Ταΐζω ένα μωρό. Ένα ζωικό κουβαράκι τεσσάρων μηνών, μονίμως γελαστό, ένα κουτάκι αγάπης, το δελφινάκι μου. Όταν το φιλάω δεν ξέρω πως κρατιέμαι και δεν του κόβω κομμάτια – ποτέ δεν θα μάθει ότι την αρτιμέλειά του την χρωστάει στη γενναία αυτοσυγκράτησή μου, στα αστείρευτα αποθέματά μου πειθαρχίας και αυτοέλεγχου…
Τα μεσημέρια του Σαββατοκύριακου ξαπλώνει στο κρεββάτι ανάμεσά μας. Ακούω τα πνευμόνια του, ανάσα την ανάσα γυμνάζεται στην ζωή και από γατί γίνεται άνθρωπος. Ένα μωρό είναι σαν το αναμμένο τζάκι, ποτέ δεν είναι ίδιο, ποτέ δεν θα πετύχεις το ίδιο σχήμα φωτιάς.
Ταΐζω ένα μωρό. Κι όλος ο κόσμος γίνεται στόμα. Βγάζει ήχους, σπέρματα λέξεων ωραίων, υγρούς ήχους, γεμίζει σιγά σιγά την θάλασσά του να ‘χει να δελφινοβολτάρει. Έχει και πατούσες. Αμέ! Ο Θεός να τις κάνει… Τα κλειδιά του σπιτιού είναι μεγαλύτερα… Παλεύει να κρατήσει το κεφάλι της όρθιο, κάθε μέρα και καλύτερα. Σκαρφαλώνει πάνω μου σαν σκίουρος που έχει πάρει L.S.D, γελάει συνέχεια. Τι γελάς ρε σαχλαμάρα;
Ταΐζω ένα μωρό. Ξέρω πως ποτέ δεν θα κάνω κάτι σημαντικότερο. Δεν μου ανήκει, δεν του ανήκω, η σχέση είναι καθαρή από την αρχή. Αλλά κάποιος πρέπει να κρατάει το μπιμπερό… Στα σπάνια κλάματά της μια χνουδωτή καμηλοπάρδαλη αποδεικνύεται πιο χρήσιμη από εμένα. Μόνο αυτή μπορεί να σταματήσει το κλάμα. Αρχίζω να έχω θέμα με την καμηλοπάρδαλη. Ή αυτή ή εγώ!
Μακάρι να αγαπήσει την θάλασσα και να θελήσει να της την μάθω. Μακάρι να αγαπήσει και να θελήσει να μου μάθει.
Βέβαια δεν έχω αυταπάτες. Τον βλέπω τον διάλογο να έρχεται
– Καλημέρα λουλούδι μου!
– Δεν μας χέζεις ρε πατέρα πρωί πρωί;
Ταΐζω ένα μωρό. Κι όλος ο κόσμος γίνεται γάλα.