Μια παρέα εικοσάρηδων μαζεύεται κάθε Πέμπτη σε ένα μπαράκι στο Παγκράτι. Χειμώνα καλοκαίρι, ο κόσμος να χαλάσει, το γωνιακό τραπέζι κάτω από το ηχείο τούς περιμένει. Είναι βλέπετε πια παράδοση και δεν γίνεται να λείψει κανείς. Λογικό: ποιός αντέχει άλλωστε στ’ αλήθεια τη μοναξιά;
Πριν από περίπου τρία χρόνια η παρέα έχασε έναν φίλο σε δυστύχημα στην άσφαλτο. «Ηταν καλό παιδί» αλλά του άρεσε να τρέχει. Οταν κάποιος τον ρώτησε «γιατί;» εκείνος είχε μουρμουρίσει κάτι για «ελευθερία». Υστερα δείχνοντας έξαλλος το μηχανάκι φώναξε: «τι θέλεις ρε, φοράω κράνος»!
Πέθανε ακαριαία ένα βράδυ του Σεπτέμβρη, μια Πέμπτη. Δεν έχει σημασία το πως «αυτά θέλουν να τα ξέρουν οι κουτσομπόληδες που στην τελική δεν τον ήξεραν καν». Η παρέα όμως τον ήξερε καλά και είχε «δικαίωμα» στο πένθος.
Ετσι λοιπόν καθιερώθηκε το ραντεβού της Πέμπτης. Στην αρχή, όλοι μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τον φίλο: τις πλάκες που έκανε, την αγάπη του για την οικογένεια, το ήθος του. Αυτό όμως δεν κράτησε πολύ. Λίγους μήνες μετά άρχισε η γκρίνια. Ενα βράδυ, μια κοπέλα σηκώθηκε και είπε σχεδόν φωνάζοντας: «αν αγαπούσε την οικογένεια του δεν θα έτρεχε με τις μηχανές». Καμία αντίδραση. Ολοι συμφώνησαν σιωπηλά. Και τότε άρχισε να φουντώνει μέσα τους η αμφιβολία: μήπως τελικά δεν ήταν καλό παιδί ο φίλος;
Οι επόμενες συναντήσεις ήταν πολύ έντονες. Ολοι μιλούσαν με πάθος για το πόσο ανεύθυνος ήταν. Ωρες ολόκληρες «χτυπούσαν» τον φίλο που έφυγε νωρίς, χωρίς αναστολές, δίχως τύψεις. Ενας είπε ότι τον μισεί για τον τρόπο που πέθανε γιατί δεν του έδωσε χρόνο να το αποδεχτεί. «Καλύτερα να ήταν άρρωστος για καιρό, να το περιμέναμε ρε παιδί μου» είπε αποφασισμένος. Σιωπή άνευ περισυλλογής. Το μυαλό όλων ήδη ταξίδευε αλλού.
Η άσφαλτος με τον καιρό άλλαξε χρώμα. Το μαύρο έγινε σκούρο γκρίζο και αυτό με την σειρά του ποντικί όπως τα τσιμέντα σε προαύλιο φυλακής. Και αυτό ακριβώς ήταν τούτος ο δρόμος για τον φίλο: φυλακή. Ενα κελί απ’ το οποίο δεν θα δραπετεύσει ποτέ. Τον φαντάζομαι καμιά φορά την νύχτα να λέει, «αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω θα το ‘κανα αλλιώς. Μετάνιωσα και να σας πω και κάτι, δεν τις γουστάρω στ’ αλήθεια τις μηχανές. Το μόνο που ήθελα είναι να πάω κόντρα στον πατέρα μου». Επειτα, ξαπλώνω κατάκοπος στο κρεβάτι, ένα κουβάρι οι σκέψεις μου και ο φίλος κόμπος στις κλωστές. Στο κομοδίνο το ρολόι αναβοσβήνει: «Μα, καλά, πότε πήγε 2 το πρωί;»
Τώρα τελευταία οι φίλοι δεν μιλούν πια μεταξύ τους. Τι και αν βρίσκονται ευλαβικά κάθε Πέμπτη στο Παγκράτι; Δεν έχουν τι να πουν, τα χουν πει όλα ή τουλάχιστον έτσι αισθάνονται. Ολοι σκυμμένοι πια πάνω από ένα τηλέφωνο παλεύουν με τις ανασφάλειές τους και κάθε μέρα χάνουν. Και φτου ξανά απ’ την αρχή.
Η σιωπή έσπασε όταν κάποιος πρότεινε να φτιάξουν ένα γκρουπ και να τα λένε πια μέσω Διαδικτύου. Ολοι πετάχτηκαν όρθιοι από τη χαρά τους: «Επιτέλους, σωθήκαμε». Και κάπως έτσι η παρέα σταμάτησε να πηγαίνει στο Παγκράτι.
Ο φίλος ξεχάστηκε και η παρέα χάθηκε. Προτίμησαν όλοι βλέπετε τη μοναξιά. Την έκαναν δική τους. Και έτσι μπορούν και την αντέχουν. Για την ώρα…