Όπως όλα τα παιδάκια, όταν ήμουν μικρός και το μέλλον φάνταζε στα αθώα μου μάτια μακρινό και μαγικό σαν όνειρο (διότι κανείς δεν μου’χε εξηγήσει ακόμα τι εστί ΤΕΒΕ), φανταζόμουν συχνά-πυκνά τον ενήλικο εαυτό μου σε ποικίλα εφετζίδικα επαγγέλματα.
Στα πλαίσια της μεγαλομανίας που με χαρακτηρίζει εκ γενετής (σαν ελιά ένα πράγμα, αλλά φιλόδοξη ελιά, που όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει Σημίτης), το πρώτο μου φαντασιωσικό επάγγελμα ήταν αυτό του πρωθυπουργού – όνειρο που κράτησε μέχρι που είδα στην τηλεόραση τα είκοσι πρώτα δευτερόλεπτα μιας προεκλογικής ομιλίας, οπότε κι αποφάσισα ότι η πολιτική ήταν υπερβολικά βαρετή για το φλογερό μου τεμπεραμέντο. Δια της μεθόδου του αποκλεισμού είχα εγκαταλείψει και κάθε ελπίδα συνέχισης του πατρικού επαγγέλματος – της οδοντιατρικής –, καθώς η φύση με είχε προικίσει με δόντια μεσόκοπης λονδρέζας πόρνης του 19ου αιώνα, και είχα σφαδάξει αρκετές φορές στην καρέκλα του μπαμπά, και δεν είχα καμία διάθεση να περάσω τη ζωή μου με τα χέρια χωμένα σε στόματα ανθρώπων που μουγκρίζουν, χτυπιούνται, κι ενδεχομένως, άμα δουν τα ζόρια, δαγκώνουν κιόλας. Κατά παρόμοιο τρόπο είχα αποκλείσει και κάθε ενδεχόμενο καριέρας στον αθλητισμό, διότι λόγω σωματότυπου το μόνο άθλημα στο οποίο θα μπορούσα να συμμετάσχω ήταν το ποδόσφαιρο, κι όχι ως ποδοσφαιριστής αλλά ως μπάλα.
Το πρώτο επάγγελμα που αντιμετώπισα με σοβαρές βλέψεις ήταν αυτό του αρχαιολόγου, έπειτα από μια σχολική επίσκεψη στο μουσείο, όπου είχα δει τα απερίγραπτης ομορφιάς ευρήματα του Μανόλη Ανδρόνικου. Για μέρες μετά την επίσκεψη, φανταζόμουν την υφήλιο να παραληρεί καθώς παρουσίαζα τα απίστευτα ευρήματά μου: απ’ τον τάφο του Μεγαλέξανδρου και το μεταφραστικό λυσάρι του Δίσκου της Φαιστού (ο οποίος υποψιάζομαι ότι στην πραγματικότητα είναι λίστα για ψώνια: τυρί, ρύζι, γάλα, Καμπά, κώνειο για την πεθερά) μέχρι την Ατλαντίδα και το φύλλο συκής που φόρεσε η Εύα μόλις ο Αδάμ αντίκρυσε τον φουντωτό της γάτο και την απεκάλεσε τριχωτή. Ωστόσο, κι αυτό το όνειρο έμελλε να λήξει άδοξα, καθώς πριν περάσει καιρός είδα τον Ιντιάνα Τζόουνς και τον Ναό του Χαμένου Θησαυρού, που ’χει εκείνη τη σκηνή όπου χώνονται σ’ ένα τρούπιο ντουβάρι που’ χει μέσα όλο το σόι της μικρής Τερέζας και ποικίλα άλλα μαμούνια – κι επειδή παιδιόθεν έτρεμα τα έντομα, αποφάσισα τελικά ότι η αρχαιολογία ήταν υπερτιμημένη.
