Τη στιγμή που έγινα συγγραφέας βρισκόμουν στο Μέτσοβο, και συγκεκριμένα καθιστός σ’ ένα πεζούλι, όπου κάπνιζα, χάζευα το άγαλμα μιας αρκούδας με το αρκούδι της, και συλλογιζόμουν το μέλλον μου.
Τι θα ’μουν άραγε σε πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια; Το ένα ενδεχόμενο ήταν οφθαλμοφανές, μπρος στα στραβά μου το ’χα: αν εξακολουθούσα να τρώω την Άρτα με τα Γιάννενα και την Ηγουμενίτσα για επιδόρπιο, θα γινόμουν αρκούδα. Μία άλλη πιθανότητα ήταν να γίνω γιατρός, αν κι ερχόταν δεύτερη και καταϊδρωμένη σε σχέση με τη σταδιακή μετατροπή μου σε επίγεια εκδοχή της Μεγάλης Άρκτου – διότι για να γίνω γιατρός έπρεπε να πάρω το ρημαδοπτυχίο, απ’ το οποίο με χώριζαν ακόμα πέντε χρόνια σπουδών και σκληροπυρηνικής μελέτης, καθώς και το χρεωστούμενο-Ερινύα: η Φυσιολογία, και το κομμάτι της που έτρεμα περισσότερο: πώς λειτουργάει η καρδιά. (Πράγμα παράδοξο, διότι είχε ήδη καεί η γούνα μου άπαξ από έρωτα και κάτι θα ’πρεπε να ’χα μάθει). Και υπήρχε κι ένα τρίτο σενάριο, που όσο κι αν με γέμιζε ακριβή ψυχική ηδονή αντίστοιχη μ’ αυτή που ’χα νιώσει την πρώτη φορά που έφαγα γαρδουμπάκια στην ταβέρνα ‘Η γκλίτσα σου με κούρασε’ στον δρόμο για το Γιδά, ήταν το πλέον απίθανο: να γίνω συγγραφέας.
Κι όχι ότι δεν είχα γράψει ποτέ, ή ότι δεν πίστευα στο ταλέντο μου. Στην πραγματικότητα, είχα ήδη ολοκληρώσει το πρώτο μου πόνημα, ‘Το βιβλίο των βίτσιων’, μια συλλογή διηγημάτων όπου συνέβαιναν τα ακατονόμαστα (τι φαφούτες πουτάνες, τι μαμές που τρώγανε πλακούντες λες και ήταν σκωταριές στα κάρβουνα – μέχρι και δυο δίδυμους αιμομίκτες είχε, ο Θεός να σε φυλάει δηλαδή) και την οποία είχαν διαβάσει μόνον τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους οι γονείς μου, που, προς τιμήν τους, δεν είχαν αφήσει καν υπαινιγμούς για το κατά πόσον θα μ’ ενδιέφερε να δεθώ στο κρεβάτι και να φέρουν τον πατέρα Γερβάσιο να μου κάνει έναν εξορκισμό στα γρήγορα. Ωστόσο, επί ένα χρόνο είχα κρατήσει τον ανεκτίμητο αυτό θησαυρό της νεότερης ελληνικής σιχαμάρας στον πάτο του συρταριού, παρέα με τα τσοντοπεριοδικά που η δόλια μάνα προσποιείτο ότι δεν είχε δει, όπως δεν είχε δει και τις βιντεοκασέτες με τους γδυμνούς στο αυτοκόλλητο και τίτλους όπως ‘Ναυαγοχώστες’, ‘Τεκνανικός’ και ‘Ο κόμης Μοντεχύστος’, διότι έτρεμα την απόρριψη όπως ο βαριά καψούρης που ζαχαρώνει μονάχα νοερά το άπιαστο αντικείμενο του πόθου του.
