Έχω δει τον κόσμο όλο, μονολογεί.
Το τρένο επιστρέφει απ’ τους νεκρούς μ’ έναν δυνατό κραδασμό και, σαστισμένη, βγάζει μια πνιχτή κραυγή˚ από τότε που θυμάται τον εαυτό της, γαργαλιέται κι εκπλήσσεται εύκολα˚ σύνηθες χαρακτηριστικό των ανθρώπων που δεν έχουν γαργαληθεί αρκετά, που δεν έχουν βιώσει αρκετές εκπλήξεις.
Κατά μίαν έννοια, δεν έχει δει ούτε ένα απειροστό κομμάτι του κόσμου.
Ωστόσο ο κόσμος την έχει δει. Ο πλανήτης – ή τουλάχιστον ένα πλήθος των πρωτευόντων που τον κατοικούν – έχει γνώση της παρουσίας, του προσώπου της.
Ή μήπως όχι; αναρωτιέται. Καμιά φορά δεν είναι διόλου σίγουρη. Καμιά φορά νιώθει ασήμαντη σα μυρμήγκι, μικροσκοπική κι αδιάφορη σαν γράμμα πολυσύλλαβης λέξης στο τέλος ολοσέλιδης παραγράφου ενός ανυπόφορα επιτηδευμένου μυθιστορήματος. Ενός μυθιστορήματος (ω ναι, καμιά φορά φτάνει και σ’ αυτό το σημείο) σαν αυτά που έχει γράψει.
Πάψε επιτέλους, καταντάς γελοία, μονολογεί, ψέγοντας τον εαυτό της. Σταμάτα να κανακεύεις την κατάθλιψή σου. Πώς είναι δυνατόν να νιώθεις ακόμη ανασφάλεια για το έργο σου; Είσαι απίστευτο στερεότυπο.
Κοιτά τον άντρα που κάθεται δυο θέσεις παραδίπλα. Αυτός δε νομίζω να σε θεωρεί κακή συγγραφέα, έτσι δεν είναι;
Όχι, δε με θεωρεί κακή συγγραφέα, διότι δε με ξέρει. Και δε με ξέρει διότι δε θα ’μπαινε ποτέ στον κόπο να με μάθει, γιατί είμαι άσχημη και υπέρβαρη.
Πω-πω, κάποιος έχει νευράκια περιόδου. Κι άλλο στερεότυπο, κι άλλο ομφαλοσκοπικό καλαμπούρι: η περίοδός μου. Χα χα.
Είναι πενήντα οκτώ ετών.
Πενήντα οκτώ και νομπελίστρια. Μια χαρά, λέει στον καθρέφτη το πρωί˚ κάποιες μέρες˚ ή, μάλλον, κάθε μέρα.
Και δεν είναι ούτε υπέρβαρη, ούτε άσχημη. Το πρόσωπο και το σώμα της είναι εξόχως αδιάφορα. Γεγονός που θα ‘πρεπε να της δίνει αισιοδοξία, καθώς τα αδιάφορα πρόσωπο και σώματα έχουν την τάση να γερνάνε πιο αργά˚ το πέρασμα του χρόνου απαιτεί το μάτι του κτήτορα, και σε τέτοιες περιπτώσεις ο κτήτορας δε ρίχνει ούτε μισή ματιά.
Μολαταύτα, κάθε φορά που μνημονεύει το Νομπέλ της στον καθρέφτη, καταλήγει αναπόδραστα να σκέφτεται αυτό που πιστεύει ανέκαθεν: πως ό,τι έχει πετύχει, όποιο μεγαλείο έχει κατακτήσει κι ό,τι θαυμασμό έχει απολαύσει, όλα τους είναι ο καρπός της πιο χαμερπούς εξιδανίκευσης, ένα χρυσό μετάλλιο για την ανυπέρβλητη απωθητικότητά της. Αν ήμουν όμορφη δε θα ’γραφα βιβλία, μονολογεί, κι ο καθρέφτης δεν έχει τίποτα να πει επ’ αυτού.