Έπειτα, στο γυμνάσιο, εξολοθρεύοντας κάθε πιθανότητα κοινωνικοποίησης που δεν είχε ήδη κάνει φτερά εξαιτίας της κατήφειας, της φλωριάς, της μυωπίας και της σφαιρικότητάς μου, γράφτηκα στην χορωδία, όπου (κι άλλη πρόκα στο φέρετρο της ενσωμάτωσής μου στον σκληρό κόσμο των εφήβων) ήμουν σοπράνο, και μάλιστα σοπράνο με φωνή-κρύσταλλο. Οπότε, θεωρώντας πως είχα βρει επιτέλους την κλίση μου, και φαντασιώνοντας πλήθη να χειροκροτούν, να ζητωκραυγάζουν, να βγάζουν αφρούς και να ξεριζώνουν τις βυζότριχές τους με κάθε μου κορώνα, αποφάσισα ότι θα γινόμουν επαγγελματίας υψίφωνος, ή κόντρα-τενόρος. Τότε ακόμα βέβαια δεν ήξερα περί ορμονών και castrati, (πάλι καλά, γιατί με τη ματαιοδοξία που με δέρνει μπορεί να’ χα θυσιάσει τα οικογενειακά τιμαλφή στον βωμό της δόξας και να’χα καταλήξει σαν εκείνον τον τετράπαχο καραφλό καλόγερο στο Όνομα του Ρόδου, που έπνιγε κουνέλια, βίδρες και κάστορες και μιλούσε σαν να είχε φάει την Μπγιορκ και να του ’χε σταθεί στο λαιμό), αλλά η φύση πρόκαμε κι έκανε τα όνειρά μου σκόνη, καθώς στη Δευτέρα Γυμνασίου, μολονότι εξακολουθούσα να είμαι μπουρέκι με πόδια (και πόδι νούμερο 35, λες και μου τα’ χαν δέσει όπως στην Κίνα), η φωνή μου έσπασε κι έγινε ένα αβέβαιο, τρεμουλιαστό πράμα ανάμεσα σε άλτο και τενόρο – κι εγώ τα βρόντηξα, διότι αν δεν μπορούσα να αποθεωθώ τραγουδώντας την άρια της Βασίλισσας της Νύχτας, να το χέσω το σολφέζ και τον Ορλάντο ντι Λάσσο.
Για ένα διάστημα, όπως συμβαίνει σε πολλούς μονόχνωτους κι ερωτικά απελπισμένους εφήβους, αποφάσισα ότι θα γινόμουν ποιητής, καθώς είχα ταλέντο αναντίρρητο στη ρίμα – οπότε και περνούσα όλο το μεγάλο διάλειμμα σκαρώνοντας αθάνατους στίχους (λ.χ. ‘Του έρωτα φορούσες το χνουδωτό μπουρνούζι / Και ήσουν γλυκιά και δροσερή σαν το καρπούζι’ ή ‘Όταν σε βλέπω, αγάπη μου, η ταραχή με πνίγει / Σαν τον ατάιστο μολοσσό ή κονσέρβα όταν ανοίγει’) οι οποίοι προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης και βούρκωμα στις συμμαθήτριές μου που διάβαζαν τα πονήματά μου, θεωρώντας πως ήταν γραμμένα γι’ αυτές (ευτυχώς, δεν είχα μονοπώλιο στην απελπισία). Αυτό κράτησε κανά χρόνο, μέχρι που έπιασα για πρώτη φορά στα χέρια μου τον Άλφρεντ Προύφροκ του Τ.Σ. Έλιοτ, οπότε κατάλαβα τι σημαίνει ποίηση κι εγκατέλειψα το όνειρο να γίνω ο τρίτος Έλληνας νομπελίστας ποιητής.
Παραμένοντας πεισματικά στον χώρο της τέχνης, κι επειδή ως αυτοδίδακτος μουσικός έγραφα και κάτι δικά μου τραγουδάκια, πέρασα ένα εξάμηνο μελοποιώντας ό,τι πιο καταθλιπτικό χωράει ο νους του ανθρώπου (από Καρυωτάκη κι Έμιλι Ντίκινσον μέχρι Σύλβια Πλαθ και – φυσικά – Πόου), μόνο που τα τραγούδια μου είχαν ένα σοβαρό πρόβλημα: είτε έμοιαζαν υπερβολικά με τραγούδια του λατρεμένου μου Χατζιδάκι, ή ήταν τραγούδια του Χατζιδάκι, απλουστευμένα και κακοποιημένα.
