Place Vendôme, Xριστούγεννα | google images
Protagon A περίοδος

Τα πέντε αστέρια της Βηθλεέμ: Place Vendôme

Σωτήριον έτος 2006, στην αλλαγή προς σωτήριον έτος 2007 το Κουτάβι κι εγώ καταφτάνουμε στην υπέρλαμπρη πρωτεύουσα του εξαγώνου για πεντάστερο ρεβεγιόν...

Αύγουστος Κορτώ

(Σημείωση του συγγραφέα. Τα γεγονότα που ακολουθούν έλαβαν χώρα προ κρίσης, όταν αλωνίζαμε με τις πιστωτικές θεωρώντας ότι θα τις πληρώσει κάποια στιγμή η καλή μας νεράιδα. Ακόμα την περιμένουμε την άχρηστη…)

Σωτήριον έτος 2006, στην αλλαγή προς σωτήριον έτος 2007 (παραμονές Πρωτοχρονιάς, τουτ’ έστιν) το Κουτάβι κι εγώ καταφτάνουμε στην υπέρλαμπρη πρωτεύουσα του εξαγώνου (που ακούγεται σα σοροπιαστό ταψιού αλλά είναι στην πραγματικότητα η Γαλλία), για πεντάστερο ρεβεγιόν – ελέω εργοδοσίας και πιστωτικών καρτών. Εγώ να τρέμω απ’ τη συγκίνηση σα φραπεδιέρα χειρός, το Κουτάβι εκ φύσεως ψύχραιμο και μπλαζέ, σα να πήγαινε Μπαξέ-Τσιφλίκι αντί για το ξενοδοχείο-θρύλο, που ενέπνευσε μέχρι και τραγούδι του Ίρβινγκ, και όπου η αειμακάριστος λαίδη Νταϊάνα εθεάθη για τελευταία φορά ορθή προτού περάσει στην αιωνιότητα τάβλα, όπως περνούμε ούλοι δηλαδή, μονάχα που εμείς οι κοινοί θνητοί δε θά’ χουμε τον Έλτον Τζον να γαργαλάει το πιανάκι και να ρίχνει δάκρυ με 70% περιεκτικότητα σε font de teint (ελληνιστί, στουμπέτσι για το γήρας).

Με το που μάς αφήνει το ταξί στην μπούκα του Ritz, μού συμβαίνουν δύο σκιαχτικά πράματα απανωτά: με το που πάω να αγγίξω το ταπεινό μου σακ βουαγιάζ, ξεχύνεται απ’ την είσοδο ένα πράμα ανάμεσα σε εύζωνα, ναύαρχο και πολεμιστή του Ναπολέοντα (που στέκει και σ’ αυτόν τον καυλό στο μέσον της πλατείας, και τα βράδια των εορτών τόν φωτίζουν πανταχόθεν προβολείς και προβάλλεται η σιλουέτα του στα σύγνεφα σαν του Μπάτμαν) και μού τ’ αρπάζει λες και πήγαινα να σηκώσω γυμνό καλώδιο΄ και συγχρόνως, πάνω πού’ χω μείνει χωρίς βαλίτσα κι αυτοσεβασμό (καθ’ όσον, τι βλάχος είμαι, που διανοήθηκα να σηκώσω αποσκευή ιδιοχείρως στη μπούκα του Ritz;) ακούω πίσω μου ασιατικές στριγγλιές – αλλά μιλάμε για τσιρίδα τώρα, να σού σηκωθεί η πέτσα – και γυρνώντας βλέπω ένα τσούρμο Ιαπώνων να φωτογραφίζουν ολολύζοντας. Παρ’ ότι δε έχουν κυκλοφορήσει κανά-δυο βιβλιαράκια μου στα γαλλικά, δεν είμαι τόσο παλαβός να νομίσω ότι βγάζαν εμένα (το στοιχειό της Νταϊάνα φωτογράφιζαν οι άνθρωποι), ωστόσο πήγα να ακκιστώ, μη σού πω και να ποζάρω, καθ’ ότι μέσα μου είχε φουντώσει μια ξιπασιά της βαθιάς επαρχίας, που μού υπαγόρευε να πάρω πόζα νωχελική και ύφος που να λέει: ‘Τραβήχτε και δέκα φιλμ, έτσι, πάρ’ τε με κι από αριστερά να μη φαίνεται η ελιά στη μύτη, διότι εσείς πτωχοί τουρίσται τό φωτογραφίζετε, κι εγώ οσονούπω θα κάνω ποδόλουτρο στη σουΐτα μου.’ Ωστόσο το Κουτάβι, ξεχειλίζοντας πνεύμα δημοκρατίας και διαφωτισμού, παρενέβη και μέ τράβηξε παραπατώντας στο λόμπι.