Είχα, βλέπετε, μιαν ελαφρώς – ή μάλλον τελείως – λαθεμένη άποψη για το τι προϋποθέσεις έπρεπε να πληροί κάποιος για να γίνει συγγραφέας. Πρώτον, πίστευα ότι έπρεπε να προέρχεται απαραιτήτως από λογοτεχνικό σόι, όπως ο γιος του Δουμά, τα παιδιά του Τόμας Μαν, και ο αδελφός του Τζέραλντ Ντάρελ, που βέβαια είχε γίνει συγγραφέας πολύ πριν γραφτεί το λατρεμένο ‘Η οικογένειά μου και άλλα ζώα’, αλλά εγώ τότενες δεν το ήξερα διότι δεν υπήρχε ακόμα ίντερνετ όπου βρίσκεις όχι μόνο τον Λόρενς Ντάρελ, αλλά μέχρι και φωτογραφία του να κόβει τα νυχοπόδαρά του επειδής τον χτυπάγανε τα παπούτσια του και είχε τρουπήσει οχτώ ζευγάρια κάλτσες. Εμένα πάλι τα μόνα γραπτά μνημεία που είχαν αφήσει οι δικοί μου πρόγονοι ήταν η ερωτική αλληλογραφία των γονιών μου στη διάρκεια της εικοσιοκτάμηνης θητείας του πατέρα μου (που ενέπιπτε στην κατηγορία ‘ζουζουνίσματα που σου ανεβάζουν το ζάχαρο’), και το ημερολόγιο που κράταγε η μάνα μου μέχρι τα οχτώ μου χρόνια, κι όπου κατέγραφε κάθε σημαντικό γεγονός της ζωής μου με την τυπική, νηφάλια ματιά της Ελληνίδας μάνας (λ.χ. ‘Σήμερα ο Πετράκης μου έφαγε τον πρώτο του πύραυλο σοκολάτα. Δεν υπάρχει παιδί στον κόσμο που να λεκιάζεται τόσο χαριτωμένα!’ ή ‘Πριν λίγο μου ’δειξε όλο υπερηφάνεια το κενό στα ούλα του, κι όταν τον ρώτησα πού πήγε το δοντάκι που κουνιόταν, μου ’πε ότι ρούφα-ρούφα το κατάπιε – μα τι διάνοια αυτό το παιδί!’) Δεύτερον, επειδή ως βιβλιοφάγος είχα διαπιστώσει ότι η συντριπτική πλειονότητα των βιβλίων εκδίδονταν στην Αθήνα, πίστευα ότι για να καταφέρεις να εκδοθείς έπρεπε να συχνάζεις σε αθηναϊκά λογοτεχνικά σαλόνια, τα οποία φανταζόμουν σαν το Παρίσι της δεκαετίας του ’20, με βαθύπλουτους φιλότεχνους μαικήνες να συγχρωτίζονται πασίγνωστους συγγραφείς πίνοντας κρασί από τους αμπελώνες της οικοδέσποινας στο Μονπελιέ (πραγματικότητα-φαντασία: σημειώσατε 2), κι εγώ το μόνο σαλόνι στο οποίο σύχναζα ήταν του πατρικού μου στη Θεμιστοκλή Σοφούλη, ενώ από χτήματα είχαμε μόνο ένα στρέμμα στην Κερασιά, όπου φύτρωναν κυρίως αγριόχορτα – και στο σπίτι δεν πίναμε κρασί αλλά μπίρα. Τέλος, θεωρούσα ότι για να γίνεις συγγραφέας έπρεπε να έχεις μια κάποια ηλικία, και την αντίστοιχη εμπειρία ζωής, ή, ακόμη καλύτερα, να είσαι πεθαμένος, έχοντας αφήσει μια ντιβανοκασέλα χειρόγραφα και την εντολή στους κληρονόμους να τα κάψουν, που εγγυάται ότι θα εκδοθούν όλα μες σε δυο βδομάδες το πολύ. Ωστόσο εγώ ήμουν άνθρωπος ανυπόμονος, και δεν μπορούσα να περιμένω να μεγαλώσω, πολλώ δε μάλλον να πεθάνω (άσε που στη δεύτερη περίπτωση οι κληρονόμοι μου κατά πάσαν πιθανότητα θα σούταραν τα ‘Βίτσια’ θεωρώντας ότι πάνε πακέτο με τα παμπάλαια πλέον τεύχη του ‘Λαδωμένοι κι έτοιμοι’).