Η μητέρα και Νέμεσίς της έλεγε για χρόνια, Βιβλία και πράσινα άλογα. Έκανε τη λέξη «βιβλίο» ν’ ακούγεται χυδαία. Τι προκοπή θα δεις από δαύτα, έλεγε, χίλιες φορές να μάθαινες να ψήνεις κανά φαΐ, γιατί δε μ’ άφησες ποτέ να σε μάθω να μαγειρεύεις δε θα το καταλάβω ποτέ.
Και η ανεπρόκοπη κόρη απόστρεφε το βλέμμα, και κατηγορούσε σιωπηλά τον εαυτό της για τα πατικωμένα σουφλέ και τα σκληρά σαν πέτρα κέικ που δεν είχε ψήσει ποτέ μα που ήταν σίγουρη πως θα προέκυπταν έτσι και δοκίμαζε να τα φτιάξει. Κι όσο αναλογιζόταν τις δύσμοιρες, αγέννητες λιχουδιές ένιωθε απέραντη λύπη, την οποία πάσχιζε να γιατρέψει σαβουρώνοντας τα κέικ της μητέρας της, που άγγιζαν ένα επίπεδο τελειότητας ανέφικτο για τα γραπτά της.
Θα ’πρεπε να’ ναι πανευτυχής τώρα πια, που οι αλλοτινές της αμφιβολίες διαψεύστηκαν. Έχει κερδίσει μιαν ακλόνητη θέση μεταξύ των αθανάτων, και μιαν εξαιρετικά προνομιούχα θέση μεταξύ των θνητών. Κοίτα χάρη, θα ’πρεπε να λέει, κομψή και υπεράνω με το καινούριο Σανέλ συνολάκι μου, να γεμίζω τις λογοτεχνικές μου μπαταρίες στο ηλιόλουστο Βερολίνο, μπανίζοντας τον γοητευτικότατο κύριο στην παραδιπλανή θέση, γκρίζα μαλλιά κι ελαφρώς γαμψή μύτη και υπέροχο θεληματικό πηγούνι και μπλε γυαλιά ηλίου, λες να’ ναι γκέι, ας ελπίσουμε πως όχι, μόνο πρόσεχε, μη σε τσακώσει να τον ζαχαρώνεις, αν και κακώς ανησυχείς, δεν πρόκειται να σε προσέξει, γιατί δε θα γύριζε ποτέ ούτε καν να σε κοιτάξει. Θλιβερό, θλιβερότατο.
Και να σκεφτείς πως αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισε να γυρίσει τον κόσμο.
Εξυπακούεται πως είχε κι αυτή το μερτικό της στον έρωτα˚ ένα σεβαστό μερτικό. Ως διαβαστερή κοπέλα που μισούσε τη μητέρα της, είχε διαπιστώσει από τρυφερή ηλικία την ακριβή σύνθεση που οφείλει να έχει το κράμα της αόρατης πανοπλίας μιας απωθητικής γυναίκας: έξυπνη, μα όχι απειλητική˚ αφοσιωμένη, μα όχι εξαρτητική˚ επιτυχημένη, μα σαν να μην πιστεύει πως το αξίζει.
Είχε υποφέρει φριχτούς πόνους ανάπτυξης προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα κλισέ των αντρών: σαστισμένη και τρομοκρατημένη αρχικά (Δε με γαμεί κανείς με τέτοια ασχήμια), παντογνώστης και μεγαλόψυχη στα τριάντα της (Σταμάτα να βλέπεις τους ανθρώπους σαν στερεότυπα, έχεις δημιουργήσει τόσους πλαστούς ανθρώπους, και ξέρω ότι άλλο η λογοτεχνία κι άλλο η πραγματικότητα, μα για όνομα του Θεού δείξε λίγη εμπιστοσύνη) ώσπου εντέλει βυθίστηκε σε νέα βάθη αυτοοικτιρμού κι απόγνωσης καθώς τα χρόνια περνούσαν και η συγγραφική επιτυχία παρέμενε το μόνο μέσο για το παραμικρό ψήγμα ευτυχίας (Καταπώς φαίνεται όντως έχω το αγάμητο.)
