Ηταν Χριστούγεννα του 2006. Ο τότε φίλος μου, κάτοικος Αλσούπολης, με γύριζε στο σπίτι μου στα Πατήσια με το αυτοκίνητό του. Καθώς πλησιάζαμε στο στενό που έμενα -και μένω-, κοιτάζει προς τα πάνω ένα μπαλκόνι στολισμένο για τις γιορτές. «Α έχετε και φωτάκια εδώ ε;» διαπίστωσε σχεδόν σοκαρισμένος.
«Εχουμε ναι. Ηρθε και στα Πατήσια ο ηλεκτρισμός επιτέλους. Επίσης έχουμε και ρεύμα, και πόρτες, και τον τελευταίο καιρό μαθαίνουμε να περπατάμε στα δύο πόδια. Τα καταφέρνουμε αρκετά καλά» ήταν η απάντησή μου στον υπόγειο ρατσισμό του.
Τον τελευταίο καιρό, οι ειδήσεις που έχουν να κάνουν με μία από τις πιο απαξιωμένες γειτονιές της Αθήνας πληθαίνουν. Κοντά στις αληθινές, έρχονται να προστεθούν και οι κατασκευασμένες, όπως εκείνη που ακούσαμε πριν από λίγο καιρό, με την 25χρονη, που προκειμένου να αποφύγει να παντρευτεί δεν δίστασε να σκηνοθετήσει τον υποτιθέμενο βιασμό της -πού αλλού;- στο Πεδίον του Αρεως.
Ο «τόπος του εγκλήματος», βούτυρο στο ψωμί της κοινής γνώμης. «Ανδρο ακολασίας, η εγκληματικότητα χτυπά κόκκινο, ο τρόμος των κατοίκων» και πολλοί άλλοι τίτλοι τεραστίων διαστάσεων έκαναν την εμφάνισή τους. Αλλη μια μαχαιριά, έστω και με σουγιά, έστω επιφανειακή, για να τραυματίσει τη χιλιοχτυπημένη υπόληψη της πιο απαξιωμένης περιοχής της Αθήνας.
Στο άκουσμα μιας ακόμα τέτοιας είδησης, όλοι θα σπεύσουν να τρομοκρατηθούν, να κάνουν άλλη μια στροφή με τα κλειδιά μέσα στην κλειδαριά ασφαλείας τους.
Πέρα όμως από τις ιστορίες που τρομοκρατούν και εντείνουν την αίσθηση του γκέτο, υπάρχουμε και εμείς. Οι ριψοκίνδυνοι. Τα παιδιά ενός κατώτερου αστικού Θεού, που «παίζουμε καθημερινά τη ζωή μας κορώνα-γράμματα, ακροβατούμε πάνω σε τεντωμένο σκοινί και επιμένουμε να μένουμε στα Κάτω Πατήσια».
Πώς είναι λοιπόν να μένεις στη λιγότερο trendy περιοχή της Αθήνας; Και κυρίως, πώς είναι δυνατόν να μη φοβάσαι να μένεις εκεί;
Συνέβη και σ’ εμένα το 2011. Κουρασμένη από τα σχόλια και από τα απαξιωτικά βλέμματα πολλών φίλων μου κάθε φορά που με επισκέπτονταν, αποφάσισα να βρω ενοικιαστή για το δικό μου σπίτι στα Πατήσια και να μεταναστεύσω στην πολύ πιο φωτογενή και δημοφιλή πλατεία Προσκόπων, στο Παγκράτι.
Είχα βαρεθεί να απολογούμαι για την περιοχή στην οποία μεγάλωσα και η οποία έτυχε, κάπου στη μέση των ‘0s να δεχτεί ένα τεράστιο κύμα ανθρώπων που έφυγαν σαν κυνηγημένοι από τις χώρες τους. Το 2011 η κατάσταση είχε γίνει δύσκολη, ψυχολογικά σχεδόν αβάσταχτη. Η οικονομική κρίση ήταν στα φόρτε της, ο φόβος καραδοκούσε παντού, οι πρώτοι χρυσαυγίτες είχαν αρχίσει τις «περιπολίες».
