Μια αστραπή η ζωή, μα προλαβαίνουμε. Και τι δεν πρόλαβε ο Διονύσης! Αλλά και πόσα δεν πρόλαβε! 69 ετών όλο κι όλο. Θα μου πεις, και στα εκατό χρωστούμενα θα άφηνε. Τόσο που ανάβλυζε κάθε πόρος του όνειρα, σχέδια, ζωή. Ασίγαστος. Η πεμπτουσία του πολυμήχανου Έλληνα.
Γεννήθηκε στο Σουδάν από έλληνες γονείς, ράτσα «προκοπή». Μια μέρα εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ενοικίασαν ένα σπιτάκι κάπου στην Αθήνα, οι γονείς τσάκισαν από το δράμα του φευγιού, μα ο μικρός ανέλαβε τα ηνία του βιοπορισμού όλων. Έπιασε δουλειά σε ένα γραφείο charter house, το πλέον σπουδαίο σε ναυλομισθώσεις στον Πειραιά. Το αφεντικό οξύθυμο, σκληρή ψυχή που δεν έβλεπε τίποτα πέρα από το χρήμα. Ο Διονύσης σήκωνε τα τηλέφωνα, δίπλα στο telex που έβγαζε θορυβωδώς απέραντες κορδέλες σαν σερπαντίνες, με ναύλους. Μια μέρα το αφεντικό θύμωσε γιατί έχασε έναν ναύλο που ξέσπασε επάνω του, πετώντας του ένα τασάκι στο πρόσωπο. Κι ούτε «συγγνώμη». Φαντάσου! Ήταν άγρια τα εργασιακά χρόνια, τότε.
Έφτασε παππούς ο Διονύσης κι ωστόσο, όποτε διηγούνταν εκείνη τη στιγμή, χαμήλωνε το κεφάλι να χαλινέψει τα δάκρυα. Αλλά, αυτό ξεχωρίζει τους πετυχημένους από τους αιώνια σιχτιρίζοντες για τις δήθεν αδικίες της ζωής… Η σκληρή στιγμή έγινε εφαλτήριο. Επάνω της έδωσε όρκο. «Να δεις εγώ μια μέρα θα…», κάτι «πολύ»!». Με συγκινούν πάντα οι όρκοι των «χαμηλών» ανθρώπων. Αυτό το εσωτερικό σπρώξιμο της περηφάνειας τους, της αξιοπρέπειάς τους. Το πρωτογενές υλικό για να ψηλώσουν. Να φτάσουν!
Από το τηλεφωνείο ο Διονύσης μάθαινε τη δουλειά. Περισκόπιο τα μάτια του. Α ρε Ελληνάκο-Έλληνα! Τι να μακρυγορώ; Έγιναν τα πράγματα όπως τα έταξε. Χρόνο τον χρόνο…Ένα δικό του γραφειάκι στην αρχή, ένα μεγαλύτερο, ένας συνέταιρος «αδελφός» που προκύπτει αντίπαλος, δεν στεριώνουν σε τούτο τον τόπο οι συνεργασίες, προσπέραση εμποδίου, ένα πέταγμα δικό του-κατάδικό του, δουλειά-δουλειά-δουλειά-δουλειά, μεγάλο γραφείο, το όνομα του στα πέρατα του κόσμου! «Πού έφτασες βρε Διονύση!», «Στερήθηκα Ρέα μου, πολλές χαρές. Δεν είδα τα παιδιά μου να μεγαλώνουν. Δούλευα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Γι αυτό τώρα κάνω σαν τρελός για τα εγγόνια μου. Δεν θέλω να χάσω ούτε μια στιγμή τους».
Ο Διονύσης ένας απόλυτα πετυχημένος. Κατόρθωνε ακατόρθωτα. Όταν ήθελε κάτι, μπορούσε να κατεβάσει κάτω τον ουρανό. Είχε τη βεβαιότητα, ότι όλα κατορθώνονται face to face. Όσους υπαλλήλους και να είχε, όσα στελέχη σπουδαία…Γήπεδό του οι διαπραγματεύσεις. Θα μου λείψει ο τρόπος, ο τόσο χαριτωμένος-θεατρικός-διαβολεμένα παιδιάστικος που διαπραγματευόταν. Είχε κερδισμένη τη μάχη, πριν καν την αρχίσει. Ένας φτασμένος που δεν μολύνθηκε ποτέ! Καθαρός. Εμψυχωτικός με τους ανθρώπους γιατί θυμόταν το δικό του ξεκίνημα και τους βοηθούσε να πιάσουν το όνειρό τους. Τι ενθαρρυντικός ήταν ο Διονύσης!