Και ξαφνικά, με το τέλος της Πρώτης Λυκείου, πέφτει και με πλακώνει η ταφόπλακα ευθύνης των Πανελλαδικών, και της κατεπείγουσας επιλογής δέσμης. Το ίδιο το σύστημα δεν θα το χαρακτηρίσω – ήταν τόσο απαράδεκτο που ειλικρινά εξοργίζομαι και μόνο που το θυμάμαι –, αλλά το αποτέλεσμά του ήταν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη έπρεπε να αποφασίσω, με βεβαιότητα και ακρίβεια, ποιο θα ήταν το μέλλον μου. Όταν λοιπόν διάλεξα την Β’ Δέσμη, όλοι, συγγενείς και φίλοι, έμειναν άναυδοι: το διοπτροφόρο βιβλιοφάγο απροσάρμοστο γιατρός; Όλοι φιλόλογο με φαντάζονταν. Μόνο που επιλογή μου είχε προκύψει και πάλι εξ αποκλεισμού. Διότι στα Μαθηματικά ήμουν τόσο κουμπούρας που Α’ και Δ’ Δέσμη αποκλείονταν εξ ορισμού, ενώ για την Γ’ Δέσμη έπρεπε να δώσω Ιστορία, την οποία μισούσα όσο λίγα πράγματα στον κόσμο, καθώς μου ήταν ανέκαθεν αδύνατο να την αποστηθίσω. Έτσι κατέληξα δευτεροδεσμίτης, με μόνα μου κίνητρα: α) να περάσω στη σχολή με την υψηλότερη βάση για να τρίψω στα μούτρα όλων την απαράμιλλη ευφυΐα μου, και β) να γίνω φιρμάτος γιατρός με λεγεώνες πελατών και να χεστώ στο τάλιρο. (Όχι κι ό,τι ευγενέστερο ως σκοπός, αλλά την περίοδο εκείνη διένυα φάση εντατικού νιχιλισμού, διαβάζοντας Καμύ, ακούγοντας metal και καταναλώνοντας τεράστιες ποσότητες γεμιστών κρουασάν και χανούμ μπουρέκ, ώστε να μη με πνίξει η έσωθεν πίκρα).
Και δυο χρόνια μετά – δυο χρόνια χαμένα, ξοδεμένα στην αποστήθιση τριών εμετικά κακογραμμένων βιβλίων και σε εκθέσεις για του κώλου τα εννιάμερα – για καλή ή για κακή μου τύχη, κατάφερα και μπήκα στην Ιατρική Θεσσαλονίκης…
Εδώ να επισημάνω ότι εκτός από κακομαθημένο μοναχοπαίδι, ήμουν και κολλεγιόπαιδο, που ουδέποτε είχε εκτεθεί στην συχνά αναπόφευκτη παρακμή ενός δημόσιου κτηρίου με αμείλικτο προϋπολογισμό. Έτσι, η πρώτη εικόνα μου, όταν διάβηκα την πόρτα της τιμημένης μου σχολής, μου προξένησε τέτοια εμβροντησία, που επί ένα πεντάλεπτο απλώς στεκόμουν και κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια.
Πρώτο σοκ: οι τοίχοι, βαμμένοι ένα πράσινο της τσίμπλας, με την μπογιά και τους γύψους να μαδάνε, και καλυμμένοι από στρώματα αφισών. Που μας οδηγεί στο δεύτερο σοκ: αγόρια και κορίτσια, της ηλικίας μου και μεγαλύτερα, πεσμένα στα τέσσερα, να μπογιατίζουν με πινέλα κι άλλες αφίσες φοιτητικών κομματικών οργανώσεων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχα στο μυαλό μου τους νεαρούς κομμουνιστάς ως πλάσματα αμυδρώς αξύριστα πλην ευγενή κι απόμακρα, που διάβαζαν Μαγιακόφσκι υπό το φως κεριών κι άκουγαν τη ‘Διεθνή’ σε παλιά βινύλια. Αντ’ αυτού, μπρος μου συνέβαινε μια κοσμογονία πολιτικής προπαγάνδας, την οποία, λίγο πιο κει, ανταγωνίζονταν οι αφισοποιοί των Αγωνιστικών Κινήσεων, και λίγα μέτρα παραπέρα η ΔΑΠ, που ξεχώριζε κυρίως απ’ τα Lacoste κι απ’ το απλανές χαμόγελο του νέου που δεν έχει ιδέα γιατί βρίσκεται σε οργάνωση, αλλά δείχνει ενθουσιασμό για να μην καρφωθεί. Στην πραγματικότητα με επανέφερε ένας κρότος, καθώς τάβλα της ψευδοροφής είχε ξεκολλήσει και είχε σκάσει στο πάτωμα, λίγα εκατοστά απ’ την κεφάλα μου. Χρειαζόμουν επειγόντως φαΐ.
