«Εσύ» ήθελα να του φωνάξω. Και μετά θα του έλεγα ότι μισό αιώνα τώρα γηροκομεί μία κοινωνία που αρνείται να ωριμάσει, χωρίς ποτέ να ήταν και νέα. Δεν το αποτόλμησα, φυσικά. Πρώτον επειδή δεν θα του άρεσε. Θα νόμιζε ότι ήταν κάτω κανένας από «του Κουτσόγιωργα, τους δασύτριχους πολίτες.» Και δεύτερον, δεν θα μου το επέτρεπε το δέος. Πώς θα μπορούσα να απευθυνθώ εγώ προς τον Σαββόπουλο, απλωμένος στην καρέκλα, με το χέρι στο ποτήρι, να θολώνει το γυαλί από το αλάτι των φυστικιών… Τον βλέπω, βέβαια, τον ακούω. Είναι εκεί, στη σκηνή του «Κύτταρου». Μορφή αέρινη, λες και φτιάχτηκε από τον καπνό διονυσιακής θυσίας. Και δίπλα η Βιτάλη. Τούτη πρώτη φορά την έβλεπα από κοντά. Τόσο όμορφη, σαν θεά! Με ένα φωτεινό χαμόγελο, σαν να παίρνει πάνω της τον ήλιο που πέφτει στον Ολυμπο. Κοιτάζω και ακούω. Είναι κρίμα που μόνο τα μάτια ανοίγουν, ενώ τα κακόμοιρα τα αυτιά πάνε και στήνονται για να ακούσουν. Καμιά φορά θα έπρεπε να γίνεται το αντίστροφο. Να ανοίγουν τα αυτιά, να πάρουν τους ήχους βαθιά στο μυαλό και τα μάτια να μένουν εκεί, φύλακες της εικόνας. Πιθανότατα παραληρώ. Ομως ήθελα τόσο πολύ να τους δω και να τους ακούσω ώστε όταν βγήκα έξω, στην οδό Ηπείρου, είπα ότι ήταν από πιο ωραίες μουσικές βραδιές της ζωής μου.
Λέει ο Σαββόπουλος από τη σκηνή: «Ως καλλιτέχνης μπορεί να αισθάνομαι ευτυχής, όμως ως πολίτης αυτής της χώρας θλίβομαι όταν μου λένε ότι τα τραγούδια που έγραψα το ’60 είναι επίκαιρα και σήμερα.» Τι να συμβαίνει άραγε; Είναι η τέχνη του διαχρονική ή η κοινωνία τρέχει πάνω σε ένα διάδρομο γυμναστηρίου; Εντάξει, κάποια πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ και η καλή τέχνη αναδεικνύεται σε όλες τις εποχές. Ομως ο Σαββόπουλος είναι κάτι παραπάνω από ένας καλλιτέχνης που περιγράφει τους καιρούς του, δεν συμφωνείτε;
Αν ως έθνος κάναμε ψυχανάλυση, στο Σαββόπουλο θα πηγαίναμε, να δώσει σχήμα στις νευρώσεις, στους φόβους, στις αρετές και στις καχεξίες μας. Για αυτό και ο ίδιος συζητήθηκε περισσότερο από όσο τραγουδήθηκε. Θυμηθείτε μόνο πόσους τίτλους εφημερίδων φτιάχνουν εδώ και σαράντα χρόνια οι στίχοι του, καλύπτοντας το έλλειμμα φαντασίας του συντάκτη. Από το «Εδώ είναι Βαλκάνια» ως «Του ’60 οι εκδρομείς», ο Σαββόπουλος έφυγε από το πεντάγραμμο και πήγε στο οκτάστηλο. «Αυτός πρέπει να είναι ένας λόγος που έγραψε το “Ας κρατήσουν οι χοροί”. Ηθελε, επιτέλους, να τραγουδηθεί και αυτός από τις μάζες» μου εξηγεί ο διπλανός μου στο «Κύτταρο», ο Ξενοφών Ραράκος του «Μελωδία». Λέτε να είναι αυτό; Πάντως ο Σαββόπουλος, στο έργο του, δείχνει να αποστρέφεται το μαζικό, τουλάχιστον με τον τρόπο που το προσέγγιζαν άλλοι μεγάλοι ομότεχνοι του. Ο Θεοδωράκης δεν θα έγραφε ή δεν θα μελοποιούσε ποτέ τους «Κωλοέλληνες». Και ο Νιόνιος δεν τράβηξε λίγα όταν το έβγαλε, στο «Κούρεμα», το 1989. Το λέει και το υπερασπίζεται μάλιστα. Ευτυχώς. Και είναι σαν να σηκώνει έναν καθρέφτη για να δείξει στο κοινό.
Εχει μία σεμνότητα, μία γλύκα αυτή η παράσταση. Με λόγια ήπια, κοφτερά μέσα στη σοφία τους. Μπορεί να είναι τα χρόνια που πέρασαν, ίσως και η καταξίωση να μπαίνει λυτρωτικά στη ψυχή των καλλιτεχνών που δεν έχουν τίποτα να αποδείξουν. Το βλέπεις στο πρόσωπο της Βιτάλη. Στο χαμόγελό της που γίνεται, σχεδόν, παιδικό. Λάμπει από αλήθεια. Θέλετε να σας πω για τις ερμηνείες της Βιτάλη; Ελάτε τώρα… Τρεις ώρες διαρκεί το πρόγραμμα. Και μετά οι άνθρωποι βγαίνουν έξω γαλήνιοι, λες και έχουν πάρει αντίδωρο. Εγώ αν έβρισκα ανοιχτή εκκλησία εκείνη την ώρα, θα έμπαινα να ανάψω ένα κερί στον άγιο Σαββόπουλο και στην οσία Βιτάλη.
* Ο τίτλος παραπέμπει σε στίχο του Σαββόπουλου στην «Παράβαση», από την παράσταση «Αχαρνής».