Ωστόσο, αν και σε καμία περίπτωση δεν την έλεγες ωραία, είχε περιέργως πώς, κατορθώσει να γνωρίσει πολλούς τύπους αντρών: τον Λατρευτικό Εστέτ, τον Ξελιγωτικό Τύραννο (σε ελάχιστες περιπτώσεις, δυστυχώς), και τον Τυφλό Εραστή. Οι Τυφλοί Εραστές ήταν η ειδικότητά της: άντρες που λάτρευαν το έργο και εν συνεχεία αποπειρώνταν να λατρέψουν τη Δημιουργό. Ήταν χυδαίο κι αξιοθρήνητο, αλλά μιας και οι άρρενες συγγραφείς το απολάμβαναν και με το παραπάνω, θα ’ταν κρίμα κι άδικο να στερηθεί ένα τόσο ηδονικό κακέκτυπο ρομάντζου. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει μόνη – δεν ήταν ο τύπος του ερημίτη με την πένα. Και κάθε γυναίκα λατρεύει ένα ποδόμακτρο. Μα ακόμα και μ’ αυτούς τους συντρόφους, έπειτα από ένα διάστημα, η αξιοδάκρυτη πραγματικότητα γινόταν προφανής: άντρες που της μαγείρευαν κι έτρεχαν ξοπίσω της σε λογοτεχνικά συμπόσια, που δυο-τρεις της είχαν κάνει μέχρι και πρόταση γάμου (Αυτό να δω και τι στον κόσμο!), κι ωστόσο όλη αυτή η υπερχείλιση πάθους εστιασμένη σ’ ένα γυναικόμορφο, ομιλούν βιβλίο, που φιλούσε με δισταγμό κι όργαζε με χάρη και μπορεί να τους εξασφάλιζε μιαν υποψία αθανασίας.
Το’ χε πάρει απόφαση. Κανείς κερατάς δε θα κατέληγε σε πιπεράτες βιογραφίες με τις δικές της πλάτες. Ήθελε να τη λατρεύουν απλώς και μόνον επειδή ήταν αξιολάτρευτη – σεξουαλικά αξιολάτρευτη, ένα αξιολάτρευτο κομμάτι κρέας, αξιολάτρευτα γαμήσιμο. Ήθελε να ζήσει έναν δεσμό που δε θα περιέγραφε σε βιβλίο της ούτε στους χειρότερους εφιάλτες της. Έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψει το μόνο της όπλο στον έρωτα.
Θα απελευθέρωνε τον εαυτό της απ’ την εξαίσια τυραννία των λέξεων.