Έτσι το πρωτόλειό μου παρέμεινε καταχωνιασμένο επί ένα χρόνο, αν και δεν είχε πάψει στιγμή να με τρώει. Για καλή μου τύχη, δε, στην πολυκατοικία μας έμενε η συγχωρεμένη η Στέλλα η Βογιατζόγλου, μεγάλη συγγραφέας με ακόμα μεγαλύτερη καρδιά. Και μια μέρα που είχα φτάσει στο αμήν απ’ την επώδυνα καταπιεσμένη φιλοδοξία μου, βρήκα το θάρρος και της χτύπησα την πόρτα. Και η ευλογημένη αυτή γυναίκα όχι μόνο άκουσε τον καημό μου, όχι μόνο διάβασε τα διηγηματάκια μου με προσοχή, αλλά αφού πρώτα τα χτένισε διακριτικά, με τη γενναιοδωρία που διακρίνει τους πραγματικά σπουδαίους καλλιτέχνες, μου είπε να τα στείλω σε κάποιον εκδότη χωρίς δεύτερη σκέψη. Όπερ και εγένετο. Την επομένη, αφού κάθισα μπροστά στη βιβλιοθήκη μου και μέτρησα τα βιβλία μου, είδα ότι τα περισσότερα είχαν εκδοθεί απ’ τον ‘Εξάντα’ – οπότε και παράχωσα το βιβλιαράκι μου σ’ έναν φάκελο μαζί μ’ ένα βιογραφικό σημείωμα όπου ιστορούσα τα πάντα για μένα, απ’ το ποιος είναι ο αγαπημένος μου συνθέτης μέχρι το μπόι και τις διαστάσεις μου (περιφέρεια: της γης, διά δύο). Τέλος, παρ’ ότι τα γόνατά μου λύγιζαν απ’ τον πανικό και μια φωνή γκάριζε στο μυαλό μου ότι ποτέ και κανείς δεν θα εκδώσει τις αηδίες που έγραφα, πήγα στο ταχυδρομείο κι έστειλα τον φάκελο, τον οποίο πλέον στόλιζε μια μεγάλη στάμπα ιδρώτα.
Κι έπειτα ήρθε το καλοκαίρι της μεγάλης αναμονής, και στις αρχές του φθινοπώρου το ταξίδι στο Μέτσοβο, που με βρίσκει να κάθομαι και να τηράω την αρκούδα και να στοχάζομαι ένα μεγαλειώδες μέλλον, όπου αγάλματά μου θα κοσμούν πλατείες, πάρκα και ουρητήρια, δείχνοντάς με να κρατώ μια πένα από φτερό χήνας στο ένα χέρι και την υπόλοιπη χήνα ψητή στο άλλο.
Κάποια στιγμή ωστόσο άρχισε να με κόβει λόρδα, οπότε αποφάσισα να γυρίσω στο ξενοδοχείο, όπου, σαν καπνιστή Λολίτα ξαπλωμένη στο κρεβάτι με περίμενε μια γκουμούτσα μετσοβόνε, που ’χα αγοράσει (και καλά) για το σπίτι, και που απ’ το τσίμπα-κόψε-μάσα-κλάσε-τσίμπα είχε μείνει μισή. Και με το που μπαίνω στη ρεσεψιόν, η ξενοδόχος μου λέει ότι τηλεφώνησε η μάνα μου και άφησε μήνυμα να την πάρω αμέσως. «Ακουγόταν τρομερά αναστατωμένη, και για να ’μαι ειλικρινής δεν πολυ-κατάλαβα τι μου έλεγε,» πρόσθεσε. (Στο σημείο αυτό, οι αναγνώστες που έχουν γεννηθεί απ’ το 1990 και μετά, συνειδητοποιώντας ότι για να αφήνει η μάνα μου χαμπέρι στη ρεσεψιόν πάει να πει ότι δεν είχα κινητό, τοποθετούν χρονικά την αφήγηση στην εποχή που η Παγγαία διαχωρίστηκε σε Λαυρασία και Γκοντβάνα). Αρπάζω κι εγώ το ακουστικό και τηλεφωνάω αλαφιασμένος, διότι η μανούλα ήταν κι αυτή τριψήφια σαν τον γιόκα της, και κάπνιζε σαν τον γιόκα της (id est: σαν πούστης) κι επειδή σούρνονται κι αρρώστιες είχα χεστεί απάνω μου, μην είχε πάθει κανά εγκεφαλικό και είχε στραβώσει ο στόμας της σαν του βαθρακού και γι’ αυτό της είχε μιλήσει στα Αραμαϊκά της ξενοδόχας. Η δε σύνδεση είχε τόσα παράσιτα, που ήταν σαν να μιλάς με τον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ μέσα από σκουληκότρυπα.
