Σε είδα απογοητευμένη. Ντύθηκες στα λευκά, ασβεστώθηκες και ακινητοποιήθηκες σε μια άβολη πόζα παριστάνοντας το άγαλμα. Το παιδί από δίπλα. Το πρόσεχες και σε πρόσεχε.
Μία ώρα, δύο ώρες, κανείς δεν συγκινήθηκε. Όταν ο πόνος στην πλάτη άρχισε να γίνεται ανυπόφορος, υπενθύμισες στον εαυτό σου ότι είσαι καλλιτέχνις, street artist, και η τέχνη θέλει θυσίες. Όταν η κυράτσα στο μαγαζί δίπλα σε κοίταξε με περιφρόνηση, είπες φωναχτά αλλά από μέσα σου «Έχω ένα παιδί να ταΐσω βρε ζώον». Όταν τα πόδια σου άρχισαν να τρέμουν απ' την ορθοστασία, κοίταξες το κουτάκι και δεν είχε τίποτα μέσα. Σωριάστηκες στο καφάσι παραιτημένη.
Το παιδί σου είδε τα μάτια σου να σκοτεινιάζουν και σου χαμογέλασε ενθαρρυντικά. Αυτό μπορούσε, αυτό έκανε – δεν θα 'ναι πάνω απο τριών χρονών.
Δεν έχεις τίποτα αλλά ευτυχώς έχεις το παιδί.