Τρίτο σοκ: καθώς παραμερίζω την τσιγαρίλα που καλύπτει την είσοδο του κυλικείου σαν τση πουτάνας τον μπερντέ, μπαίνω και τι να δω; Την Ελλάδα του Τσιφόρου, με πινελιές ΚΑΠΗ και παραδοσιακού καφενέ στο Γιδόβυζο Πίνδου. Τουτ’ έστιν: κάτι σαραντάρηδες με καράφλα, μεσόκοπα ναυάγια της ζωής – μέχρι τότε δεν ήξερα ότι η έκφραση ‘αιώνιος φοιτητής’ υπονοούσε κυριολεκτική αιωνιότητα – να παίζουν τάβλι, πίνοντας τούρκικο (συγγνώμη, ελληνικό – ως τουρκόσπορος, πάντα τα μπερδεύω), καπνίζοντας βρομερά άφιλτρα τσιγάρα κι ακούγοντας ένα ποτ πουρί από Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο και Θάνο Μικρούτσικο.
Εγκαταλείποντας την ιδέα της τυρόπιτας, μη με ρουφήξει και καμιά δίνη του χωροχρόνου και βρεθώ στο ’50, χονδρός, αγέννητος και υπόπτων φρονημάτων, σέρνω τα βαριά μου βήματα στο αμφιθέατρο για το πρώτο μάθημα Ανατομίας – και το τέταρτο σοκ.
Διότι, πέρα απ’ τη λέπρα των τοίχων και της ψευδοροφής, τα καθίσματα που έτσι κι έκλανες κατέρρεαν και τις – οικείες, πλέον – αφίσες, το εν λόγω αμφιθέατρο ήταν ένα θαύμα της ακουστικής, καθώς για ν’ ακούς έπρεπε ή να κάθεσαι οκλαδόν πάνω στην έδρα, ή να έχεις προσωπικό μπούμαν ν’ ακολουθεί τον καθηγητή.
Βέβαια, αυτό προϋποθέτει την παρουσία καθηγητή – η οποία, όταν πια το ακαδημαϊκό τέταρτο είχε γίνει ακαδημαϊκό εικοσάλεπτο, έμοιαζε ολοένα και πιο απίθανη. Ωστόσο, στα εικοσιπέντε λεπτά, η υπομονή μας ανταμείφθηκε, καθώς στο αμφιθέατρο μπήκε ορμητικά ο αναπληρωτής κος Διπλαρχίδης. ‘Επιτέλους, γνώση!’ αναφωνεί ο εντός μου φλώρος, κι ανοίγω το τετράδιο έτοιμος να σημειώσω κάθε λέξη που θα ξεστομίσει ο λευκοντυμένος ανατόμος – όταν αίφνης (πέμπτο σοκ), ο κος Διπλαρχίδης, με το καλημέρα, προσπερνάει τυπικότητες όπως διδακτέα ύλη, μύες-νεύρα-τένοντες κι όλα αυτά τα ανιαρά και δευτερεύοντα, κι αρχίζει να μας μιλά με πάθος λυσσασμένου οπαδού για το τελευταίο ματς στην Τούμπα. Και πάνω που πιστεύω ότι τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να είναι τραγικότερα, στο αμφιθέατρο μπουκάρει μια θείτσα (τριαντάρα, αλλά στα δεκαεφτά μισό οι τριαντάρηδες σου φαίνονται σπασμένα καράβια, με δίχως κατάρτια και δίχως πανιά) μ’ έναν τηλεβόα στο χέρι και διακόπτει την παράδοση (i.e., την αναλυτική εξιστόρηση του τι συνέβη στη Θύρα 4). Η πρώτη μου σκέψη ήταν: ‘Την πουτσίσαμε! Εκτός από σοβάδες στα πατώματα το κτήριο έχει και αμίαντο!’ Αλλά η σγουρομάλλα Πασιονάρια αρχίζει να ωρύεται σε ακατάληπτη ορολογία παραφρονημένης αριστεράς, οπότε μονομιάς να’ τη πετιέται απ’ το διάζωμα έτερη μπολσεβίκα ετών δεκαοχτώ, με το χέρι ήδη να τρέμει απ’ το βάψε-κόλλα την αφίσα, και οι δυο τους πιάνουν ένα μουτζόπιασμα άνευ προηγουμένου, μέχρι τη λήξη του οποίου το σαραντάλεπτο είχε τελειώσει και ο κος Διπλαρχίδης επέστρεψε στο teletext του για να δει πόσα θα χώσει στους αγώνες Γ’ Εθνικής Μογγολίας. Ergo, τσαπού η ανατομία!
