Protagon A περίοδος

Στα λαγούμια της μεγαλύτερης μέρας

Το χθεσινό φως απέπνεε μια αίσθηση αιωνιότητας, σα να είχε επιτέλους καταφέρει το τελειωτικό του χτύπημα στη νύχτα. Σαν ήρθε το μακρύ σούρουπο, οι άνθρωποι τράβηξαν τις πολυθρόνες στην άκρη των μπαλκονιών τους, κρέμασαν τα χέρια στις κουπαστές και παρατηρούσαν εκστατικοί τον ακίνητο φωτεινό ορίζοντα.

Δημήτρης Καμπουράκης

Χθες, 21η Ιουνίου, η μέρα αρνιόταν να φύγει. Το φως γαντζώθηκε στο στερέωμα πριν ξυπνήσουν τα πουλιά και απόμεινε εκεί σίγουρο και απαστράπτον, ερήμην της κίνησης των δεικτών του ρολογιού. Το χθεσινό φως απέπνεε μια αίσθηση αιωνιότητας, σα να είχε επιτέλους καταφέρει το τελειωτικό του χτύπημα στη νύχτα. Σαν ήρθε το μακρύ σούρουπο, οι άνθρωποι τράβηξαν τις πολυθρόνες στην άκρη των μπαλκονιών τους, κρέμασαν τα χέρια στις κουπαστές και παρατηρούσαν εκστατικοί τον ακίνητο φωτεινό ορίζοντα. Χθες, και οι άνθρωποι απόλαυσαν μια φευγαλέα αίσθηση φωτεινής αιωνιότητας.

Όλοι οι άνθρωποι; Όχι. Οι νοικοκυραίοι, ασφαλώς. Και οι νοικοκύρηδες. Σίγουρα οι ισορροπημένοι. Επίσης, οι έχοντες σώας τα φρένας. Αναμφισβητήτως, οι διαθέτοντες ξεκαθαρισμένους στόχους στη ζωή τους. Προφανέστατα οι λάτρεις των στέρεων επιθυμιών και οι μυαλωμένοι των ρεαλιστικών ονειροπολήσεων. Οι λεγόμενοι κανονικοί άνθρωποι, τέλος πάντων.

Διότι υπάρχουν και οι άλλοι που μισούν τη μακρά ημέρα, που απεχθάνονται το άπλετο φως. Εκείνοι που ξέρουν πως οι αστραφτεροί ήλιοι δεν γεμίζουν αλλά αδειάζουν τις μπαταρίες τους, μετατρέποντάς τους σε ράκη. Εκείνοι που συζούν με τη χλωμάδα, που μέσα στα λαγούμια τους διακονούν δέρμα διάφανο, εύθραυστο, μισοπεθαμένο. Δέρμα ευαίσθητο στις ηδονές και στις πληγές, δέρμα που δεν αφήνει σκιά. Είναι εκείνοι που ήλιος τους είναι μια βαριά εκκρεμότητα που ξεχύνεται από μέσα τους, ένας πολυσχισματικός μετεωρισμός που γεννοβολά συνεχώς σαν κουνέλα, κάνοντάς τους κομμάτια.

Είναι κάτι ψυχές που δε συμπαθούν τα μεγάλα ξέφωτα του φωτός. Πατρίδα τους είναι η νύχτα, παιδικά τους χρόνια το σκοτάδι. Για να μην πολυλογώ, υπάρχουν ψυχές που αρνούνται να έχουν μόνο μια ψυχή. Έχουν δυο και τρεις. Πάει να πει, έχουν δυο και τρεις ζωές, δυο και τρεις Θεούς, δυο και τρεις αξιολογήσεις της ευτυχίας, της δυστυχίας, της αγάπης, της αμαρτίας. Δεν το θέλησαν, έτσι τους συνέβη, να ανήκουν στις ανθρώπινες ποικιλίες που φύονται λάθρα στα υπόγεια χωράφια της σκοτεινιάς και του νυχτεριού. Δεν ενοχλούν κανέναν, απλώς περιμένουν εκεί βαθιά μονάχοι τους να περάσει η πιο μεγάλη μέρα του χρόνου, να ξανάρθει το σκοτάδι για να ζήσουν κι εκείνοι.