πρωί πρωί με το τσάι; Πίνεις τσάι; Σκέτο ή με δυόσμο; Ποιος αγοράζει τον δυόσμο; Από που;
Το πουκάμισο. Τα ρουχαλάκια σου. Είναι εκεί τα πουκάμισα, είναι τα βαμβακερά. Το άσπρο, τα χρωματιστά που τα γελώ, το μαύρο. Το άλλο της χλωρίνης το πείραγμα, με τα κουμπάκια –Σού είναι καλό. Δέν σου είναι; Τα σαπούνια, τα σαμπουάν. Τα σφουγγάρια; Χρειάζεσαι σφουγγάρια; Σου έχω φέρει τρεις φορές. Γαλάζιο. Αγοράζεις ωραία σαπούνια; Προλαβαίνεις;
Μην κάνεις έτσι. Ησύχασε λιγάκι, παρασύρεσαι, ενθουσιάζεσαι, θυμώνεις, εύκολα θυμώνεις, ενθουσιάζεσαι εύκολα.
Γελάτε; Τα βράδια λέω, με παρέες ίσως, βέβαια, θα γελάτε. Ε, τι, να μην γελάσεις κιόλας, τι, με τόση δουλεία τόχεις ανάγκη να ξεδώσεις… Δεν πίνεις όμως. Πίνεις; Τρως τα βράδια; Ας μην τρως τα βράδια… και κρασιά και… ας μην… Που να διαβάσεις βέβαια τα βράδια. Με τόση κούραση, τι να σου κάνει και το μυαλό. Τα ρούχα, τα βιβλία σου. Το μαξιλάρι.
Έχουνε εκεί εκμέκ παγωτό; Εκμέκ παγωτό;
Τα βράδια μου τηλεφωνάς τα βράδια. Μια φορά,που περπατούσες στο λιμάνι και μιλάγαμε – έλεγες εκείνα τα διαολεμένα αστεία που με τσιγκλάς και μετά τα γυρίζεις; Αυτά -και έλεγες πως, δεν γελάει κανείς εκεί. Θυμάσαι; Ότι μονάχα τα πληρώματα απ’ τα σκάφη, οι Αιγύπτιοι απ' τα σκάφη, αυτοί μόνο γελάνε… και πράγματι τους άκουγα κι εγώ… Ήτανε Μάιος, δεν ήταν; Ο πρώτος Μάιος, ο δύσκολος, ο παράνομος, ο κυνηγημένος.
Απλώς που, είχανε δημοτικά εχτές στην πλατεία – ένας σύλλογος –και λέγανε «κι ο γιαλός κάνει φουρτούνα και σε πάρει και χαθείς…» και μετά λέγανε «πρώτο φιλί αναστέναξε, δεύτερο τον πλανάει, τρίτο φιλί φαρμακερό κι εμένα λησμονάει…» και εξηγούσε μία λαογράφος, πως τα τραγούδια αυτά, της ξενιτιάς, είναι βαθειά χαραγμένα στην μνήμη του λαού μας, και η μνήμη του λαού μας έπεσε όλη επάνω μου να με φάει εχτες, να μου πάρει την ανάσα, να μου βγάλει την ψυχή μια ώρα αρχύτερα… Ήπια μετά μια μπύρα και μου κατέβηκε ένα κλάμα και μετά λέω, γιατί φέτος δεν κάνετε κι εσείς ένα τέτοιο αφιέρωμα –τόσο το καλλίτερο που δεν γελάνε εκεί, ο κόσμος, θα κλαίνε με την ψυχή τους, και όταν, αν φύγεις, θα έχουνε πια καθαρίσει, θα έχουνε αδειάσει, θα τους αφήσεις καινούργιους, θα είναι έτοιμοι πια, να μάθουνε να γελάνε οι άνθρωποι οι καημένοι, όταν, όποτε, αν τελειώσεις την δουλειά σου μαζί τους και κατέβεις, ανέβεις προς τα κάτω προς τα πάνω πια…
Εκτός από τους Αιγύπτιος, γελάει και ο Αργύρης. Έτσι είπες.
Όμως εμείς, μαζί, γελάμε.
Πολύ. Ε;