(Μια αναγκαία παύση. Με την άνωθεν περιγραφή, δεν θέλω επ’ ουδενί να αμαυρώσω συλλήβδην ούτε το ΑΠΘ, ούτε την Ιατρική του σχολή. Στα έξι χρόνια της πολύπαθης φοιτητικής μου ζωής, είχα την τύχη να γνωρίσω καθηγητές που, παρά τις πολλάκις δυσμενείς συνθήκες και τους κωλοφοιτητές σαν και του λόγου μου, κατόρθωναν να συνδυάζουν κατά τρόπο θαυμαστό την ιδιότητα του μάχιμου γιατρού και του ευρυμαθούς διδάσκοντος. Και φυσικά να μην παραλείψω τους πλείστους άοκνους συμφοιτητές μου, που ελπίζω ειλικρινά να ανταμείφθηκαν για τους κόπους τους – μιας και, δυστυχώς, η Ελλάδα έχει πλήθος υποαμειβόμενων και άνεργων γιατρών. Αλλά ας επανέλθω στον υστερικό μου ειρμό).
Έκτοτε πέρασα πολλά και ζόρικα. Από νωρίς κατάλαβα πως δεν διέθετα ούτε την αντοχή, ούτε το κουράγιο που απαιτείται από έναν άνθρωπο όταν στα χέρια του κρατά την υγεία των συνανθρώπων του. Δεν μου πήγαινε; Ήμουν τεμπέλης; Λίγο κι απ’ τα δύο. Ως εκ τούτου, τα πρώτα χρόνια κατέφυγα στο νεκροτομείο, όπου μεταξύ άλλων μπορούσα να κάνω κανά τσιγάρο στη ζούλα (διότι ποιος θα διαμαρτυρηθεί;) κι όπου δεν χρειαζόταν να φοράω τη λευκή μπλούζα, που με τα τότε κυβικά μου μ’ έκανε να μοιάζω με το παγόβουνο του Τιτανικού (μαζί με το παπόρι και τους πνιγμένους). Ήταν ενδιαφέροντα χρόνια, και λίαν γονιμοποιητικά για την σκιώδη, δεύτερη ζωή που είχα ήδη – ανέλπιστα – ξεκινήσει να ζω. Κι έχω να δηλώσω ότι όποιος δεν έχει προσπαθήσει να αποσπάσει ψαροντούφεκο από άκαμπτο χέρι συχωρεμένου δύτη, ενώ συγχρόνως αγωνιά μη φύγει το καμάκι κι έχει το ταπεινωτικό τέλος να τον σκοτώσει πεθαμένος, δεν ξέρει τι θα πει πραγματικό γκραν γκινιόλ…
Όμως παρά το φλερτ με την Ιατροδικαστική, και κατόπιν με την Ψυχιατρική, το μέλλον μου είχε ήδη αποφασιστεί, κι εγώ το ακολουθούσα σχεδόν στα τυφλά, μην μπορώντας να πιστέψω στην καλή μου τύχη. Διότι από παιδί το πάθος μου για τα βιβλία κι ο θαυμασμός που έτρεφα για τους δημιουργούς τους ήταν τέτοια, που ποτέ δεν τολμούσα να φανταστώ – απλώς και μόνο επειδή έγραφα μερικές ωραίες εκθεσούλες – ότι υπήρχε πιθανότητα να τους ακολουθήσω, πλάθοντας δικές μου ιστορίες. Μ’ όλη μου την αλαζονεία, δεν είχα σκεφτεί ποτέ τον εαυτό μου συγγραφέα. Ακόμα και τώρα, είναι στιγμές που μου φαίνεται απίστευτο.
Κι ενώ είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν πολλοί αναγνώστες, συγγραφείς και λοιποί επαγγελματίες στον χώρο του βιβλίου που θα προτιμούσαν χίλιες φορές να ’χα παραμείνει στην Ιατρική – δυστυχώς, ατυχήσανε. Κι εγώ, ευτυχώς, ευτύχησα – να κάθομαι τώρα εδώ, και να σας μιλώ, και να νιώθω τη χαρά σας και τη χαρά μου, την αγάπη σας και την αγάπη μου, να μας ενώνουν, έστω και φευγαλέα, σε μια συντροφιά μ’ ένα κοινό πάθος: την επόμενη ιστορία, και την επόμενη, και την επόμενη…