Αρχικά δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκαναν κάποιοι Ελληνάρες: πήγαιναν συστηματικά κάθε Σάββατο στην αυτοσχέδια λαϊκή και ξήλωναν τους πάγκους με την πραμάτεια των ξένων που προσπαθούσαν να πουλήσουν όσο-όσο ό,τι έβρισκαν από δω κι από κει. Και έκλειναν το φασιστικό τους νούμερο τραγουδώντας τον Εθνικό Υμνο. Παρέσυραν και άλλους, οι οποίοι έβγαιναν στα μπαλκόνια και άρχιζαν το πρίμο-σεκόντο.
Οσο αγρίευαν τα πράγματα, άλλο τόσο με τρομοκρατούσαν οι φίλοι και οι γνωστοί – «σήκω και φύγε, δουλειά έχεις, νοίκιασέ το αυτό και πήγαινε κάπου αλλού, θα σε σφάξουν καμιά ώρα».
Εφυγα λοιπόν, για να μη με σφάξουν. Στην πραγματικότητα, έφυγα για να μην τους ακούω να μου λένε ότι θα με σφάξουν. Τη μεγαλύτερη γκετοποίηση την έχω βιώσει από τους Αθηναίους των άλλων, «καλών» περιοχών της πόλης. Ξαφνικά βρίσκεσαι στο σημείο να λογοδοτείς «γιατί κατάντησαν έτσι τα Πατήσια, η σάρα και η μάρα μαζεύτηκε εδώ» κ.λπ. κ.λπ. Από ανθρώπους που δεν είναι ρατσιστές. Αρκεί να μη βρέχουν τα απόνερα του Προσφυγικού την πόρτα τους.
Για την πλατεία Προσκόπων, τη γειτονιά του Μάνου Χατζιδάκι, δεν είχα να λογοδοτήσω σε κανέναν. Αντιθέτως, δεχόμουν θερμά συγχαρητήρια για την επιλογή μου. Ενιωθα σαν κινηματογραφική Αμελί κάθε φορά που κατέβαινα και αντί να δω το γωνιακό μπακάλικο του γείτονα Πακιστανού, έβλεπα το «Λεξικοπωλείο», ένα γουστόζικο γαλλικό βιβλιοπωλείο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το νέο σπίτι μου.
Τώρα μάλιστα. Ξαφνικά οι ταξιτζήδες με γύριζαν με χαρά στην αξιοζήλευτη οικία μου, δεν ξίνιζαν τα μούτρα τους όπως όταν τους έλεγα «Κάτω Πατήσια». Στην πλατεία Προσκόπων, που απέχει λίγα βήματα από το Καλλιμάρμαρο και βρίσκεται σε μια νοερή ευθεία από την Ηρώδου Αττικού, επέστρεφα πολύ συχνά και με τα πόδια, ακόμα και στις 4 το πρωί. Τέτοια άνεση είχα τώρα που είχα φύγει από το επικίνδυνο «γκέτο», το Μπρονξ της Αθήνας.
Η αλήθεια είναι ότι δεν βρήκα και μεγάλη αλληλεγγύη σε αυτό το αστικό φιλέτο όταν τη χρειάστηκα δύο φορές. Ούτε όταν μια ημίτρελη ηλικιωμένη, μέρα μεσημέρι με χτύπησε δυνατά στο χέρι επειδή πίστευε ότι ανήκαν στον δικό μου σκύλο οι ακαθαρσίες που κάποιος άλλος δεν είχε μαζέψει.
Κανένας δεν βγήκε από τα γαλλικής αισθητικής μαγαζάκια, τους κομψούς φούρνους και τα trendy κομμωτήρια για να πάρει το μέρος μου.
Ούτε ένα βράδυ που κάποιος τοξικομανής, που ίσως κατευθυνόταν προς τα «κακά Πατήσια» και μάλλον είχε χάσει τον δρόμο του άρχισε να με απειλεί για να του δώσω ό,τι είχα πάνω μου. Η γυναίκα που βρισκόταν ακριβώς από πίσω μου, γειτόνισσα της καλής περιοχής και της καλής κοινωνίας το έβαλε στα πόδια λέγοντας βιαστικά στον σκύλο της «πάμε Ηρα!». Ευτυχώς η διαπεραστική μου τσιρίδα τρόμαξε ακόμα και εκείνον που με απειλούσε και τράπηκε σε φυγή.