Η γενιά μου θα θυμάται ίσως την σκηνή της αλήστου μνήμης ταινίας Big Buisness, όπου η Μπέτι Μίντλερ, άρτι αφιχθείσα εκ Τζούπιτερ Χόλοου (βλ. Χεζόλακκος), με το που μπαίνει στη σουΐτα που κονόμησαν κατά λάθος στο Πλάζα αυτή κι η ξινή αδερφή της, αρχίζει να βγάζει άναρθρες κραυγές – με τα σαπουνάκια, τις κουρτίνες του ντους, με τα πάντα γενικώς. Ε, αν εξαιρέσεις ότι εγώ ένεκα τα τρία πακέτα ημερησίως η κραυγή μου γύριζε σε τσιγαρόβηχα, έτσι ακριβώς ήμουν κατά το πρώτο δίωρο: ό,τι έβλεπα (τους υπαλλήλους στο γκισέ, τα στρατηγικά φθαρμένα χαλιά, το μπαρ όπου έπινε ο Χέμινγουεϊ – και πλήρωνε η Γερτρούδη Στάιν) αμόλαγα κι ένα πνιχτό «Α! Κουτάβι! Δες! Δες! Κοίτα!» και μετά δώσ’ του γκάχα-γκούχα. Το προσωπικό, καίτοι μειλίχιο, πρέπει να θορυβήθηκε (σού λένε, θα μάς μείνει στα χέρια ο χτικιάρης ο αξύριστος), ιδίως ο υποπλοίαρχος που μάς ανέβασε στη σουΐτα, γιατί εκεί να δεις κραυγή. Μέχρι να γίνει το νταλαβέρι και να μάς δείξει ο άνθρωπος τα αυτονόητα (Από’ δω το κρεβάτι, από κει ο καναπές, η διεύθυνση θα τό εκτιμούσε δεόντως αν δεν ξηλώνατε φεύγοντας και τα πόμολα για ενθύμιον) εγώ είχα βγάλει την ψηφιακή κι είχα γεμίσει την κάρτα΄ χωρίς υπερβολή: έχω γύρω στις είκοσι φωτογραφίες του μπιντέ, γιατί τώρα λίγο τό’ χεις να πλένεις τον απαυτό σου με νερό που ξερνάει απ’ το λεπτεπίλεπτο ράμφος του επίχρυσος κύκνος;