Η μάχη ήταν οδυνηρή. Η φήμη της προπορευόταν της ιδίας˚ ένα πρόσθετο πέπλο, ένα κινούμενο σάβανο άψογα επιλεγμένων επιθέτων και συνωνύμων και μεταφορών κάλυπτε το πρόσωπό της σα σμήνος μαύρες μύγες που μισούσε και που καμιά φορά ήθελε να διώξει, αηδιασμένη, μα που ως επί το πλείστον δεν τολμούσε – ή δεν ήθελε – να πειράξει. (Για τη συνταρακτική ωραιότητα του λόγου της, έγραφε το περιλάλητο Δίπλωμα˚ και ήθελε να ουρλιάξει, Καλά, και για την ωραιότητα της συγγραφέως, τίποτα;;)
Ασφυκτιούσε μες σ’ αυτή την αναπαυτικότατη παγίδα. Οι εναλλακτικές της φαίνονταν εξίσου μάταιες˚ χρειαζόταν ακόμη περισσότερες λέξεις προκειμένου να εκλογικεύσει την κατάσταση, με αποτέλεσμα την κάτωθι σπαραχτικά μονότονη μάντρα,
(όσους δεν μπορούν να εκτιμήσουν το πνεύμα σου θα τους βαριόσουν ούτως ή άλλως κι ακόμα κι αν δεν τους βαριόσουν θα ’νιωθες τέτοιο μαλακισμένο φόβο που θα κάλυπτες με άλλη μια πατίνα ασχήμιας το άσχημο μούτρο σου γιατί είσαι σαν κακιά μάγισσα όταν πρόκειται για φλερτ παραδέξου το επιτέλους)
και όντως, έπρεπε να το παραδεχτεί: ήταν απελπιστικά εθισμένη σ’ αυτή την αυτοερωτική κι αυτοκαταστροφική ουσία που οδηγεί είτε στην απομόνωση της συγγραφής ή σε σποραδικά φλερτ με θαμπωμένους βιβλιοφάγους που πίνουν γαμοκαμπερνέ ακούγοντας τις γαλλικές γαμοσουΐτες του Μπαχ.
Η επιλογή των συντεταγμένων δεν ήταν εύκολη. Έπρεπε να αποφύγει την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και ολάκερη την Ασία (το να περιδιαβαίνει ως εύπορη τουρίστρια πλάι σε ανθρώπους που λιμοκτονούσαν της προξενούσε κολασμένες ενοχές)˚ επιπλέον, μιλούσε ολίγα ισπανικά και στην Ιαπωνία τα βιβλία της είχαν γίνει πολύ της μόδας τώρα τελευταία. Την Ιταλία, την Τουρκία και την Ελλάδα τις απέκλεισε ως υπερβολικά σκανδαλιστικές για φιλήδονες συγγραφείς που ζυγώνουν τα εξήντα. Γαμώ την πουτάνα που με ανάγκασε να μάθω γαλλικά, μονολογούσε, αναφερόμενη τρυφερά στη μητέρα της καθώς προσπερνούσε το εξάγωνο.
Είχε αλωνίσει την αναγεννημένη ανατολική Ευρώπη και την κλειστοφοβική Σκανδιναβία αρπάζοντας κρυολογήματα και τίποτ’ άλλο. Εξοικειώθηκε με εξωτικά νομίσματα και φλογερές ντόπιες κουζίνες, διεξήγε μακρές ρομαντικές ακροάσεις με μεθυσμένους αγνώστους, τα σπαστά αγγλικά των οποίων ήταν μεταδοτικά, και μια-δυο φορές κατάφερε να αυτοταπεινωθεί στο επίπεδο της γηραλέας πόρνης, υποκρινόμενη την ηδονή, μα φευ, όχι και την ευγνωμοσύνη. Φτηνές φαντασιώσεις κι ούτε μισός έρωτας. Κατέγραφε μ’ ένα κόκκινο μολύβι την αξιοθρήνητη πορεία της στον χάρτη.
Η Γερμανία ήταν μια εύλογη επιλογή˚ και ιδίως το Βερολίνο. Καλό φαΐ, καλά γονίδια, κι ελάχιστες πιθανότητες να τρακάρει σε βιβλίο της στο μετρό. Ευτυχώς οι Γερμανοί είχαν ανέκαθεν άφθονες ντόπιες μεγαλοφυΐες – γιατί να εισάγουν ξένες; Επίσης, δε μιλούσε λέξη γερμανικά. Μόνο μία φορά, στο γυμνάσιο, είχε αναγκαστεί να αποστηθίσει τις δυο πρώτες στροφές ενός lied για να ευχαριστήσει την Αυστριακή δασκάλα της μουσικής, αλλά αυτό ήταν το πάλαι ποτέ, κι εκτός αυτού δε γίνεται να αποπλανήσεις άντρα με ανοησίες διακοσίων ετών για ρυάκια και πέστροφες. Εκεί θα ήταν ασφαλής, δίχως όπλα και μες στην ανασφάλεια.