Επέστρεψα εφέτος στα πάτρια εδάφη. Η ατμόσφαιρα έχει αλλάξει. Οχι, δεν έφυγαν οι «ξένοι». Και μάλλον δεν θα φύγουν ποτέ. Ομως ο χρόνος που βοηθά σε όλες τις περιπτώσεις, βοήθησε κι εδώ. Δεν υπάρχει πια εκείνη η αποπνικτική αντιπαλότητα. Οι ιθαγενείς δεν φοβούνται τόσο πολύ τους ξένους και οι ξένοι έχουν γίνει ιθαγενείς. Ολοι έχουν συνηθίσει.
Δεν λέω ότι έχω άγνοια κινδύνου στα Πατήσια. Ούτε θα παίξω με την τύχη μου και θα κυκλοφορώ ολομόναχη μετά τη 1 το βράδυ. Στην πολυκατοικία κλειδαμπαρωνόμαστε. Επειδή είναι νεόδμητη, του 2004, και μένω στον πρώτο όροφο, οι γνωστοί φίλοι των καλών περιοχών πάντα μα πάντα θα μου υπενθυμίζουν «να προσέχεις εδώ που μένεις ε, είσαι και χαμηλά, μπορεί να πηδήξει κανείς μέσα». Προσεύχομαι να μη μένουν στην περιοχή κλέφτες με ταλέντο στο παρκούρ και μπαίνω στο διαμέρισμά μου.
Ευτυχώς δεν ακούγονται πια οι φάλτσοι χρυσαυγίτες τα Σάββατα στη λαϊκή. Τα γύρω στενά έχουν γεμίσει με antifa συνθήματα. Και κάθε φορά που πέφτω πάνω σε φασιστικά φέιγ βολάν, επιτρέπω στον σκύλο μου να τα κατουρήσει.
Βοήθησε το ότι, λόγω κρίσης, την τελευταία πενταετία επέστρεψαν και πολλοί Ελληνες στην περιοχή, που είχαν κάποιο πατησιώτικο σπίτι της ντροπής, παρατημένο, και πλέον δεν έχουν λεφτά για να δίνουν ενοίκιο αλλού.
Βοήθησε όχι επειδή αυξήθηκαν αριθμητικά οι Ελληνες, αλλά επειδή πρόκειται για πιο προσγειωμένους στη σκληρή πραγματικότητα Ελληνες, που και αν ακόμα κάποτε είχαν μεγαλοπιαστεί, τώρα το μικρό σπίτι στα Πατήσια τούς φαίνεται πραγματική όαση. Ακριβώς επειδή είναι δικό τους.
Δεν είναι ότι έχει εκλείψει ο ρατσισμός των λοιπών Αθηναίων που με λυπούνται επειδή μένω και πάλι στην περιοχή όπου μεγάλωσα. «Α εκεί είναι εντελώς γκέτο, ε» ήταν ένα πρόσφατο σχόλιο που μου έκανε κάποιος, συνοδευόμενο με σαρκαστικό γελάκι. «Οχι όσο νομίζεις» του απάντησα.
Ακόμα κι ο καλύτερός μου φίλος, μου είπε τις προάλλες που είχαμε δώσει ραντεβού στον σταθμό του Αγίου Νικολάου για να έρθει στο σπίτι μου: «Οση ώρα σε περίμενα, δεν άκουσα καθόλου ελληνικά». Απάντησα με ένα σύντομο αστειάκι, του τύπου «για νέο μου του λες; Αυτό όμως είναι καλό για σένα. Μαθαίνεις και ξένες γλώσσες».
Τώρα πια, όσο πιο πολύ απαξιώνουν την περιοχή μου τόσο πιο πολύ την αγαπάω. Καμιά φορά σκέφτομαι να διοργανώσω μίνι εκπαιδευτικές εκδρομές στα Κάτω Πατήσια, για να ξεναγήσω κόσμο σε πράγματα που μπορεί να δει μόνο όποιος ζει και αναπνέει σε ένα τέτοιο μέρος. Μικρά μυστικά που δεν θα δεις ποτέ σε ένα πολεμοχαρές δελτίο ειδήσεων.
