Όλοι είμαστε επιρρεπείς στην ανοησία και τη φαιδρότητα του έρωτα, ιδίως όταν είμαστε νέοι, άπραγοι κι αμάλλιαγοι. Υπάρχουν ωστόσο άνθρωποι που, ακόμη και με την ισχνότερη ελπίδα στοργής ή πασπατέματος, είναι ικανοί να καταβαραθρώσουν την αξιοπρέπειά τους σε σημείο που καταντά όχι απλώς κωμικό, αλλά φαρσικό – σαν solo επιθεώρηση. Μπορείτε, υποθέτω, να μαντέψετε ότι μιλώ (όπως πάντα) για τον εαυτό μου, κι ότι στο παρόν επεισόδιο αποφάσισα να βγάλω κι άλλα μου άπλυτα στη φόρα (που είναι ν’ απορείς αν μου έχει μείνει και τίποτε πλυμένο), αυτή τη φορά ερωτικού χαρακτήρος.
Ωστόσο, επικαλούμενος την επιείκειά σας, επιτρέψτε μου να τονίσω τρία χαρακτηριστικά που, εν μέρει τουλάχιστον, αιτιολογούν την αλλοτινή μου ξεφτίλα: ήμουν νέος (διαρκώς καυλωμένος), αφράτος (σκατόχοντρος), υπερβολικά πρόθυμος (απελπισμένος) και με ελαφρές τάσεις προσκόλλησης (σαν την πεταλίδα στο βράχο).
Πάμε λοιπόν, εσείς κι εγώ, καθώς το δείλι απλώνεται πάνω στον ουρανό…
Επί έξι μήνες, σχεδόν κάθε βράδυ, άκουγα επί ώρες την ίδια κασέτα με τραγούδια του Παύλου Σιδηρόπουλου. Κι ενώ ξέρω ότι πολλοί τον λατρεύουν τον συχωρεμένο, εμένα η φωνή και τα τραγούδια του μ’ έκαναν ανέκαθεν να βγάζω φλύκταινες, καντήλες και λέπια. Έκτοτε, όποτε ακούω το γλυκερό ‘Να μ’ αγαπάς’, και το στίχο ‘βρωμάει η ανάσα απ’ τα τσιγάρα’, η πρώτη μου αντίδραση είναι να ουρλιάξω: «Ε πλύνε επιτέλους τα δόντια σου και σκάσε!» Τη μαρτυρική ακρόαση συνόδευαν γύρω στις πενήντα παρτίδες τάβλι. Κι ενώ, σύμφωνοι, ως Σαλονικιός, το πρώτο πράγμα που έμαθα μετά την προπαίδεια και την παρασκευή φραπέ ήταν πώς να παίζω τάβλι, κι ενίοτε μου αρέσει κιόλας, το να ξεροσταλιάζεις με τις ώρες παίζοντας πλακωτό ενώ ο νους σου είναι στο πισωκολλητό είναι βασανιστήριο εφάμιλλο αυτών του Γκουαντάναμο. Τέλος, σαν να μην έφτανε η ψυχική οδύνη, κάθε μα κάθε βράδυ τρώγαμε την ίδια πίτσα γνωστής αλυσίδας, της οποίας η κρεατόμαζα έχει την ίδια σχέση με κρέας όπως Ρωσίδα βίζιτα απ’ το Πουτσοσκαμπίλσκ με τους Ρομανώφ.
Έχω υποστεί ώρες ατέλειωτες τετ-α-τετ σερενάτας από αυτοδίδακτο κιθαρωδό κι επίδοξο τραγουδοποιό, στη διάρκεια των οποίων τις αρχικές μου φαντασιώσεις ερωτικών περιπτύξεων αντικαθιστούσαν άλλες, πιο βίαιες, στις οποίες του άρπαζα την κιθάρα, του την έσπαγα στην κεφάλα, και σε περίπτωση που επιζούσε, τον στραγγάλιζα με τις χορδές.