Έτσι, μετά το πρώτο κύμα λογόρροιας της μαμάς στο αυτί μου, απ’ το οποίο είχα συνάγει κάτι σχετικό με τον Γκοτζίλα και μια γλίτσα, την διέκοψα απότομα.
«Μάνα; Τα χαπάκια μας τα πήραμε;»
«Ναι, παιδί μου! Εδώ σου λέω – »
«Όλα;»
«Όλα! Και το Anafranil μάλιστα δυο φορές γιατί δεν θυμόμουν αν το πήρα την πρώτη!» (Πράγμα που συμβαίνει και σε μένα συχνά – κατά μάνα, κατά κύρη).
Οπότε αρχίζει πάλι να μιλάει σαν μοτεράκι, κι αυτή τη φορά πιάνω κάτι για μια κυρία Κοτζιά που πήρε τηλέφωνο απ’ την Αθήνα και ζήτησε τον κύριο Χατζόπουλο, και η μαμά της λέει, Είναι στο ιατρείο του, κι εκείνη ρωτάει, Α γιατρός είναι; και η μάνα λέει, Τώρα; Απ’ το ’75, και η κυρία Κοτζιά λέει, Μα εδώ γράφει ότι είναι στο δεύτερο έτος, οπότε και το Κατερινάκι μπήκε στο νόημα, ότι δεν έψαχνε το στεφάνι της περί απονεύρωση αλλά το σπλάχνο της, για το βιβλίο του!
Με το που ξεχωρίζω τη λέξη ‘βιβλίο’ απ’ το παραληρηματικό σπασμένο τηλέφωνο, μου ’ρχεται μια σκοτοδίνη άλλο πράμα.
«Καρέκλα!» κρώζω στην ξενοδόχα που με κοίταγε έντρομη.
Μου φέρνει η γυναίκα, κάθομαι, νερό θέλω; με ρωτάει.
«Μαρμελάδα…» λέω ξέπνοος εγώ. Γιατί μαρμελάδα; Έλα ντε.
«Με ψωμί;»
«Με κουτάλι!»
Κι έτσι, κουταλιάζοντας χειροποίητη μαρμελάδα φράουλα που η μισή απ’ την τρεμούλα κατέληγε στα ρούχα μου, με τα χέρια να κολλάνε και την καρδιά να ρίχνει τυμπανοκρουσίες, πληροφορήθηκα ότι οι εκδόσεις Εξάντας ενδιαφέρονταν να βγάλουν το πρώτο μου βιβλίο την ερχόμενη άνοιξη.
Ακολούθησε ένα μισάωρο απ’ το οποίο το μόνο που συγκρατώ είναι να ροβολάω πάνω-κάτω το κέντρο του Μετσόβου αλαλάζοντας, με το άδειο βαζάκι στο χέρι, κι έπειτα να συνέρχομαι στο δωμάτιό μου με το μετσοβόνε να φέρει δαγκωνιές απ’ τις οποίες συμπέρανα πως το ’χα φάει μαζί με το κερί.
Και πέρασαν οι μήνες, κι εγώ απ’ την πρεμούρα μου πρόλαβα κι έγραψα και δεύτερο βιβλίο, για έναν πιτσιρικά που κάθε φορά που καυλώνει αλλάζει το φύλο του (καθόλου πρακτικό – δεν ξέρεις ποτέ τι εσώρουχα να φορέσεις), και μιαν ευλογημένη μέρα, Απρίλη του 1999, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η μέλλουσα εκδότριά μου, που με προσκαλεί στην Αθήνα για να υπογράψουμε το συμβόλαιο.
