Protagon A περίοδος

Οταν πέθανε ο Πατερούλης

Ήταν ένας μουντός και πολύ βροχερός Απρίλιος . Ασυνήθιστα βροχερός. Στα σημάδια και τις κατάρες κανένας μας δεν πίστευε- απαγορευμένα πράγματα ήταν όλα- και όλοι ήταν σίγουροι ότι αν έδινε μια εντολή ο σύντροφος Ενβέρ...

testSO

Λες και ξαφνικά θύμωσε ο θεός – που και να θύμωνε θα είχε δίκιο, διότι σε μας απαγορευόταν και δεν τον αποκαλούσαμε καν θεό – και τα έβαλε με τους Αλβανούς. Ήταν ένας μουντός και πολύ βροχερός Απρίλιος . Ασυνήθιστα βροχερός. Στα σημάδια και τις κατάρες κανένας μας δεν πίστευε- απαγορευμένα πράγματα ήταν όλα- και όλοι ήταν σίγουροι ότι αν έδινε μια εντολή ο σύντροφος Ενβέρ, όχι μόνο θα σταματούσε η βροχή αλλά θα έκανε και αυτοκριτική στο τέλος. Μόνο μια θεία μου μουρμούραγε συνεχώς ότι κάτι κακό θα συμβεί και αυτή τη φορά δεν θα μας γλυτώσει από το κακό ούτε ο ανυπέρβλητος αρχηγός ούτε το Κόμμα. Τα έλεγε μονολογώντας και από μέσα όλα αυτά η θεία διότι αν τα φώναζε μπορεί και να συλλαμβανόταν για προπαγάνδα.

Στο σχολείο είχε πλακώσει περίεργη σιωπή κι εμείς δεν είχαμε αμφιβολία ότι είχαν έρθει οδηγίες για άλλη μια ξαφνική στρατιωτική επιστράτευση των καθηγητών μας. Και όπως έπρεπε, δείχναμε στα φανερά να ανησυχούμε και να συμπαραστεκόμαστε και όλοι μας είχαμε, όπως μας είχαν πει, το απαιτούμενο υψηλό φρόνιμα. Θα έφτανε μόνο ένα νεύμα να ξεκινήσουμε να ψάλλουμε τον εθνικό ύμνο. Συνέβαινε το ίδιο κάθε φορά που το Κόμμα έκανε ανακοινώσεις για «μια ακόμα εχθρική επίθεση που απέτυχε να αποσταθεροποιήσει τη λαμπρή και επαναστατική πορεία της χώρας». Μετά από κάθε «θρίαμβο έναντι των Σοβιετικών και Κινέζων ρεβιζιονιστών» αλλά και τη «συντριβή κάθε ύπουλου σχεδίου των Αμερικανών ιμπεριαλιστών», που όλοι μαζί επιβουλεύονταν τις μεγάλες μας κατακτήσεις, το σχολείο μας γινόταν πεδίο πανηγυρισμών και οι καθηγητές μας, προπάντων ο διευθυντής μας που ήταν και μέλος του Κόμματος, μετατρεπόταν σε κομισάριους.

Σιωπή όμως, μεγάλη σιωπή εκείνη την ημέρα. Κάποια στιγμή , όταν πια κανένας δεν αμφέβαλλε πως κάτι τρομακτικό είχε συμβεί και μερικοί από μας είχαμε αρχίσει κιόλας να μας φανταζόμαστε με στρατιωτικές στολές και αρβύλες, δόθηκε η εντολή να μπούμε σε γραμμές ανάλογα με τις τάξεις. Στήθηκαν στη σειρά όλοι οι καθηγητές, και καθένας προσπαθούσε να κρύψει το κλαμένο πρόσωπό του για να μην προδοθεί. Έμοιαζαν σαν να μας ντρέπονται και πως δεν ήθελαν να μας δουν στα μάτια. Πρώτη φορά είχαν αλλάξει οι ρόλοι. Συνήθως εμείς δεν θέλαμε να τους δούμε ζωγραφιστούς.

Ο λόγος του Διευθυντού αυτή τη φορά δεν ήταν τόσο στιβαρός. Ούτε κι έμοιαζε με προαναγγελία κάποιας μεγάλης νικηφόρας πορείας. Κλαμένος κι αυτός, πιο πολύ αυτός, αφημένος σε λυγμούς και καταπίνοντας δάκρυα και μύξες μαζί, ίσα που πρόλαβε να πει: ο Κομαντάντε πέθανε! Είμαστε όλοι ορφανοί. Ήταν 11 Απριλίου του 1985 και μόλις είχε πεθάνει ο Ενβέρ Χότζα. Η βροχή που έπεφτε ασταμάτητα, δεν μπορούσε να σκεπάσει τα δάκρυα του διευθυντή και των καθηγητών μας.

Καλά τα έλεγε η θεία μου, μεγάλο κακό μας είχε συμβεί!