Άπαξ λοιπόν και έκαμα το λουτρό μου με άλατα και body water και body butter και body lakerda, και επειδή το Κουτάβι είχε σιχτιρίσει ν’ ακούει το ‘Puttin’ on the Ritz’ που τραγουδούσα με στεντόρεια φωνή, είπαμε να κατεβούμε να βρέξουμε τους καταπιώνες μας στο θρυλικό μπαρ του ξενοδοχείου, εκεί όπου άλλοτε έκαιγε τα συκώτια της όλη η καλή κοινωνία – όχι τίποτ’ άλλο, αλλά αρχές 2008 στη Γαλλία είχαν αναγγείλει ότι το τσιγάρο πάπαλα, κι έτσι θά’ μασταν οι τελευταίοι ρεβεγιονιστές που θα σπιλώναμε με τα βρομοτσίγαρά μας τις άμωμες πορσελάνες των σταχτοδοχείων (αν κι εμένα αυτά μού φαίνονται αφύσικα πράγματα, δηλαδή άμα σκάσει τώρα η Μαντόνα και βγάλει μια πουράκλα φυτική, που τήν έχει ευλογήσει αρχιιερέας της Καμπάλα, και πάει να τήν ανάψει, θα’ ρθουν δηλαδή και θα τής πούνε ‘Σβήσ’ το μωρή λάμια;’) Καθόμαστε το λεπόν, φέρνει κι ένας αρχικελευστής μια μπουκάλα Εβιάν μαζί με τρία διαολεμένα μπολ (ένα με κάσιους, ένα με ξερές παπάγιες, κι ένα τρίτο με μύγδαλο καβουρντισμένο και αλατισμένο να τρώει η μάνα και το παιδιού να μη δίνει, που είδα κι έπαθα να μην ορμήσω να τά χάψω αμάσητα σαν τον λιμάρη), κι ανοίγω το μενού. Το αίσθημα όταν αντίκρυσα τις τιμές ομοιάζει με πατρός που τρώει τα νύχια του στο μαιευτήριο, περιμένοντας να σκάσει μύτη το μονάκριβο σπλάχνο του, αν βγει η μαμή και τού πει ότι η γυναίκα του μόλις έκανε μια αρμαθιά υγιέστατα τετράδυμα – σού γίνεται το αίμα νερό, αλλά και τι να πεις; Καθ’ όσον τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, και ο καφές εκεί όπου άλλοτε έξυνε την κασίδα της η Κοκό Σανέλ έκανε κανά εικοσάρι, και για τα τρία με τέσσερα Τάνκερεϊ- τόνικ πού’ χα ανάγκη εκείνη τη στιγμή για να στανιάρω, θα έπρεπε να αφήσω υποθήκη τον αριστερό μου νεφρό και τον δεξιό μου όρχι. Επειδή λοιπόν εκκρεμούσαν και ψώνια, κι άλλα ψώνια (χώρια τα ψώνια), καταλήξαμε στο φτηνότερο κόκκινο κρασί, εικοσιδύο το ποτήρι. Οπότε περνάει μισό λεπτό και αντί του αρχικελευστού επιστρέφει ο μετρ με το σμόκιν. Εγώ τόν βλέπω και κατεβάζω άντερο, διότι λέω, πάει, αυτό ήταν, θα’ ρθει τώρα και θα μού πει, «Monsieur, το ξιδόκρασο που ζητείτε δεν τό’ χουμε για να τό πίνουμε, τό’ χουμε για να τό φτύνουμε – alors, όξω ψωρίλε!» Μόνο που αντ’ αυτού μάς κάνει έναν τεμενά και απολογείται εκ βάθους καρδίας, ότι το εν λόγω κρασί τελείωσε, μα θα θέλαμε μήπως να δοκιμάσουμε ένα Pinot Noir του ’81; Και νά’ σου από πίσω ο αρχικελευστής με το κρασί του ογδονταένα. Όπως έλεγε κι η μαμά του Persil Express, ‘Τέτοιες ώρες, τι μπορείς να κάνεις;;;’ Ήταν και νέκταρ το κρασί, οπότε λέμε ας πάει και το παλιάμπελο, μάς σερβίρουν λοιπόν το κρασί το συνομήλικο του Κουταβιού, εγώ να θέλω να πεταχτώ στη ζούλα να ξαναδώ στο μενού πόσο τό’ χουν, να ξέρω αν πρέπει να τηλεφωνήσω στον πατέρα ή στην πρεσβεία για άσυλο – μέχρι που φωνάζω να πλερώσω, και μού λέει ο αρχικελευστής ευγενέστατος ότι, αφ’ ης στιγμής δεν είχαν το Bordeaux που ζητήσαμε, το Pinot κερασμένο (που λες, δεν ήξερα να ζήταγα μπουκάλι;)