Κι έτσι είχε γίνει, μέχρι στιγμής.
Και τότε ο άγνωστος που κάθεται σ’ ένα όνειρο δυο θέσεις παραδίπλα, λέει, Με συγχωρείτε.
Πανικόβλητη, κοιτάζει φευγαλέα το βαγόνι ολόγυρά της – είναι έρημο εκτός από έναν έφηβο που χουζουρεύει – και πανικοβάλλεται ακόμα χειρότερα. Λες απλώς να ξερόβηξε ο άνθρωπος, λες να είναι στα πρώτα στάδια ερωτομανιακού παραληρήματος; Μα όχι, να τον πάλι, να εκφέρει τις λέξεις με αβρότητα μα και πυγμή, για να υπερνικήσει την υπόγεια κλαγγή του μετρό. Με συγχωρείτε (μα τι θέλει;;), αγαπητή μου κυρία (καλά, πλάκα μας κάνει;;)
Αποτολμά μιαν ανεπαίσθητη στροφή προς τ’ αριστερά, μια κλεφτή ματιά. Την κοιτάζει φάτσα φόρα, και παίζει με κάτι που μοιάζει – κι άλλη κλεφτή ματιά, Ω Θεέ μου, όχι πάλι – με στυλό. Ε βέβαια: άλλος ένας Τυφλός Εραστής. Γι’ αυτό της μίλησε, μόνο γι’ αυτό θα της μιλούσε κι ο τελευταίος υποτυπωδώς ελκυστικός άντρας της υφηλίου. Θα θέλει αυτόγραφο˚ ή, τρισχειρότερα, είναι συγγραφέας κι ο ίδιος˚ θέλει συγγραφικά S.O.S.˚ ή το τηλέφωνο του ατζέντη της.
Στα πρόθυρα του να κατέβει με σάλτο μορτάλε στην επόμενη στάση, ανακάθεται αμήχανα – δεν μπορεί να του γυρίσει την πλάτη, κι ούτε πρόκειται να σηκωθεί και να αλλάξει θέση – μα εκείνος, διαισθανόμενος με απόκοσμη ακρίβεια την αλλαγή στη διάθεσή της, σπεύδει να προσθέσει, Ζητώ συγγνώμη, δεν ήθελα να κρυφακούσω, αλλά μιλούσατε στο τηλέφωνο προ ολίγου.
Ω Θεέ μου δίκιο έχει. Κοκκινίζει, τα αισθήματά της κουβάρι˚ ούτε πέντε λεπτά πριν, έβριζε μεγαλόφωνα την απολιθωμένη της μητέρα στο κινητό – τι ντροπή. Εξήντα χρονώ κι ακόμα ανήμπορη να πνίξει το κομμάτι του εαυτού της που σιχαίνεται επειδή μοιάζει στη μητέρα της, εξήντα χρονώ κι ακόμα ωρύεται μπροστά στον ξένο κόσμο.
Τότε όμως ίσως και να μην είναι Τυφλός Εραστής. Βλάκα, ε βλάκα. Ηλίθια.
Πω-πω, λέει, χωρίς να γυρίσει εντελώς προς το μέρος του, με κοκεταρία γεροντοκόρης, Λυπάμαι πολύ για πριν, δεν κατάλαβα ότι φώναζα τόσο.
Ο τύπος γελάει, (Άραγε τα δόντια είναι δικά του ή μασέλα; Καλά να πάθεις που δε φοράς τα γυαλιά ηλίου σου) μ’ ένα δυνατό, γερμανικό, σαγηνευτικό γέλιο, και λέει, Μην ανησυχείτε, αγαπητή μου, ξέρω πόσο φορτικές μπορεί να γίνουν οι μητέρες.