Έχω αναλύσει επί τέσσερις ώρες με το ρολόι το έργο του Μπέκετ σε μαθητευόμενο ηθοποιό ‘εναλλακτικής’ σχολής (αυτά τα πατάρια και οι υπόγες με τα μαύρα κρέπια στους τοίχους – λόγω πένθους, επειδή εκεί πηγαίνει το ταλέντο για να πεθάνει –, όπου διάφορα ναυάγια της ζωής διδάσκουν σε ανθρώπους με ανησυχίες πώς να ωρύονται εκφραστικά καθ’ όσον αύριο-μεθαύριο τους περιμένει η Επίδαυρος με ανοιχτές αγκάλες). Ωστόσο, επειδή το στόμα μου είχε γίνει τσόχινο απ’ το πες-πες κι επειδή όσο να πεις Το τέλος του παιχνιδιού, ο Γκοντό, οι Ευτυχισμένες Μέρες και ο Κραπ είναι βαρύ φαΐ (μουσακάς με τριπλή μερίδα μελιτζάνα, όπως έλεγε η μανούλα μου), όσο διαφώτιζα το εικοσάχρονο, αλαφροΐσκιωτο ηθοποιάριο περί ψυχικής ερήμωσης και ματαιότητος της ύπαρξης, κατέβαζα τα τζιν-τόνικ δυο-δυο, με αποτέλεσμα, όταν φτάσαμε στις μικρές ώρες της νύχτας και ο Ελισσαίος Ντουλίτλ άρχισε να μου πεταρίζει τα βλέφαρα για το παρασύνθημα, ήμουν τόσο τύφλα και τόσο στραγγισμένος ψυχικά απ’ την ανατομία της μπεκετικής μαυροψυχιάς, που με τη δικαιολογία ότι πετιέμαι για τσιγάρα βγήκα απ’ το μπαρ, χώθηκα στ’ αμάξι, και διακτινίστηκα στο σπίτι μου για διπλή δόση αμιτριπτυλίνης.
Έχω πάρει ecstasy, για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν έφταιγε το ότι ήμουν παχύδερμο ή το γεγονός ότι για να χορέψω σε πάρτι πρέπει να μου τάξεις γαλακτομπούρεκο αν όχι μονόπετρο, πάντως η πρώτη αίσθηση ήταν μια απείρως σκιαχτική ταχυκαρδία, σα να’ χα κατεβάσει είκοσι φραπέδες μαζεμένους. Έπειτα έπαθα ένα ωραιότατο μπλακ-άουτ, κι όταν επανήλθα στην πραγματικότητα βρισκόμουν για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο στο αεροδρόμιο (γύρω στα 10 χιλιόμετρα απ’ το σπίτι του μοιραίου πάρτι), απόσταση που είχα διανύσει, ερήμην μου, πεζή, διότι τα ποδάρια μου ήταν πιο πρησμένα κι απ’ του Οιδίποδα όταν του τα’ δεσε ο Λάιος. Όσο για την απωλεσθείσα ερωτική έκσταση, δεν θυμόμουν καν ποιο ήταν το αντικείμενό της. Ωραία πράγματα.
Έχω μιλήσει σε συγκέντρωση αριστερής φοιτητικής παράταξης. Πρόκειται για το ναδίρ του ερωτικού μου βίου, κι όσο φλυαρούσα επί παντός επιστητού, είχα στημένο το αυτί, περιμένοντας τον κόκκορα της απολιτικής μου συνείδησης να λαλήσει τρις. Όσο για τον καλλίπυγο υπαίτιο του αυτοδιασυρμού μου, ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την παπαρολογία μου, που αντί να ξεμοναχιαστούμε στο σπίτι του αποφάσισε να τραπεζώσει όλο το ασκέρι σε φοιτητο-ταβέρνα με τσίπουρα, ρακές και ξυλόπνευμα. Από εκείνο το βράδυ χρονολογείται το μίσος μου για την αριστερά.
Έχω παρακολουθήσει, αντί προκαταρκτικών, πριβέ χορόδραμα από ευειδή χορευτή με πολλά υποσχόμενη ευλυγισία, ωστόσο η περφόρμανς δεν περιλάμβανε τριψίματα κωλάδικου και χαρτονομίσματα στο βρακολάστιχο, αλλά έπρεπε να τελεστεί άμωμος, με κατάνυξη, και για όσο διαρκούσε η μουσική υπόκρουση (Μάλερ, 4η συμφωνία, ολόκληρη!!!) Στο τέλος ξερόχυσα και ησύχασα.
