Το ταξίδι είχε προγραμματιστεί από τον Αύγουστο. Η παρέα θα πήγαινε στο Παρίσι στα μέσα Νοεμβρίου. Λίγο πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, τα εισιτήρια είναι φτηνότερα, η πόλη άδεια και το κρύο λιγότερο. Η Αναστασία, η 23χρονη δασκάλα από τη Λάρισα, πήγαινε για πρώτη φορά στην πόλη του φωτός. Ο πύργος του Άιφελ, το μουσείο του Λούβρου, η Νοτρ Νταμ, η Μονμάρτη, οι Βερσαλλίες…
Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και το τελευταίο βράδυ, το βράδυ της Παρασκευής, ένας φίλος τούς πρότεινε την οδό Βολτέρ. «Έχει νεολαία και δεν έχει πολλούς τουρίστες», τους είπε. Κι αυτό ήταν αρκετό. Η νεολαία σήμερα, όταν ταξιδεύει, σιχαίνεται τα τουριστικά σημεία, θέλει να ζει στους πραγματικούς ρυθμούς της πόλης που επισκέπτεται.
Αρχικά, έκαναν βόλτες στη γειτονιά, που εκείνο το βράδυ έσφυζε κυριολεκτικά από ζωή. Κάποιοι πήγαν για τη συναυλία, άλλοι για το ποδόσφαιρο, κάποιοι άλλοι για φαγητό και ένα ποτήρι κρασί. Τελικά, επέλεξαν το «BAROMETRE», ένα μπαράκι στην Boulevard Voltaire, 50 μέτρα από το Bataclan. Το μαγαζί είχε ανοιχτές τηλεοράσεις κι ο κόσμος έβλεπε ποδόσφαιρο.
Μαζί με τα πρώτα ποτά, ακούστηκε και ο πρώτος πυροβολισμός. Πριν από λίγο όμως, είχε μπει το γκολ της Γαλλίας κι έτσι όλοι πίστεψαν ότι πρόκειται για πανηγυρισμούς. Όμως οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν κι ήταν πλέον ξεκάθαρο ότι κάτι κακό συμβαίνει. Τότε, ο σερβιτόρος βγήκε έξω ουρλιάζοντας και τους είπε να μπουν γρήγορα μέσα στο μαγαζί και να πέσουν στο πάτωμα για να σωθούν. Η παρέα δεν μιλούσε Γαλλικά και ο σερβιτόρος προσπάθησε να τους εξηγήσει ότι πρόκειται για επίθεση τρομοκρατών. Μισή ώρα έμειναν πεσμένοι στο πάτωμα. Μόλις βγήκε το πρώτο έκτακτο δελτίο ειδήσεων με τον χάρτη των επιθέσεων σχεδιασμένο, όλοι άρχισαν να κλαίνε. Τότε, συνειδητοποίησαν ότι το BAROMETRE ήταν περικυκλωμένο από τρομοκράτες.
Δύο Γαλλίδες που κατάλαβαν ότι είναι τουρίστες τούς έσυραν κλαίγοντας στις τουαλέτες για να κρυφτούν. Η Αναστασία, σαστισμένη. Σαν να μη συνέβαινε σε εκείνη. Μια σκέψη μόνο πέρασε από το μυαλό της. «Ας μην τηλεφωνήσουν τώρα οι γονείς μου. Ας μου τηλεφωνήσουν όταν θα έχω κάτι να τους πω…». Κάποια στιγμή, το ηλικιωμένο ζευγάρι που έμενε στον πρώτο όροφο άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του για να φυγαδεύσει τα 60 άτομα που ήταν εκείνη την ώρα στο μπαρ. Οδηγήθηκαν εκεί από την εσωτερική σκάλα της πολυκατοικίας που συνέδεε το μαγαζί με τους ορόφους. Η Αναστασία δεν θυμάται καν τη μορφή του άντρα. Μόνο τη γυναίκα του θυμάται να κοιτάει χαμένη. Ο ηλικιωμένος άντρας τούς ζήτησε να πέσουν στο πάτωμα και μετά έκλεισε όλα τα φώτα του διαμερίσματος. Έμειναν εκεί μία ώρα, δύο ώρες; Δεν υπήρχε αίσθηση του χρόνου. Όλα είχαν παγώσει…
Κι ύστερα, στον δρόμο, στο απέναντι πεζοδρόμιο, η απόλυτη φρίκη. Διαμελισμένα κορμιά, σκεπασμένα σώματα, άνθρωποι γυμνοί από τη μέση και πάνω, καλυμμένοι με αίματα… Ημίγυμνοι, με τα χέρια ψηλά για να φαίνεται ότι δεν είναι ζωσμένοι με εκρηκτικά. Φώναζαν, ούρλιαζαν, παρακαλούσαν για βοήθεια. Ασθενοφόρα, σειρήνες, γυαλιά και αίμα. Έφυγαν τρέχοντας…
Η αστυνομία και ο στρατός τούς υπέδειξε την ασφαλέστερη διαδρομή για να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο. Τα ταξί ήταν γεμάτα κι έτσι περπάτησαν χιλιόμετρα. Κάθε λίγα μέτρα ομάδες αστυνομικών έκαναν ελέγχους. Τελικά, στο ξενοδοχείο έφτασαν ξημερώματα. Σε λίγες ώρες, η παρέα πετούσε για Ελλάδα. Η πτήση έγινε στην ώρα της. Ο έλεγχος όμως ήταν αυστηρός.
Τώρα, λίγες μέρες μετά, η Αναστασία παρακολουθεί τα δελτία των 8 από το πατρικό της στη Λάρισα. Οι ιστορίες των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους, δεν την αφήνουν να χαρεί το αίσιο τέλος της δικής της ιστορίας. Τι είπαν οι γονείς της όταν την είδαν; Ότι κέρδισαν το Τζόκερ! Και δεν είχαν κι άδικο…
«Θα ξαναπάς στο Παρίσι;», αναρωτιέμαι. «Όχι σύντομα», απαντά. Η πόλη του φωτός θα της φέρνει πάντα στο μυαλό εκείνες τις εικόνες στην οδό Βολταίρου. Στην οδό Βολταίρου, του διαφωτιστή, του υπερασπιστή της ανεξιθρησκίας του υπερασπιστή της ελευθερίας του λόγου.
«Κι αν κάποτε, σε κάποια σχολική αίθουσα, χρειαστεί να μιλήσεις στους μαθητές σου για όλα όσα έζησες;» τη ρωτάω. «Δύο πράματα θα τους πω: Ότι αυτά είναι τα αποτελέσματα του μίσους, της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού. Και το δεύτερο… Να εκτιμούν τη ζωή. Να εκτιμούν την κάθε στιγμή και να μη θεωρούν ποτέ, τίποτα δεδομένο».