Το σομόν πέδιλο προσπαθούσε να ισορροπήσει στο νέο πλακόστρωτο. Όχι αυτά τα «πουτανέ» δίπατα. Τα κλασικά. Αυτά που μετά από ώρα σου θυμίζουν πως το να είσαι θηλυκό είναι μεγάλη και δύσκολη υπόθεση. Ένα τράκ ανάκατο με σιγουριά. Περίπου μισή ώρα κράτησε. Τι έκανε εκεί; Τι δουλειά είχε εκεί, 25 χρόνια μετά; Ούτε σαν ελαφρό αεράκι δεν πέρασε η απάντηση. Την ήξερε πριν πάρει την απόφαση. Αναβοσβήνει το γνωστό μπλε φως. Μηχανικά συσπάται το σώμα σε στάση άμυνας και επίθεσης ταυτόχρονα. Μόνο η νύχτα μπορεί να στο δώσει αυτό. Όχι δεν θα άντεχε ένα αυτόφωρο ακόμη μετά από… 170; Έχει χάσει τον αριθμό.
«Όλα καλά, κοπελιά; Κάποιο πρόβλημα; Όλα ήσυχα;». Έμεινε στήλη άλατος, κυριολεκτικά. Κοιτούσε γύρω της να δει αν μιλάει σε αυτή. Μόνη της ήταν. Μια φίλη στα 5 μέτρα. «Ννναιι, όλα οκ» απάντησε, σαν να έκανε κάτι κακό. Έξω από αυτή όλο αυτό. Εντελώς. Τους έβλεπε από μακριά, τότε, το πατούμενο στο χέρι και… λαγός. Ένα ανελέητο κυνήγι, όπως αυτά της ζούγκλας που βλέπουμε στα ντοκυμαντέρ. Ε, το τέλος συνήθως το ξέρουμε.
«Ωραίος είσαι», χάθηκε μια φωνή ενός συνεπιβάτη σε ένα παπάκι, από τη δύναμη που έτρεχε, μη τυχόν και προλάβει να του πετάξει κάτι. Μουρμούρισε… «κι εσύ καλή είσαι», ότι τάχα μου πήρε το αίμα της πίσω, πιο καθαρό από το «φαρμάκι» που πέταξε ο νεαρός. Μετά μια ώρα είχε μπει στον ρόλο. Σαν κάθε καλός ηθοποιός που σέβεται την ιστορία του. Λίγο ερημιά για να χορεύουν οι σκέψεις και οι αναμνήσεις. Τόσο μακριά. Τόσο δίπλα. Τόσο κοντά. Μια ανάσα δρόμος. Βαριά, μυρωδάτη, σαν αερικό, σέρτικη με μια θηλυκότητα που επήλθε με το στανιό γιατί έτσι απαιτούσε το κορμί και η ψυχή. Άλλο συναίσθημα. Λίγο πιο «ανάλαφρο».
Η σιγουριά της εμπειρίας; Και πού να έβρισκε για λίγο εκείνο το θράσος των νιάτων και να ξεσηκώσει μια λεωφόρο… για να μη το φέρνει βαρέως ρε αδερφέ… ότι έγινε πισωγύρισμα στην τελική. Το βρήκε. Λίγο το τακούνι, κάτι το λίκνισμα ως αποτέλεσμά του, κάτι επευφημίες θαυμασμού – γνωρίζοντας πως και μια κατσίκα να ήταν δίπλα της με φούστα, τα ίδια θα άκουγε. Αλλά απόψε, για πρώτη φορά εκεί, μετά τόσα χρόνια, αψηφούσε κακές σκέψεις. Άρεσε. Της άρεσε; Την άλλη μέρα θα ήξερε. Από παιδί γνώριζε πως το ταξίδι μετράει με όποιο «μέσον» και αν γίνεται.
Να το ξαναπώ πιο μεστά; Έχει πίκρα ο δρόμος. Έχει αίμα. Μέσα από τσέπες βγαίνουν χρήματα ερωτεύσιμα, εκδικητικά, ανάλγητα, «ψαγμένα», αθώα, μελιστάλαχτα. Απ' όλα έχει μια βραδιά εκεί. Ου… γέλασε. Έπαιξε. Ταρακούνησε καβάλους. Ματιές γυναικείες που περνούν απο περιέργεια, μα χαλιούνται γιατί δεν βλέπουν «καραγκιόζηδες» για να φτιάξει το βράδυ τους. Μμμμ… τους το χαλούσε πιο πολύ. Ίσως παραείχε κλειστεί σε έναν κόσμο πλασματικό. Εκεί είναι η αλήθεια γι αυτούς που την ψάχνουν. Αλλά… έλα που το παραμύθι έχει τη γλύκα του! Μακάριες οι υπάρξεις που πιστεύουν και θεωρούν πως ο άνθρωπός τους είναι ιδανικά πλασμένος μόνο γι' αυτές. Τις ζηλεύω. Σχεδόν φθονώ την άγνοιά τους.
Θα ξαναπάει. Πρέπει να ξαναπάει. Πρέπει να ζήσει. Δεν φταίνε τα μνημόνια, ναι; Το ξερό της το κεφάλι, πρωτίστως, για τα τεράστια λάθη του παρελθόντος, μα πάνω απ' όλα μια κοινωνία που της κλείνει πολλές φορές απαλά την πόρτα στα μούτρα, σαν χάδι. Τάχα με αξιοπρέπεια. Για να μη δείξει ότι σιχαίνεται, ότι μισεί το διαφορετικό. Αυτή η κοινωνία που σου χαιδεύει τ' αυτιά… σε πλανεύει. Είναι πιο επικίνδυνη απ' την «παλιά» που σου πετούσε ένα «άντε πηδήξου και βρες την άκρη σου» και μάλιστα με περίσσεια χαρά…
Ξάπλωσε στο διπλό κρεββάτι λίγο πριν ξημερώσει. Κλείνει τα μάτια. Σχεδόν νιώθει τα άγνωστα χάδια. Σφίγγεται να μη δακρύσει γιατί μια τέτοια στιγμή η ανάγκη για μια αγκαλιά φέρνει πόνο, σχεδόν σωματικό. Η νύχτα απομακρύνεται με όλα τα άσχημα και τα όμορφά της. Πικρές διαδρομές, περπατημένες σε ροδοπέταλα, όχι τυχαία κόκκινα.