Σε έβλεπα στα μαθήματα εκείνης της χρονιάς σταθερά, είτε είχε ήλιο είτε βροχή. «Γεννήθηκα παντός καιρού», μου είπες γελαστά όταν στο σχολίασα σ’ ένα διάλειμμα. Eνα χαμόγελο χωρίς τα γνωστά «γιατί σε μένα». Γιατί έτσι. Γιατί έβρεχε σκατά την ώρα που περνούσες. Δεν υπάρχει γιατί.
Εσύ το είχες πάθει από αυτοκινητιστικό, μου είπες μήνες μετά που ξεθαρρέψαμε κι αρχίσαμε να τα λέμε. Ο παππούς σου σ’ έριξε σ’ ένα διερχόμενο όχημα στο αντίθετο ρεύμα, ετών 17. Πέρασες από 10 νοσοκομεία για 2 χρόνια. Βγήκες με τα πόδια ακρωτηριασμένα και με το κεφάλι ψηλά. «16 μήνες κατάθλιψη είναι πολύ», είπες. «Ή θα με καταπιεί ή θα την καταπιώ». Την κατάπιες. Αρχισες άγριο διάβασμα. Φροντιστήριο ήταν δύσκολο να πας. Είχες αργήσει, δεν υπήρχαν και λεφτά για ιδιαίτερα. «Θα περάσω», είπες στην μικρή αδερφή σου, που σου ’φερνε τσάγια και νεσκαφέδες για να αντέχεις τον πόνο στα κομμένα μέλη και για να μη σε παίρνει ο ύπνος. Τα κατάφερες όμως, πέρασες στη Νομική. Γελούσες σαν χαζός τρεις μέρες. Η μάνα σου έφτιαξε τυρόπιττα για όλη τη γειτονιά. Πρώτη φορά την είδες να ανατέλλει ξανά μετά τη δύση εκείνης της μαύρης μέρας.
Την πρώτη μέρα των μαθημάτων ξύπνησες πρωί πρωί. Επλυνες δόντια και μούτρα, έλουσες το μαλλί να μοσχοβολάει, έβαλες κολόνια. Είπες στην μάνα σου να σου βάλει το καινούριο τζίν και το άσπρο πουκάμισο που σου πάει. «Αγόρι μου», είπε αυτή, «κούκλος είσαι, θα σε φτύσω να μη σε ματιάσουν». Την πίστεψες. «Φτύσε με μάνα», είπες, «γαμώ τα παιδιά είμαι».
Ντύθηκε κι εκείνη. Ανοιξε την πόρτα, έσπρωξε το καρότσι σου στον διάδρομο μέχρι το ασανσέρ και το κάλεσε. Μέχρι να έρθει έβγαλε στα γρήγορα τη μία ρόδα από το καρότσι, την πήρε παραμάσχαλα και προσπάθησε να σε στριμώξει εκεί μέσα και να χωρέσει κι αυτή. Κανένας δεν σκέφτηκε όταν έφτιαχνε τα ασανσέρ ότι κάποιος με αναπηρικό θα έμενε κάποτε εκεί. Ποτέ κανένας δεν σκέφτεται ότι κάποιος με αναπηρικό καρότσι θα μένει κάποτε στην πόλη του, στη γειτονιά του, στην πολυκατοικία του, στο ίδιο του το σπίτι. Ο κόσμος ήταν ανέτοιμος να σε υποδεχτεί. Δεν πειράζει. Χαμογέλασες στη μάνα σου και χαμογέλασε κι εκείνη. Τα καταφέρατε πάλι. Ακόμα μια μέρα. Κεφάλι ψηλά, μέσα η κοιλιά, πάμε!
Οταν το καροτσάκι στράφηκε στην άκρη της ράμπας, έτοιμο να σκαρφαλώσει προς τη πρώτη μέρα της μελλοντικής ζωής σου, τότε μόνο είδες ότι η πόρτα ήταν κλειστή. Η μάνα τρελάθηκε. Σε άφησε σχεδόν στη μέση του δρόμου και μπήκε αλαφιασμένη μέσα στον θυρωρό
Εκείνη σ΄ άφησε ένα λεπτό στο πεζοδρόμιο κι άρχισε να τρέχει πρώτα δεξιά και μετά αριστερά, να βρει μια τρύπα μέσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, να βρει ένα διάδρομο για να περάσεις. Τίποτα. Κατέφυγε στην τελευταία λύση: άρχισε να φωνάζει «Βαγγελίτσα έλα πάρε το αυτοκίνητό σου τώρα, το παιδί έχει μάθημα!» Η φίλη της από το διπλανό μαγαζί ευτυχώς έχει κρατημένη (παράνομα) τη μπροστινή θέση παρακαρίσματος. Φιλότιμη γυναίκα. Τρέχει, αρπάζει τα κλειδιά και το βάζει μπροστά –την είχε ειδοποιήσει η μάνα αποβραδίς -. Εσο έτοιμη.