Θα θυμάστε, υποθέτω, μία απ’ τις πολλές ταινίες με τον αείμνηστο Χατζηχρήστο στον ρόλο του Θύμιου, όπου ο πρωταγωνιστής καταφτάνει στην πρωτεύουσα απ’ το χωριό του με τα τσουράπια και μια καλαθούνα με κότες. Ε, φανταστείτε λοιπόν μιαν ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή αυτού της εικόνας – κι όχι επειδή θεωρώ την πατρίδα μου τη Σαλονίκη επαρχία, αλλά επειδή εγώ, στη συγκεκριμένη, παρθενική μου επίσκεψη στην Αθήνα, υπήρξα νούμερο ασύλληπτο.
Κατ’ αρχάς, την προηγούμενη της μεγάλης μέρας είχε ρίξει πάνω μια βρόχα άλλο πράγμα, και είχε βγάλει κι ένα βοριαδάκι που σου περόνιαζε το κόκαλο, οπότε, για το νυχτερινό ταξίδι με τον καρβουνιάρη, είχα ντυθεί αναλόγως: μαύρο κοτλέ παντελόνι, μαύρο πουκάμισο μέσα από μαύρο πουλόβερ, μαύρη καμπαρντίνα (βλ. Ζορρό μετά από πολύμηνη θεραπεία με κορτιζόνη) και μια κατάμαυρη ομπρέλα, η οποία για να καλύπτει τα κυβικά μου ήταν τόσο πελώρια, που αν την άνοιγες μέσα σε σπίτι ήταν μεγάλη γρουσουζιά διότι το γκρέμιζε χαλαρά το σπίτι.
Επιπλέον, εγώ σε τρένο δεν είχα ξαναμπεί, και φανταζόμουν κάτι σε στυλ Όριεντ Εξπρές, χωρίς τον φόνο: γραφικά κουπέ, αφράτες πολυθρόνες, κι ένα σικάτο βαγκόν-ρεστωράν όπου θα μπορούσα να δειπνήσω τις μικρές ώρες της νύχτας, τρώγοντας ζαρκάδι σαλμί, πίνοντας ένα παλιωμένο Saint-Emilion και διαβάζοντας το ελαφρύ ανάγνωσμα (‘Οι αδελφοί Καραμάζοφ’) που ’χα πάρει επί τούτου για να δείξω ότι διέθετα κουλτούρα και ποιότητα εκτός από αυξημένα τριγλυκερίδια.
Ίσως σ’ εκείνο το ταξίδι να οφείλεται η ισόβια αντιπάθειά μου στον Ντοστογιέφσκι – διότι τα ξημερώματα της επομένης με βρήκαν ζαβλακωμένο απ’ την αϋπνία, σ’ ένα κάθισμα βολικό σαν φέρετρο από κόντρα πλακέ, αναμαλλιασμένο και μούσκεμα στον ιδρώτα απ’ τις οχτώ στρώσεις ρούχων που φορούσα, μέσα σ’ ένα τρένο τόσο βρομερό και τρισάθλιο, που για να ξεβρομίσεις ήθελες τρίψιμο απ’ αυτά που κάνουν στα θύματα ραδιενέργειας, με αλισίβα και μπατανόβουρτσα.
Και βγαίνω απ’ το σταθμό Λαρίσης κι αρχίζει το σόου.
Διότι απ’ τη βροχή και την ψύχρα της Θεσσαλονίκης, βρίσκομαι άξαφνα αντιμέτωπος με μιαν ηλιόλουστη μέρα πρώιμου καλοκαιριού, ντυμένος μες στα μαύρα, χωρίς γυαλιά ηλίου, και με την ομπρέλα-Εξκάλιμπερ ανά χείρας.
