Αυτή την ώρα που γράφω ο Frank Sinatra μου μουρμουρίζει διάφορα που τα ακούω χαζογελώντας και στο σαλόνι βρίσκονται ήδη οι κούτες με τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Σε λίγες ώρες, στο κενό απ’ τη δουλειά, θα ανάψω το τζάκι, θα βάλω χριστουγεννιάτικες μουσικές, θα ετοιμάσω το τσάι και τα κουλουράκια κανέλας και θα ανοίξω σε όποιον έρθει να στολίσουμε παρέα και να λέμε ιστορίες. Να γεμίσουμε χρυσόσκονες τα ρούχα μας… Αυτήν τη φορά θα το κάνω σαν γιορτή. Και κάθε φορά από ‘δω και πέρα.
Όχι πολλά χρόνια πίσω, έγραφα εδώ «Τα Χριστούγεννα σε υποχρεώνουν σε θυσίες, που δεν γίνεται να μην κάνεις, γιατί δεν είναι ωραίο να χαλάς τις καρδιές των δικών σου. Άλλωστε οι δικοί σου άνθρωποι, η θαλπωρή του σπιτιού σου, το ότι στέκεσαι στα πόδια σου, είναι τα δεδομένα που δεν θα έπρεπε ποτέ να υποτιμήσεις. Τα Χριστούγεννα -ακόμη κι αυτά που η αγορά σου φέρνει δυο μήνες πριν- ξεσηκώνουν τις δύσκολες σκέψεις, υγραίνουν τα μάτια, κάνουν το λαιμό να κομπιάζει για να μη μπορείς να φωνάξεις αυτό που πραγματικά θέλεις…». Και έτσι ήταν. Στόλιζα το σπίτι μου, για «να το στολίσω». Πήγαινα στα οικογενειακά τραπέζια, για «να πάω». Προστακτικές που μισούσα. Καταθλίψεις. Και τελικά αχαριστία. Το μόνο που απολάμβανα ήταν η συμβίωση με τους καλικάντζαρους.
Ακριβώς ένα χρόνο πριν, βρέθηκα να περνάω μια κατάσταση που αφενός δεν είχε πλάκα αφετέρου την πήρα στην υπερβολή της δίχως λόγο. Στις 7 του Δεκέμβρη και ενώ αυτή είχε παρέλθει, αργά το απόγευμα πετάχτηκα από τον καναπέ και κατέβηκα στην αποθήκη. Μέσα σε τρεις ώρες είχα στολίσει το σπίτι μου ωραιότερα από ποτέ. Ένα λαμπιόνι στο λιγοστό φως μιας όποιας φλόγας είναι δεκάδες χρώματα άλλα από αυτά τα δεδομένα της χωρίς Χριστούγεννα καθημερινότητας. Έτσι αγάπησα τα Χριστούγεννα. Παρατηρώντας. Εντοπίζοντας τι είναι αυτό «το άλλο» της συναλλαγής. Το επόμενο μεσημέρι ήμουν χαμογελαστή στην κουζίνα και έφτιαχνα αστέρια από μπισκότο. Ακολούθησαν αμέτρητες συνταγές. Χάριζα γλυκά σε όλο τον κόσμο. Έδινα γεύσεις, σχήματα, το ζούσα. Ούτε ξέρω πόσα χιλιόμετρα περπάτησα στη στολισμένη πόλη με ζεστό καφέ στο χέρι και την αγαπημένη μου μπίτερ στην τσέπη. Είδα το «Μόνος στο σπίτι» σαν να μην το’χα ποτέ ξαναδεί και θα το δω πάλι φέτος. Και δεν ήταν αντίδραση. Ο κόσμος μου όλος έβλεπε έναν άλλον άνθρωπο και εγώ ένιωθα ευγνωμοσύνη για αυτό που συνέβαινε. Ξαναθυμήθηκα πώς να κάνω σαν παιδί. Δεν ήταν δύσκολο. Ήταν αναγκαίο και τελικά λυτρωτικό. Κάντε το.