Τουλάχιστον να μην βρέξει…Αυτό μόνο, και θα τα καταφέρουμε. Και ας μην ήταν και χειμώνας, γαμώτο… Αλλά έτσι είναι, δεν αλλάζει. Είχα ξαναπεράσει από δώ, παιδί, αλλά δεν θυμάμαι πια τον δρόμο. Αν κάνω λάθος θα μας καταπιούν τα ίδια μας τα βήματα. Εκεί που θα πηγαίνουμε, θα μικραίνουμε, θα χαθούμε, θα ξεχαστούμε. Πρώτη φορά η ζωή μου στα χέρια μου. Σαν ξένο μωρό. Αλλά δεν υπάρχουν ξένα μωρά. Πρέπει να το πάρω στα χέρια.
Πώς παίρνεις την ζωή σου στα χέρια σου; Πώς πραγματώνεται αυτή η ωραία και λεβέντικη φράση των βιβλίων; Κατ΄αρχήν, από πού την πιάνεις; Από πού πιάνεται η ζωή; Από τι ξεκινάς; Άχαρος στα μερεμέτια, ανέπνευστος στις πατέντες, και αν δεν μου μαγειρέψεις πέθανα! Με τρελαίνει ό,τιδήποτε μηχανικό δεν καταλαβαίνω, παραλύω όταν χαλάνε μηχανήματα που δεν κατέχω την λογική τους, που εξαρτώμαι από τους εξειδικευμένους, χαμένος στην έρημο, ένας χρήστης. Αυτό. Ένας σκέτος χρήστης. Σε ένα ταξίδι μου στην Κούβα είχα εντυπωσιαστεί από τις επινοήσεις τους. Πώς συντηρούσαν ένα αυτοκίνητο σαράντα χρόνων, δίχως ίχνος ανταλλακτικού να καταφέρνει να περάσει από το εμπάργκο! Η ρήση για την πενία και τις τέχνες.
Νύχτα, με κομμένο το ρεύμα παντού και έναν φακό στο στόμα, πρέπει να βρώ κάπου να κοιμηθούμε απόψε. Στα χέρια μου κρατάω ανθρώπους πια, δεν με παίρνει να τα έχω στις τσέπες και να κατεβαίνω τον δρόμο σφυρίζοντας, γκόμενος και άνετος. Υπάρχουν μάτια που με κοιτάζουν, κόκκινα, έτοιμα για κλάμματα, νυσταγμένα. Πώς διάολο βρίσκεις τον δρόμο;
Κάποιος σοφός μου είχε πει κάποτε πως πρέπει οπωσδήποτε στο τέλος να έχεις να πεις μια ιστορία. Τουλάχιστον αυτό, μια ιστορία. Μαντάρω τα ρούχα μου, ρελιάζω τις λέξεις, πρέπει από κάπου να το πιάσω. Από χρήστης, δημιουργός. Από συνδρομητής, Θεός. Δεν ξέρω ούτε τι ώρα είναι. Πόση ώρα έχει πού έχει νυχτώσει και πόσο κρατάει η νύχτα εδώ. Αν κοντεύει να ξημερώσει, μπορεί και να αντέξουμε. Αλλά δεν μπορώ να ελπίζω σε αυτό. Πρέπει άμεσα να βρω κάπου να κοιμηθούμε απόψε. Ναι, αυτό πρώτα από όλα. Μπορεί να είμαστε τυχεροί. Κάποιοι έφυγαν και άφησαν τα σπίτια τους ανοιχτά και τα ψυγεία στην μπρίζα. Δεν ξέρω και πόση μπαταρία έχει ακόμη ο φακός. “Αν με αγκαλιάσεις πολύ σφιχτά, θα βγάλει φως ο λαιμός μου” της λέω. Το κάνει. Με τα παιχνίδια γίνεται. Θα νομίζει πως έχω χαλάσει. Πρέπει να σκεφτώ. Χωρίς να σταματήσω να αισθάνομαι. Αλλά επείγει ένα μέρος να βγει η νύχτα. Σαν ιερή αποστολή, να μας παραδώσω στο μέλλον. Άθικτους.
Το πρωί θα βρούμε κι άλλους. Θα έρχονται από τον ορίζοντα, τις πόλεις, τη θάλασσα…Θα πλησιάσουμε, θα αρχίσουμε πάλι. Να μία φωτεινή σκέψη! Οι άλλοι. Οι “σαν κι εμάς”. Σαν αγουροξυπνημένα κουτάβια, με πρησμένα μάτια, έχοντας νικήσει το πιο δύσκολο βράδυ της ζωής μας, θα κηδέψουμε τις απώλειες, θα πούμε μόνο ένα “πάμε;” και θα πάμε…