Οπως την πλατεία στα Θυμαράκια, που έχει ακόμα παιδιά που παίζουν. Και τον πλανόδιο ψαρά που περνάει με ένα μηχανάκι κι ένα καφάσι με πάγο και φρέσκα ψάρια δεμένο στο πίσω μέρος. Και πολλά πολλά ακόμη.
Αυτό που εξακολουθεί να με στενοχωρεί στα Πατήσια και που ώρες ώρες γίνεται αβάσταχτο, είναι ότι εδώ βλέπεις την αλήθεια γυμνή και αφτιασίδωτη. Η φτώχεια είναι ολοφάνερη σε κάθε γωνιά, όπου και αν στρέψεις το βλέμμα. Στα μικροσκοπικά μπαλκόνια με ένα δεμένο σκοινί για να χωρέσει τη μπουγάδα μιας πολυμελούς οικογένειας. Βλέπεις παιδικά ρουχαλάκια απλωμένα χωρίς καν να στερεώνονται από κάποιο μανταλάκι.
Οι άνθρωποι είτε πιστεύουν στον δικό σου Θεό είτε σε κάποιον άλλο, ψάχνουν ακόμα επίμονα στα σκουπίδια και όποτε πλησιάζεις τον κάδο με την παραγεμισμένη σου σακούλα αναρωτιέσαι αν υπάρχει εκεί μέσα κάτι χρήσιμο γι’ αυτούς.
Ο Πακιστανός που πουλάει -σε ποιον άραγε;- πολύχρωμα μπαλόνια και κάθε βράδυ, την ίδια ακριβώς ώρα, τον βλέπεις να ανεβαίνει κουρασμένος τα σκαλιά της πολυκατοικίας κρατώντας τα στο χέρι, λες και το καθένα από αυτά ζυγίζει εκατό κιλά. Πανέμορφη εικόνα μέσα στην τόση απογοήτευση που ο ίδιος κουβαλάει. Τέτοιες εικόνες, αστικά ποιητικές και ψυχολογικά άβολες, μόνο σε αμακιγιάριστες γειτονιές όπως τα Κάτω Πατήσια θα συναντήσεις.
Και είναι και οι «άνθρωποι των μαγαζιών» όπως τους έχω βαφτίσει: εκείνοι που νοίκιασαν ισόγεια μαγαζιά και ζουν μέσα σ’ αυτά. Οποτε έχουν ανοιχτή την πόρτα, ρίχνω κλεφτές ματιές και βλέπω μέσα κρεβάτια και πολύχρωμες κουβέρτες, ένα ποδήλατο, μια καρέκλα. Η ζωή που συνεχίζεται σε απρόβλεπτα μέρη.
Εχουν καλύψει τα τζάμια της βιτρίνας με εφημερίδες. Υπάρχει και το προσωπικό μου αγαπημένο σπίτι-μαγαζί, που καλύπτεται με μια κουρτίνα που γράφει παντού «Paris». Τα Πατήσια εκ Παρισίων.
Θυμάμαι καμιά φορά, που οι γονείς μου, όπως και πολλοί άλλοι γονείς, άφηναν στη δεκαετία του ’80 την πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή «για να κάνει ρεύμα». Κανένας δεν φοβόταν τότε. Συχνά υπήρχε κι ένα κλειδί κάτω απ’ το χαλάκι ή μέσα στη γλάστρα – «για μια ώρα ανάγκης».
Στις πλατείες κάναμε ποδήλατο με τις ώρες, και ο μπαμπάς μάς αναζητούσε όταν είχε πια νυχτώσει. Κανένας ήχος amber alert δεν μας χαλούσε το παιχνίδι. Σπίτι σου είναι εκεί όπου χτυπά η καρδιά σου. Και ας μην μιλάμε όλοι την ίδια γλώσσα. Και ας μας χαράζουν το βεβαρημένο ποινικό μητρώο ακόμα και με ψεύτικους σουγιάδες.