Protagon A περίοδος

Όταν βρέχει στις πλαγιές

Είναι αυτές οι ξαφνικές νεροποντές του ύστερου φθινοπώρου που κατεβάζουν αστραπιαία τόσο πελώριους όγκους νερού, ώστε μπορούν να πνίξουν άνθρωπο δίχως να το καταλάβει...

Δημήτρης Καμπουράκης

Ο ποταμός είχε φουσκώσει εκείνο το απόγευμα τόσο ξαφνικά, που ο μεν πατέρας μου (φορτωμένος με όλα τα τσιμπράκαλα της δουλειάς) πρόλαβε να τον περάσει, ενώ εγώ που ακολουθούσα λίγες δεκάδες μέτρα πιο πίσω, ξώμεινα. Είναι αυτές οι ξαφνικές νεροποντές του ύστερου φθινοπώρου που κατεβάζουν αστραπιαία τόσο πελώριους όγκους νερού, ώστε μπορούν να πνίξουν άνθρωπο δίχως να το καταλάβει. Ειδικά όταν βρέξει καταρρακτωδώς ψηλότερα στις πλαγιές των βουνών και τα οργισμένα λασπόνερα εμφανίζονται ξαφνικά μπροστά σου από το πουθενά, λες και έσπασε κανένα φράγμα που τα συγκρατούσε.

Έμεινε λοιπόν εκείνο το απόγευμα ο Μανώλης από τη μια μεριά του ποταμού κι ο Δημήτρης από την άλλη. Αυτός θα ήταν τότε γύρω στα σαράντα πέντε κι εγώ θα ‘μουν δεν θα ‘μουν δέκα χρονών. Ανάμεσά μας υπήρχε ένας ποταμός που μούγκριζε παρασέρνοντας λάσπες, πέτρες, ξεριζωμένους θάμνους και σπασμένα κλαδιά. Μου φώναξε κάτι αλλά ήταν αδύνατο να τον ακούσω. Μου ‘κανε νόημα να πάω ψηλότερα απ’ την όχθη και να καλυφτώ κάτω από έναν πλάτανο. Έριχνε μια αργή ποτιστική βροχή, είπαμε ο κατακλυσμός πρέπει να είχε γίνει ψηλότερα, στις πλαγιές.

Έκατσε κι αυτός σε μια πέτρα κάτω από έναν σκίνο που έφτιαχνε ένα είδος στέγαστρου και βάλθηκε να περιμένει. Κάθε τόσο μου ‘κανε μια καθησυχαστική χειρονομία. Αφού τον έβλεπα απέναντι να με περιμένει δεν ανησυχούσα. Σαν όλα τα χωριατόπαιδα άλλωστε, ήξερα πως όταν δεν είχαμε μεγάλη κακοκαιρία, ο ποταμός φούσκωνε και ξεφούσκωνε το ίδιο γρήγορα. Μόλις κόπαζε η μπόρα, μόλις ξεθύμαινε ο πρόσκαιρος φθινοπωρινός θυμός του καιρού, τα νερά ξανακάθιζαν.

Τον θυμάμαι σαν τώρα. Παράτησε στην άκρη τα λιόπανα, το καλάθι, τον σάρακα και τον σάκο του κι έψαξε στη τσέπη του. Έβγαλε το πακέτο, άναψε ένα τσιγάρο κι έβγαινε ο καπνός από τη μύτη του ποτίζοντας το κατάμαυρο μουστάκι του. Οι λασπωμένες του αρβύλες έσκαβαν το χώμα μπροστά του. Τα μάτια του με κοιτούσαν, όμως το βλέμμα του με διαπερνούσε κι έφευγε γι’ αλλού. Πέρα μακριά πήγαινε, μπορεί στις θάλασσες που είχε διανύσει, μπορεί στα βουνά που είχε πολεμήσει, μπορεί στις γυναίκες που είχε αγκαλιάσει.

Και ξάφνου, δίχως να περιμένει να καταλαγιάσουν τα νερά, πετάγεται απάνω, μπαίνει σα να τον κυνηγούσαν μέσα στον ποταμό που του ‘φτανε ως τη μέση, τον διασχίζει με μανία, περνά στη μεριά μου, με αρπάζει, με σηκώνει ψηλά δίχως να μου απευθύνει τον λόγο και τον ξαναπερνά προς τα πίσω. Με αποθέτει κάτω, φορτώνεται τα πράγματα και φεύγει με γρήγορο βήμα προς το χωριό. Τον ακολούθησα τρέχοντας και προσπαθώντας να μην πατήσω τα λασπωμένα χνάρια που άφηνε πίσω του.

Δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω, αν ήταν οργισμένος ή απλώς φοβήθηκε πως θα νυχτώσει. Ούτε τον ρώτησα ποτέ. Με απέτρεψε εκείνο το βλέμμα του, που είχε φύγει πέρα μακριά και κάτι του θύμισε. Ίσως κανένα φωτισμένο λιμάνι την ώρα που έφτανε σ’ αυτό με το βαπόρι του, ίσως τα μάτια κάποιου την ώρα που τον κάρφωνε με την ξιφολόγχη, ίσως τα μάτια κάποιας που τον κοίταζαν με λαγνεία ή με προσμονή. Ποιος ξέρει.