Καταπίνοντας με δυσκολία, λες και το σάλιο που εξαφανίζεται ραγδαία απ’ το ξερό της στόμα μπορεί να τη δροσίσει, αναρωτιέται, Πού το πάει; Λες να’ ναι επίδοξος συγγραφέας; Ή σύγχρονος Άσενμπαχ; (Μήπως η μπηχτή για τις ‘φορτικές μητέρες’ είναι προσωπική; Λες να μένει ακόμα με τη μάνα του;) Τελικώς αποφασίζει να παραβλέψει την καθ’ όλα εύλογη εξήγηση που της έδωσε, διότι πρέπει να την αναγνώρισε, δεν της έπιασε έτσι την κουβέντα, Δε σε φλερτάρει. Κι έπειτα ξάφνου τη φλερτάρει κανονικότατα.
Μάλιστα, θα ’λεγα ότι το χρώμα της φωνής σας είναι τρομερά ευάκουστο, έχει κάτι το σχεδόν… οπερατικό. Πάω στοίχημα ότι είστε μουσικός.
Αποσβολωμένη, αποκρίνεται νοερά, Μα αφού είμαι παράφωνη. Γιατί δεν είναι δυνατόν ν’ ακούει στ’ αλήθεια αυτά που ακούει. Τεχνητή μα αντρίκεια, γαλήνια μα στιβαρή, η φωνή του άντρα στο πλάι της (πλησίασε κιόλας, ή το’ χω χάσει τελείως;) προφέρει ένα αγγελικό άσμα ευφορίας˚ τουτ’ έστιν, της την πέφτει.
Χαρές και πανηγύρια; Και τώρα τι κάνουμε; Δεν αντέχει να τον κοιτάξει ξέροντας πως την ίδια στιγμή την παρατηρεί, νιώθοντας τα μάτια του να ρουφάνε κάθε κηλίδα, κρεατοελιά κι ατέλεια. Σκέφτεται ότι θα προτιμούσε να ’χει να κάνει μ’ έναν Τυφλό Εραστή, θα ξεμπέρδευε πιο εύκολα μ’ έναν από δαύτους, και τότε, απ’ το πουθενά, δίνει μόνη της την ανεπιθύμητη απάντηση για να αποκλείσει την ανεπιθύμητη ερώτηση.
Είμαι συγγραφέας, λέει.
Ακολουθεί μια αμήχανη παύση – Άραγε θα πει, Μα και βέβαια, έχω διαβάσει όλα τα βιβλία σας; Λες να ’γινα τόσο ρεζίλι; – και ξάφνου, σαν να τον εξωθεί ένας αναλφάβητος από μηχανής θεός, ο γοητευτικότατος Βερολινέζος που τα αγγλικά του θα μαρτυρούσαν το ακριβώς αντίθετο, μ’ ένα ντροπαλό γελάκι λέει,
Δυστυχώς δεν είμαι και πολύ φανατικός αναγνώστης.
Η κατάσταση τείνει να γίνει αβάσταχτα ονειρική˚ τότε γιατί της μιλάει; Πριν προλάβει να εξετάσει τα ενδεχόμενα, εκείνος προσθέτει, σχεδόν απολογητικά,
Ανέκαθεν προτιμούσα τη διά ζώσης αφήγηση – έχω την αίσθηση ότι οι συγγραφείς προσπαθούν υπερβολικά να εντυπωσιάσουν με τις φανταχτερές τους λέξεις, και γίνονται εύκολα ανιαροί. Χαμογελώντας (κι αυτή τη φορά γυρνά και σχεδόν προφταίνει να δει το χαμόγελο) προσθέτει, Οι παρόντες εξαιρούνται, βεβαίως, κι άξαφνα το τρένο ξεπροβάλει σε μιαν εκτυφλωτική λιακάδα.
