Υπάρχουν σ' αυτόν τον κόσμο σπουδαιότερα πράγματα από αυτά που μας έχουν μάθει να προσκυνούμε για σπουδαία.
Μακριά. Κλείσε την αυλόπορτα και φύγε αθόρυβα με βήμα ήρεμο και σταθερό και αν κατά τύχη είναι ανοιχτό το παράθυρο και σε δουν, στείλτους το τελευταίο σου φιλί, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ομορφιά από το δρόμο. Εκεί είναι ο βαθύς πόνος και η λίγη ευτυχία. Εκεί το γκρίζο του ατσαλιού. Εκεί αυτό που ψάχνεις.
Κανείς δε σε ρωτάει πού γεμίζεις, πού βρίσκεις το κουράγιο και συνεχίζεις. Περιμένουν να σε δουν άδειο, να διαπραγματευτούν την ανάγκη σου, να εμπορευτούν την αγάπη τους. Φύγε, όχι να το βάλεις στα πόδια, όχι «φυγή», αυτό είναι παγίδα, κύλα ήσυχα σαν το λάδι. Με την ανάσα σου και μόνο. Ξέρεις. Γίνε συνωμότης του εαυτού σου. Οργάνωσε απόδραση καθαρή. Οριστική, τελεσίδικη, μη αναστρέψιμη. Κόψε. Κάψε. Πέταξε ό,τι κέρδισες με κάλπικο νόμισμα. Ό,τι εμποδίζει. Ζήτησε διαζύγιο από τη σπατάλη. Από το παρελθόν. Σαν να μην υπήρξε.
Το τι θα πουν μη σε απασχολεί, ό,τι ακούγεται από τους απέξω είναι ανάξιο λόγου, να είσαι πέρα και πάνω από αυτά, το ξέρεις, το έπαθες, το έμαθες, έχει δύσκολη ορθογραφία το κομμωτήριο και τα τατουάζ τα δικά σου να τα χτυπήσεις στα λόγια σου.
Δεν είναι αργά. Είσαι πολύ χλωρός, πολύ ζωντανός για να πεθάνεις αβασάνιστα, ό,τι ονοματεπώνυμο και να καρφώνουν στους δρόμους, αυτό που θα μένει για πάντα είναι Πειραιώς και Πατησίων.
Πάρε την οδό της πατούσας σου, στηρίξου στον ώμο της, στρίψε αριστερά στη σκόνη της, φόρεσε την τρύπια κάλτσα, περπάτησε τους μαγεμένους δρόμους, χόρεψε τη μουσική τους. Εκεί χτίσε το σπίτι το διώροφο, με τα πάνω του και τα κάτω του, κάνε το σκύλο φίλο, το γάβγισμά του συντροφιά. Κρέμασε την ταμπέλα, προσοχή σκύλος.
Ξεκίνα, έλα. Εγώ που λάτρεψα το πορτοκάλι θα στο πω, χωρίς νεράντζι δεν υπάρχω και δε ζω.