Το ταξί που καλέσατε έφτασε πάνω στην ώρα. Μόλις σε είδε έφυγε. Είναι μικρό είπε. Πώς να τον βάλω. Εχω και πόνους στα χέρια. Πριν απαντήσεις, έφυγε.
Κάλεσες άλλον από ραδιοταξί. «Να χωράει αναπηρικό», είπες. Πέρασαν 3-4 λεπτά μέχρι να ανακαλύψουν ποιος χωράει αναπηρικό. Βαριούνται, σκέφτηκε η μάνα σου. Πού να κλείνεις καρότσι, να το βάζεις πορτ μπαγκάζ, να κουβαλάς τον ανάπηρο, να πολεμάς να τον χώσεις στο κάθισμα, άσε ρε μαλάκα, βαριέμαι, ας πάει άλλος, για 10 ευρώ να μου φύγει ο τάκος δεν λέει.
Μετά από 10 λεπτά ήρθε κάποιος. Λιγόλογος. Σε τακτοποίησε, κάθισε και η μάνα δίπλα και ξεκινήσατε. Προσπαθούσες να κάνεις restart τη διάθεσή σου. Πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής σου, είπες από μέσα σου για να μη σε κοροϊδέψουν. Θα πας εκεί, θα γνωρίσεις κόσμο, θα μάθεις πράγματα, θα ερωτευτείς. Ολα θα τα κάνεις.
Οταν φτάσατε η μάνα έκανε σήμα στον ταξιτζή να σταματήσει μπροστά στη ράμπα. Τα αυτοκίνητα περνούσαν και κόρναραν, έπρεπε να γίνουν όλα συντονισμένα. Ο ταξιτζής έβγαλε το αμαξίδιο, το στήσανε ξανά με τη μάνα, ύστερα σε βγάλανε προσεκτικά και σε τοποθέτησαν μέσα του. Τον πλήρωσε κι έφυγε βρίζοντας για την ώρα που ‘χασε.
Οταν το καροτσάκι στράφηκε στην άκρη της ράμπας, έτοιμο να σκαρφαλώσει προς τη πρώτη μέρα της μελλοντικής ζωής σου, τότε μόνο είδες ότι η πόρτα ήταν κλειστή. Η μάνα τρελάθηκε. Σε άφησε σχεδόν στη μέση του δρόμου και μπήκε αλαφιασμένη μέσα στον θυρωρό.
«Η ράμπα οδηγεί σε μια κλειστή πόρτα;!» ρώτησε με μια ήρεμη απελπισία. «Γιατί;»
«Γιατί δεν την χρησιμοποιεί κανείς», είπαν εκείνοι.
«Και οι ανάπηροι πως μπαίνουν;», συνέχισε.
«Δεν έρχονται, είπαν εκείνοι. Διότι άντε και μπαίνουν μέσα. Πώς θα ανεβούν αυτές τις σκάλες να πάνε στις αίθουσες;»
«Βλέπω ένα μηχανισμό λίφτ εκεί», είπε η μάνα όλο ελπίδα.
«Μπα, έχει χαλάσει εδώ και καιρό.»
«ΚΑΙ ΤΙ ΚΑΝΟΥΝ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΠΗΡΟΙ;», ούρλιαξε τώρα. Της είχε φύγει και η ντροπή και όλα. Ηθελε να τους σκίσει τώρα.
«Ε, αν έρθουν, κάτι θα κάνουμε», είπε εκείνος και ξαναχώθηκε στο κουβούκλιο.
Εκείνη στράφηκε προς εσένα που την κοιτούσες παγωμένος. Ακουγες. Αρχισαν να μαζεύονται παιδιά. Μια ξανθούλα είδε τη φάση και έσκυψε. «Τι έγινε; Θέλεις βοήθεια;», σου είπε. Γλυκό κορίτσι. Δεν την κοίταξες γιατί μετά θα τη θυμόσουν και δεν ήθελες. Εκανες σήμα στη μάνα σου να πλησιάσει.
«Πες του ότι ήρθα. Και δεν έχω σκοπό να φύγω», της είπες, προσπαθώντας να δείχνεις ήρεμος. Στο κάτω κάτω ήταν η πρώτη μέρα της μελλοντικής ζωής σου.