Πώς βάζουν, παρακαλώ, τα κεφάλια μέσα; Πώς πακετάρεις τα βατραχοπέδιλα, το τάβλι, τα τσίπουρα και μεταφέρεις τον έμψυχο φορέα τους πίσω στην Αθήνα; Σαν να βάζεις κατακαλόκαιρο παπούτσι δερμάτινο δετό χωρίς κάλτσα. Ασφυκτιάς και κουτουλάς με τη δυσκολία προσαρμογής – που είναι εκεί, πιστή στο ραντεβού της (τέτοια εποχή κάθε χρόνο), για να σου ρουφήξει κάθε ικμάδα ζωής και κεφιού άναψε μέσα σου αυτές τις καλοκαιρινές μέρες. Ραντεβού τον Σεπτέμβρη, στο ίδιο έργο θεατές.
Διότι κι η χαλάρωση θέλει τον χρόνο της. Από την ολοήμερη τσίτα στο ρεμπελιό, από την αγωνία στην ανεμελιά, δεν πέφτεις με τη μία. Στην αρχή διαβάζεις εφημερίδες, παρακολουθείς τις ειδήσεις, τελειώνεις με κάποιες εκκρεμότητες που έφερες απ΄ την Αθήνα κι έπειτα, σταδιακά – ανεπαισθήτως που έλεγε κι ο ποιητής – ο χρόνος της σχόλης διευρύνεται. Η παρέα μεγαλώνει με νέες αφίξεις, οι ομοτράπεζοι του ούζου διευρύνονται, η θάλασσα είναι λάδι και γυαλί ταυτόχρονα, τα τάβλια κι οι μπιρίμπες σού κλείνουν το μάτι όπως και τα λαδερά στο διπλανό μαγαζί, το αστυνομικό σου το ‘χεις φτάσει σ΄ ένα καλό σημείο, τα βράδια στήνεις καρτέρι στα πεφταστέρια – πόσα να κάνει ένας άνθρωπος σε 24 ώρες;
Το έργο το ‘χεις δει – στο καλύτερο σημείο τινάζεις την άμμο και φοράς τη στολή του καραβιού. Διαλέγεις πάντα το τελευταίο δρομολόγιο, να φτάσεις αργά, να πέσεις σαν κούτσουρο στο κρεβάτι σου και να ξυπνήσεις στο σκηνικό της καθημερινής βιοπάλης. Αχ αυτός ο Πειραιάς, τι δισυπόστατη φύση που έχει. Πριν από έναν μήνα ήταν το σύμβολο της ελευθερίας, τα στρίμωχνες όλα για να φτάσεις στο λιμάνι του μιαν ώρα αρχύτερα – μόλις πάταγες τα σανίδια του καραβιού, φτου ξελεφτερία. Και τώρα, σε μιζερεύει τόσο πολύ – βγαίνεις απ΄ το καράβι θολωμένος κι απροσάρμοστος, με τη θάλασσα ακόμη στα ρουθούνια σου και πέφτεις στο καμίνι της ασφάλτου, τη μυρωδιά των ρύπων και τη φασαρία της λαμαρίνας. Και να μην είναι σούρουπο, γιατί η διαφορά είναι τόσο μεγάλη που πονάει – να ‘ναι βράδυ αργά, όσο πιο αργά γίνεται, να ‘ναι λίγος ο κόσμος και να βυθιστείς στον ύπνο της επιστροφής.
Κάποτε η διαδικασία της επιστροφής μου ήταν εύκολη, είχα κάνει τον κύκλο των διακοπών μου και γευόμουν τη χαρά των σχολιαρόπαιδων. Όσο μεγαλώνω, τόσο πιο δύσκολη γίνεται. Αυτή η κανονικότητα της αρχής και του τέλους, αποκτά ένα μελαγχολικό υπαρξιακό βάθος. Φτάνω στον Πειραιά και κοιτάζω γύρω μου τους τουρίστες. Παλιά τους λυπόμουν – φεύγουν απ΄ το πανηγύρι του ήλιου και της θάλασσας και πάνε – με τη μία – στο γκρίζο και μουχλιασμένο σκηνικό της δικής τους κανονικότητας, σκεφτόμουν. Ενώ εμείς έχουμε παρατάσεις. Το φως κι ο ήλιος μάς συντροφεύει και στην πόλη, υπάρχουν τα άγια σαββατοκύριακα, ένα μπάνιο στα κλεφτά κάνεις και το φθινόπωρο. Τώρα άλλαξα. Τον εαυτό μου λυπάμαι, όχι τους τουρίστες – ναι, θα προτιμούσα να επέστρεφα σε μια χώρα με κανονικότητες, όπου το γκρίζο σκηνικό θα σου θύμιζε ότι οι ώρες ύπνου αλλάζουν. Με ενοχλεί που όλα γύρω μας διαλαλούν ότι είναι ακόμη καλοκαίρι, αλλά εμείς πρέπει να μαζέψουμε τα κουρέλια μας και να ξαναμπούμε στην αγωνία της βιοπάλης της κρίσης. Ο Γιάννης δίπλα μου διαφωνεί, «ο ήλιος και το φως είναι ακατάλυτες αξίες» λέει, «χαϊδεύουν την καθημερινότητά σου, ομορφαίνουν τη ζωή σου».
(Άντε συναγωνιστές, καλή μας χρονιά.)