Είχε ξεχάσει πως κινούνταν υπογείως τόσην ώρα. Η ξαφνική ζεστασιά στο δέρμα της, η αντηλιά που την αναγκάζει να μισοκλείσει τα μάτια, όλα αυτά μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με την άπληστη ομορφιά ενός ονείρου, όπου ο αθέατος σκηνοθέτης δελεάζει τον ονειρευτή με μαγικές δυνάμεις, με εξωπραγματικά λαχταριστά οράματα λαγνείας κι ευτυχίας κι αιωνιότητας, μόνο και μόνο για να παρατείνει την έκσταση του καταδικασμένου παραδείσου.
Μα είναι αλλόκοτο και σπάνιο να ’σαι ξύπνιος και να εξουσιάζεις ακόμα τ’ όνειρο και τον ονειρευτή. Αγγίζει το παράθυρο, χαϊδεύει την πόλη που τρέχει˚ ζεστή, ολόζεστη. Γλυκιά.
Τα α-αγγλικά σας…, τραυλίζει, κοιτώντας τον σχεδόν.
Βρετανίδα γκουβερνάντα. Τρομερά αυστηρή. Αυτή τη φορά γελάνε και οι δύο.
Πλησιάζει προς το μέρος της, αγγίζει το χέρι της, κι αυτή τινάζεται σαν τη Ζυστίν που κρύβει εντός της, προσμένοντας υπέροχα (υπέροχα) αντίποινα.
Είναι άραγε υπέρ το δέον ποιητίζων όταν λέει, απαγγέλλει σχεδόν, Ο ήλιος είναι τόσο ζεστός, που ξεχνάς ότι είναι Γενάρης… και το άρωμά σας είναι θεϊκό, μυρίζοντάς το έχω την αίσθηση πως τα πάντα είναι απειροελάχιστα κομμάτια ενός μικρού, καθημερινού θαύματος. Είναι τόσο εμβρόντητη που δεν μπορεί να κρίνει.
Διότι πρόκειται στ’ αλήθεια για θαύμα, κάθε άλλο παρά μικρό ή καθημερινό.
Θα θέλατε μήπως – λένε και οι δύο ταυτόχρονα, και γελάνε πάλι, χέρι με χέρι.
Μένω εδώ κοντά, της λέει, θα μπορούσαμε… εκτός αν το θεωρείτε απρέπεια, μιας και τώρα μόλις –
Μετά χαράς, τον κόβει. Τσούλα. Κωλόφαρδη, σιτεμένη τσούλα.
Είστε υπέροχο πλάσμα, λέει, και της σφίγγει το χέρι. Νιώθω αφάνταστα τυχερός.
Για μερικές στιγμές σωπαίνουν, εκείνος τρέμει ελαφρώς μα εκείνη δεν το καταλαβαίνει, δεν καταλαβαίνει τίποτα εκτός απ’ τα περίτεχνα αποσυνθεμένα κτήρια, τον τόπο αυτό που γίνεται τάχιστα η καινούρια της γειτονιά, το μόνο της σπίτι. Περίεργο – οι πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής της διαδραματίστηκαν και οι δύο σε πόλεις όπου η ίδια ήταν μια βουβή ξένη. Μια φωνή ατσάλινου αγγέλου διακόπτει τον θαυμάσιο ειρμό της, Λες να φτάσαμε; αναρωτιέται, και ρωτάει, Εδώ κατεβαίνουμε;
Ναι… ναι, μουρμουρίζει εκείνος… μπορούμε…
Τραβάει το χέρι της απαλά, τρελή από ευτυχία. Εκείνος δε σαλεύει.
Γυρνά και τον κοιτάζει˚ έχει πάρει μια παράξενη έκφραση – υπερβολικός ενθουσιασμός; Το μετάνιωσε; (Όχι Θεέ μου.)
Κι έπειτα – Μήπως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε…; – και προσέχει πάλι το στυλό, που τόση ώρα κρυβόταν στην τσέπη του παλτού του.
Σε φρικαλέα μίμηση του ερωτικού οργάνου έχει μακρύνει, έχει μακρύνει αφύσικα.
Είναι ένα λευκό μπαστούνι.