Έχω ταξιδέψει 22 ώρες με το πλοίο μέσα σ’ ένα διήμερο αλέ-ρετούρ. Ο αρχικός στόχος του ταξιδιού ήταν η αναθέρμανση μιας παθολογικής, καταδικασμένης σχέσης, αλλά η επίσκεψη σύντομα εκφυλίστηκε σε μπινελίκια κι εκσφενδονισμούς αντικειμένων (εκ των οποίων ένα μπουκάλι παγωμένη τσικουδιά με βρήκε στο δόξα πατρί). Το μόνο θετικό απ’ την όλη τραυματική εμπειρία είναι ότι, προσπαθώντας να διασκεδάσω κάπως την απέραντη πλήξη του πλοίου χωρίς να σκάσω χίλια ευρώ στο μπαρ για μπαγιάτικα σάντουϊτς και Gordon’s Space, κάθισα στο λάπτοπ και ξεπέταξα το Αυτοκτονώντας ασύστολα. Εξ ου και η υστερία της Ρόζας Βλάχου.
Έχω κινήσει σούρουπο για κωμόπολη της ορεινής Δράμας κατόπιν ιντερνετικού ραντεβού, παρ’ ότι δεν είχα ξαναβρεθεί ούτε καν εντός του νομού. Το αποτέλεσμα ήταν ότι γύρω στις 2 το βράδυ, όταν πλέον κάθε ελπίδα ξεπέτας είχε εξανεμιστεί κι εγώ είχα κλάσει πατάτες Νευροκοπίου απ’ τα θεοσκότεινα ρουμάνια που διέσχιζα, βρέθηκα στα σύνορα της Βουλγαρίας, όπου ευγενέσατος φρουρός μου είπε το βουλγάρικο αντίστοιχο του ‘Ουστ, μωρή χαμούρα’. Ευτυχώς δηλαδή που έπεσα στο φυλάκιο και δε συνέχισα στα τυφλά, ειδάλλως μπορεί να σάπιζα ακόμα στις φυλακές του Μπέλενε. Λίγους μήνες μετά την προαναφερθείσα δοκιμασία, φίλος μου πρότεινε να πάμε στο Φεστιβάλ Μικρού Μήκους. Ακόμα τρέχω.
Κατόπιν πιέσεων έχω ενδώσει κι έχω τραγουδήσει a cappella, ενώπιον κοινού που περιλάμβανε την επικείμενη κατάκτησή μου, όλο το δίσκο Στη λάμψη του φεγγαριού, τον οποίο λατρεύω, ωστόσο θεωρώ πιο ψυχοπλακωτικό κι από θάνατο κοντινού προσώπου. Κι αφού ξελαρυγγιάστηκα επί μία ώρα, μια ζουμπουρλούδικη κοπελίτσα, με δάκρυα στα μάτια, μου ζήτησε ανκόρ το Amara me του Νίνο Ρότα. Αυτό που δε γνώριζα ήταν ότι η εν λόγω μπουμπού είχε μόλις περάσει δραματικό χωρισμό, τον σεβντά του οποίου είχε πνίξει σε μια μπουκάλα βότκα με άρωμα βανίλια. Έτσι, μόλις τελείωσα την παραγγελιά, σηκώθηκε απ’ τον καναπέ τρεκλίζοντας και κλαίγοντας με αναφιλητά, με αγκάλιασε, και ξέρασε μια ρεματιά βότκα και ξηροκάρπια στο πουκάμισο, το παντελόνι και τα παπούτσια μου. Μετά απ’ αυτό ούτε ο Πρίαπος δε θα’ χε κουράγιο για βατέματα.
