Πώς γέρνει πάνω σου ο άλλος άνθρωπος
Και δένει στο λαιμό σου τα χεράκια του
Πώς σκύβει, στάζει ο γκρεμός τ’ ανθάκια του
Κι οπού τα θέλει, στο βυθό τα κοκαλάκια του
Πώς το σταλάζει ο χρόνος στο ποτήρι μας
Το βάλσαμο και το φαρμάκι του
Σαν βέρα σαν δαχτυλιδάκι του
Κι είμαστε εμείς στο χέρι παιχνιδάκι του
Δεν έχω κάτι άλλο, μονό αυτά τα οχτώ στιχάκια, δεν πρόλαβα να κατεβάσω τις κουβέρτες και τα πουλόβερ για το κρύο που μας ήρθε τόσο ξαφνικά.
Τόσο απότομα.