Πρώτα η σκέψη πάει – από ασυνείδητη επιστροφή στην παιδική ηλικία, όταν πιστεύαμε ότι κι αν μας έλεγαν – στην προσευχή: Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, για τούτο και για κείνο…
Μα έπειτα σταματώ, σκοντάφτω σε μιαν άλλη εξίσου αρχαία σκέψη: πώς να πιστέψω σ’ έναν Θεό που σε μένα κάνει όλα τα χατίρια κι άλλους δεν τους χαρίζει μήτε τη ζωή, αρπάζοντάς την μέσα απ’ τα χέρια τους σαν άπληστος δανειστής; Τι Θεός είναι αυτός;
Όμως δεν έχει νόημα να μπλέκεις διαρκώς το θείο στα ανθρώπινα· αυτό μου λέει η συνείδησή μου.
Για τα ανθρώπινα ευγνώμων, λοιπόν, και στους ανθρώπους που απλόχερα μου τα ’δωσαν: γονείς που στερήθηκαν για να μη στερηθώ, που κάναν τα πικρά γλυκά να μην πικραθώ, που πόνεσαν και φοβήθηκαν κι έκρυψαν τον πόνο και τον φόβο, που έδωσαν κι έδωσαν αγάπη ελπίδα πίστη έτσι που μπόρεσα να ορθοποδήσω, και να εξασφαλίσω, μ’ ένα ταπεινό μονάχα κλάσμα των δικών τους θυσιών, το περίφημο κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου, κι ας είναι και με το νοίκι. Χάρη σ’ αυτούς, και στους ανθρώπους που πίστεψαν σε μένα και μ’ αγάπησαν, έχω ακόμα το κουράγιο να δουλεύω όποτε βρεθεί δουλειά, να κυνηγιέμαι με τον μήνα και τα χρέη.
Χρέος λοιπόν, εξίσου μεγάλο, που ίσως να μην μπορέσω ποτέ μου απόλυτα να ξεπληρώσω, η αγάπη του καλού μου· το ότι έχω «ένα χέρι να με σφίγγει τρυφερά, να υπερασπίζεται την έξαψή μου», όπως γράφει ο Χριστιανόπουλος. Δεν έχω μόνο αμπρί απ’ το καταχείμωνο, μα όταν κουλουριάζομαι κάτω από τα σκεπάσματα, έχω κι ένα κορμί ζεστό στο πλάι μου.
Και είναι αμέτρητες οι πολυτέλειες που απολαμβάνω, δίχως καν να αντιλαμβάνομαι πόσο πολυτέλειες είναι στ’ αλήθεια. Έχω φίλους που μ’ αγαπούν και με στηρίζουν και με ανέχονται και μου χαρίζουν δύναμη ακόμα κι όταν δεν τους περισσεύει. Εργοδότες που μου φέρθηκαν και μου φέρονται ανθρωπινά, εκτιμώντας τον μόχθο μου και βοηθώντας με να ζω, αν όχι ξέγνοιαστα τελείως, τουλάχιστον χωρίς να με στοιχειώνει κάθε στιγμή ο φόβος της επιβίωσης.
Χώρια τα υπάρχοντα, με πρώτα τα βιβλία. Δυο χιλιάδες κόσμους έχουμε μες στο σπιτικό μας (άλλο που μπάνιο και κουζίνα πνέουν τα λοίσθια° τα ράφια να ’ν’ γεμάτα), που μέσα τους μπορώ να χαθώ κάθε φορά που αισθάνομαι χαμένος.
(Και τι να πεις για το μέγιστο αγαθό της υγείας; Που σύμφωνοι, μπορεί να χρειάζομαι έξι χάπια την ημέρα και τακτική ψυχοθεραπεία, μα τουλάχιστον έχω τη δυνατότητα να επωφελούμαι κι απ’ τα δύο).
Είμαι ένας τυχερός άνθρωπος, λοιπόν.
Και δεν είμαι ο μόνος.
Είμαι βέβαιος πως πολλοί από σας απολαμβάνουν τις ίδιες χαρές, τις ίδιες – επιμένω – πολυτέλειες, και ίσως κι ακόμα περισσότερες. Και δεν αμφισβητώ στιγμή πως σας αξίζει.
Μονάχα που αξίζει σε όλους. Σε κάθε άνθρωπο, ανεξαιρέτως καταγωγής και χρώματος και θρησκείας, αξίζει να ’χει όσα κι εμείς. Να ’ναι γερός, ευτυχισμένος, έχοντας πλάι του αυτούς που αγαπά και τον αγαπούν. Να ’χει δουλειά, τρόπο να επιζήσει αξιοπρεπώς, σπίτι ζεστό να κοιμηθεί και να κοιμίσει τα παιδιά του. Να ’χει ελπίδα.
Ξέρω πως τα ευχολόγια είναι κούφιο δώρο κι αδειανό, μα μπρος στη φρίκη και την εξαθλίωση, μπρος στον θάνατο ανθρώπων που θαρρείς κι αμάρτησαν και μόνον επειδή ήταν ζωντανοί, δεν μπορώ παρά να εύχομαι ο κόσμος μας ν’ αλλάξει.
Και ίσως το πρώτο βήμα να ’ναι ο τίτλος τούτων των αράδων.
Να συναισθανθούμε πόσα πολλά έχουμε, και πόσο λίγο το ξέρουμε.