Θυμάμαι κι άλλα χαριτωμένα του. Ήταν μικροσκοπικός. Πολύ. Κάποια στιγμή αγόρασε ένα τεράστιο αυτοκίνητο που νόμιζες ότι πάει μόνο του καθώς δεν φαινόταν στη θέση του οδηγού. Δεν δικαιούται ο άνθρωπος ένα αστείο απωθημένο; Λεφτά κόπου, δουλεμένα ώρα την ώρα. Όμως, αυτό μελέτησέ το, δεν ενεργούσε από μεγαλομανία αλλά με την παιδική αθωότητα ενός «Θέλω κι εγώ». Γι αυτό και δεν δενόταν με υλικά αγαθά. Αυτές τις αποχρώσεις του αγάπησα. Το γελάσαμε παρέα το τεράστιο αυτοκίνητο… Αυτό και ένα σωρό άλλα του. Δεν καταδεχόταν παρεξηγήσεις ο Διονύσης. Πέταγε η ψυχή του για χαρά, για γέλιο. Έκανε πλάκα και στον εαυτό του τον ίδιο. Είχε ορθάνοιχτη ψυχή. Αυτό!
Α! Θυμάμαι και κάτι άλλο. Μια μέρα ήρθε και χώθηκε στην πολυθρόνα μας. Μια σταλιά αυτός λες και τον κατάπιε. «Ένα ουισκάκι» ζήτησε και είπε τα ζόρια του. Δεν έχουν μόνο «μεγαλεία» οι δουλειές. Και ενώ μας τα έλεγε και μεις πνιγήκαμε στο άκουσμα και σκεφτόμασταν τι να συμβουλεύσουμε, εκείνος ξεπέταξε «Έχω ανακαλύψει μια σουίνγκ μπάντα. Πάμε να τους ακούσουμε;», «Βρε Διονύση! Πώς το κατορθώνεις αυτό; Μάθε και στον Γιάννη…», «Ξέρεις τι κάνω στα δύσκολα; Λέω μέσα μου “Διονύση δεν συμβαίνει σε σένα”», «Και καλά το λες….Σε πείθεις;», «Και βέβαια! Ζωή, Ρέα μου. Ζωή! Και οι στενοχώριες, ζωή».
Ο Διονύσης έφυγε τακ τακ. Όπως το ακούς. Ξύπνησε, «Δεν κοιμήθηκα και τόσο καλά», έφαγε το πρωινό του, «Για δες λίγο. Γιατί δεν δουλεύει το ίντερνετ;», «Θα αργήσω σήμερα για το γραφείο. Δεν κοιμήθηκα τόσο καλά». Αυτό ήταν. Πέταξε στον άλλο κόσμο.
Σε δευτερόλεπτα μαζεύτηκαν παιδιά, νύφες, εγγόνια. Σοκ. Πόνος. Βαθύς. Και όσο βάθαινε η μέρα και κρύωνε ο πόνος, λέγαμε, λέγαμε. Να κλαις ενώ και να γελάς. Να δακρύζεις ενώ χαμογελάς. «Ταλεντάρα ζωής» τον αποκαλούσα. Εμψυχωτικός, τρυφερός πατέρας, ασύλληπτα γλυκός με τις νύφες του, τρελός-θεότρελος παππούς, ωραίος άνθρωπος…Κι άλλο κι άλλο….Πολυμήχανος Έλλην. Αυτή η διαβολεμένα όμορφη, ρετρό ράτσα. Μετεκπαιδευθείσα εν πεζοδρομίω ζωής. Αγωνισθείσα αιματηρώς. Κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Θα μου λείψεις, συμπέθερε. Και δεν μπορώ να παρηγορηθώ, ότι δεν συμβαίνει σε σένα.