Με κούρασαν οι υποσχέσεις σου που μείναν ανεκπλήρωτες. Η κριτική σου που δεν οδηγεί πουθενά. Ούτε φαντασία, ούτε όνειρο – τίποτα. Μονάχα μια κατήφεια διαρκής που σου προσδίδει βάρος αγιοσύνης. Τι μάρτυρας πρέπει να ’σαι για ν’ αντέχεις την περιρρέουσα ασχήμια που σε στραγγαλίζει! (Και τι προφήτης ήσουν, που γνώριζες εκ των προτέρων τα χάλια όπου τώρα παραδέρνουμε! Σ’ άλλες εποχές που οι άντρες φόραγαν καπέλο, θα σου το ’βγαζα.)
Όλο μου λες πως πνευματικοί άνθρωποι δεν υπάρχουν – και βάζεις πάντα στην κουβέντα και τον Χατζιδάκι, όπως ο ηθικολόγος τον Θεό – και κάνεις τάχα τον σεμνό, μα πάλι μου πουλάς πνευματικότητα, ή αυτό που θαρρείς πως θα ’πρεπε να λογίζεται ως αρετή πνευματικού ταγού: γεροντίλα, μεγαλοστομία, σοβαροφάνεια. Χάνοντας το χιούμορ σου, τον αυτοσαρκασμό σου, έχασες και τον μπούσουλα. Όπως τόσοι και τόσοι Έλληνες που κατακρίνεις, αφού ύψωσες θεόρατο το τοτέμ του εαυτού σου εντός σου, πέρασες από τα σαράντα στα εβδομήντα. Γεροντίλα, μεγαλοστομία, σοβαροφάνεια. Και νομίζεις πως τούτη η ανόσια τριάδα, αυτός ο εξουθενωτικός φερετζές που καλύπτει το βλοσυρό και πικραμένο απ’ τη ματαίωση πρόσωπό σου, θα με πείσει.
Πόσο μεγάλη, πόσο τεράστια ιδέα πρέπει να έχεις για τον εαυτό σου! Δεν σε πιάνει ίλιγγος ποτέ, στα δυσθεώρητα ύψη απ’ όπου ατενίζεις τη μικροπρέπειά μας; Περνιέσαι για Σωτήρας του Σωτήρος, όπως γράφει ο Καζαντζάκης και κράζει (στην «Αισιοδοξία» του) ο Καρυωτάκης. Αλλά ξέχασα: εσύ παριστάνεις τη σπορά του Καβάφη, διαλαλώντας με κάθε σου ανάσα πως περιέχεις το αλεξανδρινό μεγαλείο του δαφνοστεφούς ποιητή μα και την τελειότητα του λόγου του, κι όλη του την τρομερή βαρύτητα. Μα σου ’χω νέα: στην πραγματικότητα είσαι η ενσάρκωση των στίχων: «Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι / Με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους».
Μα και με τον θάνατο αναμετριέσαι θαρρετά (έτσι είναι αν έτσι νομίζεις), καθώς πιστεύεις πως έχεις ήδη στο τσεπάκι την αθανασία. Και ποιος γαμεί το έργο, τον ιδρώτα πάνω από τις λέξεις, τη συνέπεια απέναντι στην τέχνη σου; Αρκεί που αποστάζεις στάλα-στάλα το τιτάνιο πνεύμα σου και μας το προσφέρεις, νέκταρ στους διψασμένους. Εξ ου και η σιγουριά με την οποία χτίζεις αποβραδίς τους ανδριάντες σου, προτού κανείς σου τους ζητήσει, κι όταν τους καταχέζουν τα περιστέρια στενάζεις και λες: «Έτσι όλοι οι σπουδαίοι – πάντα αντιμέτωποι με την κόπρο του όχλου.»
Θα ’λεγα κι άλλα, μα είσαι πλέον ψέμα προφανές κι αυταπάτη κραυγαλέα. Ο Χόλντεν Κόφιλντ τον οποίο επικαλείσαι, μιλώντας στα σημερινά Ελληνικά, θα σου ’λεγε στα μούτρα: «Σε βαρέθηκα. Είσαι σκέτη μούφα.»
Και σε βαρέθηκα κι εγώ και σταματώ. Δεν έχει πια σημασία ούτε η ιδιότητά με την οποία μου εμφανίζεσαι, διότι κι αυτή αλλάζει σαν τον ίσκιο αναλόγως με το ποιος ήλιος κραταιός του δανείζει φως. Μ’ άλλον μανδύα σε γνώρισα, κι όσο άλλαζες πρόφτασα να δω τη θλιβερή σου γύμνια. Οπότε όταν αυτοσυστήνεσαι όλο στόμφο, φρόντισε τουλάχιστον να μην είμαι μπροστά.
Πάρε λοιπόν το λήμμα της εγκυκλοπαίδειας που πιστεύεις φουκαρά μου ότι σου αξίζει, και τράβα να τα πεις αλλού. Εν ανάγκη, σκάψε μια τρύπα στο χώμα και φώναξέ τα στους ηρωικούς νεκρούς που διαρκώς μνημονεύεις, για να πείσεις πως διαθέτεις κι εσύ στόφα ήρωα. Έχω άλλες φωτεινές ψυχές να με ζεσταίνουν και να μου δείχνουν τον δρόμο – δεν έχω ανάγκη την πενιχρή, τρεμάμενή σου λάμπα.
Χαλκός ηχών και κύμβαλο αλαλάζον. Έτσι θα ’πρεπε να γράφει η ταυτότητά σου.
Κι εγώ βαρέθηκα τους αλαλαγμούς σου.