Και στήνομαι στο πεζοδρόμιο και περιμένω ταξί. Εις μάτην. Θες το μαλλί και η γενειάδα που ’χαν ενωθεί σε μιαν απειλητική λεοντή, θες η μαύρη μαυρίλα που ’μουν σαν τον χοντρό θείο του Χάρου, θες ότι μετά από λίγο άρχισα να γδύνομαι για να μην τα κακαρώσω απ’ τη ζέστα, κι ότι στο τέλος επειδή μου ’χε ψήσει ο ήλιος την κεφάλα άνοιξα την ομπρέλα ως παρασόλι-γίγας; Ίσως να συνέτεινε και το ότι αντί να κάνω νόημα στα κίτρινα αμάξια έκανα απεγνωσμένες χειρονομίες στα σκούρα μπλε, πάντως κανά τέταρτο μετά αποφάσισα ότι άμα δεν ήθελα να αποθάνει η ψυχή μου μετά των αλλοφύλλων, θα ’πρεπε να το κόψω ποδαράτο.
Πίνω λοιπόν τρία νερά να αναπληρώσω το δρωτάρι που ’χα χύσει, και ρωτάω τον περιπτερά κατά πού πέφτει η συμβολή της Διδότου με Ζωοδόχου Πηγής.
«Εξάρχεια να πας,» μου λέει.
«Εξάρχεια;» λέω εγώ έντρομος, καθώς με φαντάζομαι ήδη να καίγομαι σαν τον Σαμουήλ στο Κούγκι από αδέσποτη μολότοφ, ή δεμένο σε τοίχο κατάληψης από αδίστακτους αναρχικούς, να μου πετάνε αντί για βελάκια χρησιμοποιημένες σύριγγες.
Μου εξηγεί που λέτε ο άνθρωπος, από κει θ’ ανέβεις, θα βρεις την Αλεξάνδρας, μετά θα στρίψεις στην Σπύρου Τρικούπη, κι έπειτα…
Εδώ να ομολογήσω μιαν αναπηρία: όταν κάποιος μου δίνει κατευθύνσεις, η χωρητικότητα του μυαλού μου συρρικνώνεται σε όγκο δύο το πολύ πληροφοριών – έπειτα, κάθε νέα κατεύθυνση διαγράφει την προηγούμενη, με αποτέλεσμα να μη συγκρατώ παρά ένα ακατάληπτο, μπουρδουκλωμένο κουβάρι, τίγκα στα λάθη.
Οπότε φυσικά, όσο βρήκα την Αλεξάνδρας άλλο τόσο βρήκα τον τάφο του Μεγαλέξανδρου. Έπειτα από κανά μισάωρο με κύκλους, παρακάμψεις και διαρκή παρενόχληση των περαστικών που με βλέπανε και σκιάζονταν οι άνθρωποι, κατέληξα στην Ομόνοια, καθιστός ανακούρκουδα στο πυρωμένο μάρμαρο να τρίβω τα πονεμένα μου ποδαράκια νούμερο 42, που η φύση προόριζε για άνθρωπο κι όχι για το μαυροφορεμένο μοιρολόγι της φώκιας. Και παρ’ όλο που είχα ακόμα δύο ώρες στη διάθεσή μου μέχρι το ραντεβού στον Εξάντα, καθ’ ότι το τρένο είχε φτάσει χαράματα, με είχε πιάσει η πρεμούρα που με πιάνει πάντα να μην αργήσω, που ακόμα και τώρα όταν έχουμε ταξίδι στο εξωτερικό, αν δε με συνεφέρει το Κουτάβι είμαι ικανός να μας κουβαλήσω στο αεροδρόμιο έξι ώρες πριν την αναχώρηση της πτήσης μας και να φάμε το μισό Food Village για να περάσει η ώρα.
Αλλά εκτός απ’ την πολυπόθητη Διδότου, το μόνο όνομα δρόμου που είχα συγκρατήσει ήταν η Τρικούπη. Ρωτάω λοιπόν τον πρώτο περαστικό που δεν με απέφυγε με άλμα εις μήκος, και μου λέει: «Χαριλάου Τρικούπη;»
«Α να γεια σου,» απαντώ, πλήρως ανιστόρητος κι αποπροσανατολισμένος.
Και για να μην σας τα πολυλογώ, τη βρίσκω την Χαριλάου Τρικούπη, κι αρχίζω κούτσα-κούτσα να την ανηφορίζω – μόνο που, άγνωστο γιατί, (θες ότι είχα γκαβωθεί απ’ τον ήλιο; θες η κακιά η στιγμή που διάλεξα να σταματήσω σ’ ένα ψιλικατζίδικο για να πάρω ένα πακέτο τσιγάρα, δυο Ίον γάλακτος κι ένα σακουλάκι δρακουλίνια;) τη γωνία με τη Διδότου την προσπέρασα ωραιότατα, και συνέχισα να περπατώ μέχρι που βγήκα στην Αλεξάνδρας.