Με τέτοια παρόμοια ευτράπελα κύλησε η ονειρική εβδομάδα εις Παρισίους – μονάχα που, παρά τις εξαλλοσύνες στη Saint-Honoré (όπου εθώπευσα ριχτάρι τσιντσιλά αξίας 36.000 ευρώ, και γκούρλωσα το μάτι ενώπιον Μπέικον – ζωγράφου, ουχί φαγώσιμου – φρεσκοπουλημένου έναντι 14,5 ψωροεκατομμυρίων [μα γιατί να μην πιάνει και μένα λίγο το χέρι μου στα εικαστικά;;;]), παρά τις πάντα μαγικές βόλτες κατά μήκος του Σηκουάνα και το πρωτοχρονιάτικο σύστριγγλο στην Concorde (απ’ όπου επιστρέψαμε με μένα τύφλα, να γκαρίζω στους ενοίκους των επίζηλων διαμερισμάτων-παλατιών της Ριβολί «Bonne Année!!!» – σε ελεύθερη απόδοση: «Στους γιατρούς να τά φάτε!») οι πλέον σπαρταριστές μου αναμνήσεις έχουν να κάνουν με το ίδιο το Ritz, και την αναντίρρητη – έστω και κάπως παλιακή – σαγήνη του: τα βαριά, φθαρμένα μα καλογυαλισμένα ασημικά του με το οικόσημο (που κολάστηκα για νά’ μαι ειλικρινής, χώρια η ασημένια καφετιέρα, αλλά άντε τώρα να σουφρώσεις δώδεκα κιλά γκουμούτσα – και τι θά’ λεγα στο ρουμ σέρβις; «Χίλια συγγνώμη, κάπου μού’ πεσε και δεν τη βρίσκω»;) Οι δυο νεότατες και καλλονές καμαριέρες, που συνέλαβα επ’ αυτοφώρω, με το καλσόν – για να μη φθαρούν τα χαλιά; επειδή είχαν πρηστεί τα ποδάρια τους απ’ το μεροδούλι, ανάθεμα την οικονομική ανισότητα του άτιμου ντουνιά; – να παίζουν περιχαρείς με το Αρνί, που είχε βαρεθεί τις βόλτες κι είχε κάτσει να δει Bones στο DVD, και μυήθηκε στον έρωτα από δύο (2) καμαριέρες ταυτοχρόνως. Τη θεϊκή υπόγεια θολωτή πισίνα, που απ’ τη χαρά και την ταραχή μου με το που τήν αντίκρυσα βούτηξα με το κεφάλι χωρίς πρώτα να βγάλω τσιγάρα κι αναπτήρα απ’ την τσέπη του μαγιό (Ceçi n’ est pas une pipe), το κρεβάτι με τον ουρανό και τ’ άστρα και το πάπλωμα που όταν έπρεπε να τ’ αποχωριστώ μού’ ρθε κλάμα σαν του μωρού που τού παίρνουν την πιπίλα, το τουριστομάνι που φωτογράφιζε αβέρτα τη στολισμένη σα λατέρνα είσοδο – κάθε φορά που έβγαινα τσεκαριζόμουν για ρυτίδες και υπολείμματα τσίμπλας, λες κι ήμασταν το δίδυμο Μπραντζελίνα – κι αυτό το μπάνιο, ω Θεέ, με την ντουσιέρα διαστάσεων παρτούζας και τους χρυσούς τους κύκνους κι εμέ το ασχημόπαπο στη μέση, που μού πήρε μια βδομάδα να συμφιλιωθώ μετά με την ταπεινή μπανιερούλα των Εξαρχείων, ώσπου το Κουτάβι απείλησε να μέ βγάλει στο μπαλκόνι και να μέ λούσει με τη μάνικα.

Και βέβαια, το ανώτερο όλων – πιο ηδονικό κι από φωτογραφίες, ώρες-ώρες κι απ’ την ίδια την ανάμνηση΄ το νά βρίσκεσαι ενώπιον ξιπασμένου τινός ανάλογου με την αφεντιά μου, που σού κουνιέται για τα πόσα έσκασε στην τάδε και δείνα Κυκλάδα, κι εσύ, ατάραχος, μ’ ένα ‘Πιφ!’ στο βλέμμα κι ένα ‘Μωρ’ τι μάς λες;’ στο φρύδι, να αφήνεις να εννοηθεί (πλαγίως, καθ’ ότι ντροπής πράματα) ότι έχεις πρωτοχρονιάσει σε σουΐτα τετραγωνικών ευρύχωρου διαμερίσματος, με τον Μέγα Ναπολέοντα φάτσα φόρα…