Στην άκρη του μεγάλου βράχου είναι σκαρφαλωμένη μια μικρή, τόση δα νησιώτισσα Παναγιά. Κάτασπρη, χωμένη μέσα στη σπηλιά, βγάζει την πρόσοψή της προς το ανοικτό πέλαγος, με το στενό καμπαναριό της σχεδόν ανάγλυφο πάνω στον γρανίτη. Η αυλή της είναι ένα μικρό μπαλκονάκι πάνω στο φρύδι του βράχου, χωράνε δεν χωράνε εκεί δέκα νομάτοι. Μέσα στο καθολικό χωράνε λιγότεροι. Στέκει εκεί δυο, μπορεί και τρεις αιώνες, ποιος θυμάται πια; Έχουν γίνει σκόνη ακόμα και τα κόκκαλα των δισέγγονων του μάστορα που έφραξε την εμπασιά του βράχου για να στεγάσει τη Χάρη της.
Έμαθε η Παναγιά εκεί πάνω. Την αρμύρα του πελάγου, τη φθινοπωρινή μελαγχολία των γλάρων, τους δαιμονισμένους αέρηδες του χειμώνα, την ανακουφιστική αύρα της άνοιξης, τη φρικτή κάψα της καλοκαιρινής μέρας, την ολόφωτη φεγγαράδα των πανσελήνων. Της αρέσει. Ειδικά οι Δεκαπενταύγουστοι, όταν αποσώνουν ως εκεί λιγοστοί ντόπιοι κι εκκλησιάζονται. Κουβαλάνε ξερά κουκιά, ελιές, ψωμί, παστές σαρδέλες και κρασί. Αλληλοκερνιούνται, ανταλλάσουν ευχές και νέα για τα σπαρτά και τα ζωντανά, τρώνε με τα χέρια δίχως μαχαιροπήρουνα, πίνουν από το ίδιο ποτήρι, κοιτάζουν λίγο το πέλαγος, κάνουν τον σταυρό τους και φεύγουν. Ευχαριστιέται κάθε Δεκαπενταύγουστο η Παναγιά, γιατί αγαπά τους ανθρώπους κι αποζητά την παρέα τους.
Μόνο που άλλες μέρες εκτός απ’ τη γιορτή της, κανένας δεν την πλησιάζει. Ότι δεν διαθέτει πολύτιμες εικόνες ή σκαλιστό τέμπλο κι είναι το μπαλκονάκι της στραμμένο προς τον βοριά χωρίς να προσφέρει ρομαντικό ηλιοβασίλεμα. Κι είναι το μονοπάτι απ’ τον δρόμο ως την εκκλησιά κακοτράχαλο κι ο δρόμος από τον τελευταίο οικισμό του νησιού ως εκεί χωμάτινος γεμάτος κοτρώνες, κι ο οικισμός μακριά απ’ την πρωτεύουσα του νησιού και το νησί μακριά απ’ τους τουριστικούς χάρτες. Και κανένας δεν φτάνει ως την υπόσκαφη Παναγιά.
Και κάθεται αυτή όλο τον υπόλοιπο χρόνο κι αναπολεί τις λιγοστές χαρές της ζωής της σε κείνη την ερημιά. Έναν καλόγερο με γουρουνοτσάρουχα που την κατοίκησε για δύο ολόκληρους μήνες κάποτε, κάτι χαροκαμένες μάνες που ψάχνανε παρηγοριά στην αγκαλιά της, κάτι πειρατές που την περάσανε από μακριά για πλούσια και σκαρφάλωσαν στην αυλή της με γάντζους ή κάτι φυγάδες Ιταλούς στον πόλεμο που ξεβράστηκαν στα βράχια της. Μα πιο πολύ απ’ όλα θυμάται κάτι παιδιά με σακίδια στην πλάτη, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι με κατάξανθα μαλλιά και ασπριδερό δέρμα που εμφανίστηκαν ένα καλοκαίρι λίγο πριν δύσει ο ήλιος και ξάπλωσαν καταϊδρωμένα στο μπαλκόνι της.
Δεν θα την ξεχάσει ποτέ αυτή την επίσκεψη η Παναγιά, γιατί σαν νύχτωσε τα παιδιά επιδόθηκαν εκεί μπροστά της στα χειρότερα αίσχη που μπορεί να βάλει ο νους ανθρώπου και Θεού. Και κυλιόντουσαν στις πλάκες όλη τη νύχτα και βγήκαν λέξεις απ’ το στόμα τους που κανονικά θα ‘πρεπε να ανοίξει το καταπέτασμα του ναού και να βουλιάξει σούμπιτος ο βράχος μέσα στη θάλασσα. Κι έκαναν πράγματα που θα έριχναν -κεραυνοβολημένους από συμφόρηση- όλους μαζί τους απλοϊκούς παπάδες του νησιού που είχαν λειτουργήσει εδώ και δυο αιώνες πάνω στην κοτρώνα που έχει για Αγία Τράπεζα.
Δεν θα την ξεχάσει ποτέ αυτή την επίσκεψη η Παναγιά, γιατί με το ξημέρωμα στάθηκε σκεφτική πάνω απ’ τα δυο γυμνά κορμιά, τα αποσταμένα από το αλκοόλ, τις ουσίες και τις ανήκουστες πράξεις. Και μετά, απλώνοντας στοργικά τα χέρια της, τους έδωσε την πιο πλατιά συγχώρηση και ευλογία που μπορεί να γεννήσει μια θεϊκή και μητρική ψυχή μαζί, ότι η αγάπη δεν είναι αμαρτία αλλά ευλογία, κι ας λένε οι γραφές που δεν ξέρω ‘γω ποιος άσχετος τις έγραψε.
Ήξερε και κάτι άλλο η μοναχική υπόσκαφη Παναγιά. Πως ακόμα κι οι Θεοί παίζουν με τις πιθανότητες και ότι πότε-πότε (όχι πάντα, μα συμβαίνει) η ζωή ενός ακόλαστου δεν είναι τίποτα άλλο από την προετοιμασία της ζωής ενός μύστη.