Αλεξάνδρας! Κάποιος δεν μου την είχε αναφέρει; Για να το γιορτάσω – και να μην κλατάρω – κάθομαι σ’ ένα παγκάκι, τρώω τις σοκολάτες, πίνω άλλα δυο νερά (τότενες τα αγόραζα σε εξάδες, γιατί και τον ελέφα άμα τον δεις σε ντοκιμαντέρ πίνει με την προβοσκίδα μια λίμνη για να ξεδιψάσει) κι αρχίζω να κατηφορίζω.
Αυτή τη φορά τον βρίσκω τον σωστό Τρικούπη, κι έπειτα από μερικά λεπτά βρίσκομαι στην περιβόητη (και για τους αδαείς, όπως ήμουν εγώ, διαβόητη) πλατεία Εξαρχείων, που ουδεμία σχέση είχε με τους αβάσιμους κι εξωφρενικούς μου φόβους, και η οποία έμελλε να γίνει το καινούριο μου σπίτι, έστω κι αν ακόμα δεν το γνώριζα, και στα μάτια μου ήταν απλώς ένα πολυπόθητο νησάκι μες στο χάος της Αθήνας.
Κι αφού ρώτησα και μου είπαν ότι η Διδότου βρισκόταν στο τέρμα της Ανδρέα Μεταξά, επειδή είχα πάρει από φόβο το ‘δυο βήματα’ του Αθηναίου, έκατσα σ’ ένα παγκάκι και τσάκισα τα δρακουλίνια, διότι μπορεί να με περίμενε τρελό περπάτημα κι έπρεπε να πάρω δυνάμεις.
Κάπως έτσι έφτασα στον Εξάντα, τον ιστορικό οίκο που μου έκανε την τιμή να εκδώσει τα πρώτα επτά μου βιβλία: κάθιδρος, κατάκοπος, κι όπως μου επεσήμανε η ευγενέστατη Μάγδα Κοτζιά, ψυχή του Εξάντα και ψυχάρα απ’ τις λίγες, με ένα δρακουλίνι σκαλωμένο στα μούσια μου.
Από τότε πέρασε μια ολόκληρη ζωή, με τις λύπες και τις χαρές της. Επί δύο περίπου χρόνια, το ένστικτο προσανατολισμού μου εξακολουθούσε να βαράει κόκκινο, καθώς ακολουθούσα τη μία και μοναδική διαδρομή προς τα Εξάρχεια που είχα μάθει: Σταθμός Λαρίσης – Ομόνοια – Πατησίων – Αλεξάνδρας – Σπύρου Τρικούπη. Σαΐνι ο δικός σου. Τύφλα να ’χει ο Μαγγελάνος. Από ειρωνεία της τύχης δε, μέχρι να ανακαλύψω ότι υπήρχαν κι άλλοι δρόμοι, είχα χάσει τα εβδομήντα περιττά κιλά που έκαναν τις περιπλανήσεις μου αυτές εξίσου οδυνηρές με τα σαράντα χρόνια των Εβραίων στο κατόπι του Μωυσή.
Κι ωστόσο, κάθε φορά που βγάζω ένα καινούριο βιβλίο ή διαβάζω μια καλή κουβέντα για κάτι που ’χω γράψει, εξακολουθώ να νιώθω εκείνο το πρώτο σκίρτημα, σαν να μου χαμογελά ο κόσμος όλος, κι επιστρέφοντας το χαμόγελο συλλογίζομαι τον ευτραφή, μαυροντυμένο νεαρό, να προχωρά σέρνοντας μια τεράστια ομπρέλα μες στο λιοπύρι, κι ασυναίσθητα αγγίζω το αξύριστο πιγούνι μου για να βεβαιωθώ ότι δεν το στολίζει κάτι φαγώσιμο.
*Το πιο πρόσφατο βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ είναι "Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά" (εκδόσεις Καστανιώτη)