Έκανα πρόσφατα ένα τατουάζ στην αριστερή ωλένη, από τη μέσα πλευρά, κάνοντας λογοπαίγνιο με το ΑΝ και το ΝΑ, που είναι και το όνομα μου. Το όνομα που επέλεξα. «Αν στο ΑΝ δεν κολούσα το ΝΑ, δεν θα υπήρχε η Άννα». Τα «αν» που επέλεξα, αναγκάστηκα, διάλεξα, υπερτίμησα ή το αντίστροφο, όταν τα έπραξα, δημιουργήθηκα. Το χαζεύω ένα ζεστό μεσημέρι Αυγουστιάτικο αν και «φέρνει» βροχή ο άνεμος και έκανα ανασκαφή σε πολλά «αν» της ζωής μου. Τα παράτησα για πολλούς λόγους και σκέφτηκα μια μελλοντική ερώτηση.
Εδώ και πολλά χρόνια -ούτε θυμάμαι πόσα- κάθε τέτοιες μέρες ήμουν στο χωριό με την οικογένειά μου. Τα τελευταία δύο, δυστυχώς, κατέπεσε ο πατέρας μου και μεταφέρθηκαν μόνιμα Αθήνα. Νοίκιασαν το σπίτι επάνω, οπότε χάθηκε και μια ανάσα διακοπής από την ανθρωποφάγα καθημερινότητα της Αθήνας. Μια καθημερινότητα που βγάζει πλέον στην επιφάνεια άγρια ένστικτα. Δεν χρειάζεται να νυχτώνει πια. Χάθηκε κάθε έλεγχος ή τείνει να εξαφανιστεί. Δεν είναι αριθμοί η ζωή μας, μα την κάναμε. Προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις και, προπάντων, πολλαπλασιασμοί ανθρώπινων ζωών. Μας έφτασαν στο σημείο κάποιοι να ζούμε με τις αναμνήσεις και άλλοι να είμαστε έτοιμοι για «φόνο». Με οποιοδήποτε μέσο. Πάλι ξέφυγα…
Εκείνα τα δεκαπενθήμερα του Αυγούστου τόσων ετών μού χαρακώνουν την ψυχή και γρατζουνάνε το μυαλό μου. Όπως γέμιζα γδαρσίματα στο δέρμα μου σκαρφαλώνοντας σαν μωρό παιδί κάποιες φορές να μαζέψω σύκα από την τεράστια συκιά, που ήταν το καμάρι του πατέρα μου, στη γωνιά του οικοπέδου. «Μια ρίζα είχα φέρει, Αννούλα μου, απ' την Κεφαλλονιά και κοίταξε πώς έγινε. Θεριό ολόκληρο. Να σας ταΐζει όλους. Δεν τα βρίσκετε αυτά τα σύκα στην Αθήνα», έλεγε περήφανος με το δάκρυ να κυλάει, σκουπίζοντας το με την ανάποδη του χεριού, αναπολώντας μια πατρίδα που ποτέ δεν τη χόρτασε. Ούτε καν την έζησε. Τον κέρδισε η κυρά Βάσω όταν πήγε φανταράκι στην Κατερινη και δεν ματαγύρισε πίσω. Μα τη νοσταλγούσε, όπως λέει το συναίσθημα.
Αν… Αν ειχα χρησιμοποιήσει αλλιώς τη λογική μου τόσα χρόνια και ήμουν πιο «προνομιούχα», θα μπορούσα να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου εκεί πάνω; Είναι εντελώς διαφορετικά για κάποιες μέρες από το «για μια ζωή». Δεν με φοβίζει η μοναξιά. Ούτε η απομόνωση. Τα έχω «δει» όλα. Η αίσθηση της παραίτησης με μουδιάζει λίγο. Με ταρακουνάει απ' την άλλη. Για πόσο πλέον «αναλώσιμη»;
Δεν υπάρχουν εδω δικλίδες ασφαλείας. Ίσως εκεί η παρέα με την Άννα -και μόνο με την Άννα-, που δεν την πρόσεξα και τόσο όσο θα της έπρεπε ή άξιζε, να μου έδινε την απόλαυση και τη μοναδικότητα να τη γνωρίσω καλύτερα, χωρίς σελοφάν, χωρίς θαμπούς καθρέφτες. Χωρίς καν ψηλοτάκουνο, που λέει χαριτολογώντας ότι μ' αυτό βγήκε απ' τη μήτρα της μάνας της. Άσχετο αν τώρα σιγά-σιγά αρχίζει να τα αποχωρίζεται ή προσπαθεί να τα απαλύνει με κολπάκια. Πονούν τα πόδια πλέον.
Αν αυτό το «αν» γινόταν «ΝΑ», ίσως η ευτυχία να μην ήταν κάτι που μου φαντάζει πλέον αερικό με αραχνοΰφαντο ύφασμα. Ίσως να την έχασα μέσα από τις χούφτες μου, γυρεύοντας ουτοπίες και οπτασίες. Απ' την άλλη… Δεν θα ήμουν η Άννα…
Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού…