Κάποιος πρέπει να μείνει πίσω. Πάντα πρέπει κάποιος να μένει πίσω για το τάξιμο, το τάμα. Την υπόσχεση. Ιδιαίτερα εφέτος.
Γέρασε, τη γεράσαμε πριν την ώρα της, τη ρουφήξαμε, τη φάγαμε, τη σκάψαμε, τη στεγνώσαμε τη γριά μας, την ασκήμια μας, την ομορφιά μας, τη γιαγιά μας.
Όλους μας, μας χώρεσε, μας καλοδέχτηκε, μας γλυκοφίλησε, μας μάλωσε, μας μέλωσε, μας μεγάλωσε μέσα στα πόδια της, στα χέρια της, στην αγκαλιά της τη μητρική, μας βύζαξε, μας έφερε, μας έφτασε -η Αθήνα μας- η αρκούδα μας, η ψιψίνα μας, η καρδερίνα μας, η χριστιανή, η ειδωλολάτρισσα, η αθώα, η αμαρτωλή, η δημόσια, η ιδιωτική.
Η «Χριστίνα η Δασκάλα» μας, μας έμαθε γράμματα, μας άνοιξε δρόμους, δουλειές, καταστροφές, προκοπές, μας πονήρεψε, μας αγάπησε, μας πόνεσε, μας ανάστησε, πανάθεμά την.
Και εμείς; «Ντεληκανάτας Παναγής».
Κάποιος πρέπει να μείνει πίσω. Κάποιος πρέπει να μείνει κοντά της, να αλλάξει τον ορό, να της δώσει το χάπι, την αγάπη. Κάποιος πρέπει «την εσπέραν του Μεγάλου Σαββάτου» να τη συνοδεύσει, να κατέβει μαζί της, να τη συντροφέψει στην Ανάσταση. Να βάψει πασχαλινά αυγά, να γονατίσει, να τσουγκρίσει, να σταυρώσει τρεις φορές, να φτιάξει, να καρφώσει στην «Κοκκώνα» κόκκινα αυγά, σταυρωτά.
Έχει καταπέσει. Θέλει βοήθεια, θέλει ένα χέρι, ένα χέρι καλό, γερό, στιβαρό, δίπλα της. Να στηριχτεί. Να της κρατήσει τη λαμπάδα, το φως άσβηστο. Να της φτιάξει με τις χούφτες σπιτάκι απάνεμο. Φαναράκι.
Πρέπει στην Πύλη της Αγοράς, στον Άγιο Ελισσαίο να ψάλλει, να ακούσει τον Κανόνα, το "Δεύτε λάβετε φως", το "Χριστός Ανέστη". Το απόγευμα του Πάσχα στην ακολουθία της Αγάπης, το «Αναστάσεως ημέρα», μαζί με όλα τα νόθα, έρημα και ξένα του κόσμου.
Στα μισά του δρόμου, έχει συνήθεια να ξεκουράζεται, να παίρνει τις ανάσες της, τις αναπνοές της, να φουμάρει, να καπνίζει «το σιγαρέτον της». Αυτή ήταν η τύχη της, άσπρισε, γέρασε.
Δεν ήταν νέα κάποτε; Δεν μέλωσε; Δεν πάσχισε; Δεν αγκάλιασε;
Κάποιος πρέπει να μείνει πίσω. Κάποιος πρέπει να μένει πίσω. Για το τάμα, για το τάξιμο, την υπόσχεση, ένα, δέκα, δεκαπέντε, σαράντα Πάσχα πίσω, μία ιστορία πίσω, μία εσπέρα πίσω, μια ζωή πίσω, για τον ορό, το σιγαρέτο, το μειδίαμα, τον «παλμό».
Κάποιος να τη συντροφεύσει στην Ανάσταση, να της επιστρέψει «την ανωφελή και αλειτούργητον λαμπάδα της» κερί -φαναράκι- αναμμένο, λειτουργημένο.