Έχω δει τη Λεπτή Κόκκινη Γραμμή, δύο φορές, στο σινεμά. Την πρώτη τουλάχιστον με είχε πάρει ο ύπνος, αλλά στη δεύτερη προβολή είχα αποφασίσει να παραμείνω άγρυπνος, διότι είχαμε καθίσει στη γαλαρία, και φιλοδοξούσα να βάλω χέρι στο νεαρό γιο του μπακάλη και λατρεμένο διαβάτη της νύχτας, άλλο που μου’ χε ψήσει το ψάρι στα χείλη επί μήνες και είχα φτάσει στο σημείο που συνοψίζει έξοχα η φράση: παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι. Τέλος πάντων λέω, ας το δούμε το στενάχωρο μια δεύτερη φορά μπας και ξεστραβωθώ και καταλάβω γιατί πρόκειται για αριστούργημα της έβδομης τέχνης, ε, κι άμα βαρεθώ, αρχίζω το καυλάντισμα. Μόνο που ο Μάλικ καταπώς φαίνεται έχει υπνωτική επίδραση επάνω μου, οπότε στο εικοσάλεπτο ροχάλιζα μακάρια. Κάποια στιγμή ξυπνάω μ’ ένα τίναγμα, και λέω, στη στεριά δε ζει το ψάρι, ή τώρα ή ποτέ, και γλιστρώντας το χέρι στ’ αριστερό μου κάθισμα αρχίζω να ξεκουμπώνω ένα φερμουάρ χωρίς να συναντώ την παραμικρή αντίσταση. Τόμπολα! σκέφτομαι, κι ετοιμάζομαι να ξεκινήσω το εργόχειρο, όταν αίφνης ακούω κάποιον να προφέρει σιγανά τ’ όνομά μου, και γυρνώντας βλέπω το επίμαχο μπισκοτολούκουμο, που καθόταν στα δεξιά μου και είχε πεταχτεί στο κυλικείο για νερό. Οπότε στρέφω το κεφάλι με τρόμο κι αντικρύζω φεγγαροπρόσωπο μεσήλικα, καραφλό και με τέσσερα προγούλια, να με κοιτάζει με ανείπωτη λαγνεία. Μου πήρε μήνες να ξαναπατήσω σε σινεμά, κι από τότε και μόνο η αναφορά του ονόματος του Μάλικ μου προξενεί σπασμούς και κολικό εντέρου.
Έχω ακούσει νεαρό Λεττονό, Λιθουανό, ή Λευκορώσο (ήμουν τούρνα και δεν θυμάμαι ακριβώς – κάτι από λάμδα, πάντως) να ερμηνεύει όλες τις συμμετοχές της χώρας του στη Eurovision, συνοδεύοντάς τες με αυτοσχέδια χορευτικά. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αναρωτήθηκα κατά πόσον έχω επιλέξει λάθος ερωτικό προσανατολισμό.
Τέλος, έχω πάει στην πιο ερημική καβάντζα του νομού Θεσσαλονίκης – στον περίφημο τάφο του Ινδού – προκειμένου να καλοπιάσω τη ρομαντική πλευρά του συνεπιβάτη μου, που ήτο νέος τρυφερός ως πατέ αγριόχοιρου κι αβάδιστος ως πουτάνα του Βαρδαρίου. Κι ενόσω μπαλαμουτιαζόμασταν ακούγοντας Τζο Ντασέν και θεωρώντας ότι έχουμε μόνη μας συντροφιά τ’ άστρα, το φεγγάρι, και τα τυχόν ξενύχτικα γίδια της ραχούλας, ένας ακόμη πιο απελπισμένος ηδονοθήρας, που είχε κουβαληθεί εκεί πέρα χωρίς αμάξι (λύσσα, όχι μαλακίες), είχε κολλήσει τη μούρη του στο παράθυρο του οδηγού, σημειώνοντας τα σκορ με το ένα χέρι κι αρμέγοντας τη μαλλιαρή γελάδα με το άλλο. Το όλο μπανιστήρι θα είχε περάσει απαρατήρητο, αλλά όπως άλλαζα θέση διαρκώς για να μην γίνει το σμίξιμό μας παρτούζα με το λεβιέ ταχυτήτων και το χειρόφρενο, σήκωσα το κεφάλι κι αντίκρυσα το κοινό μας, οπότε και ουρλιάξαμε μαζί, εκείνος έφυγε τρέχοντας στις ερημιές, κι εγώ διαπίστωσα πόσο τραγικά δύσκολο είναι να καθαρίσεις βελούδινο κάθισμα από δυνάμει απογόνους.
Αυτά τα ολίγα. Κι αν καμιά φορά, ενθυμούμενοι τα νεανικά σας ρεζιλίκια, σας έρχεται να χτυπήσετε την γκλάβα σας σε κοφτερή γωνία, ένα πράγμα να θυμάστε: όσο γελοίοι κι αν ήταν οι ερωτές μας, υπάρχουν πάντα άλλοι, γελοιότεροι.