Στις 26 Νοεμβρίου πέθανε ο πατέρας μου. Ήταν σχεδόν 90 χρονών. Στην κηδεία του δεν φόρεσα μαύρα, κι όταν δεχόμουν τα συλληπητήρια των γνωστών και των φίλων αισθανόμουν άβολα. Απαντούσα μ’ ένα τυπικό «ευχαριστώ» που μ’ ενοχλούσε. Θα ήθελα να τους έλεγα πως δεν ήμουν λυπημένος και δεν είχα κανένα λόγο να δέχομαι συλληπητήρια. Όμως, είμαι βέβαιος, δεν θα καταλάβαιναν το γιατί και θα το εκλάμβαναν σαν ασέβεια προς το νεκρό. Το αντίθετο συνέβαινε.
Ας πάρουμε τα πράγματα λίγο από την αρχή:
Ο πατέρας μου έζησε όλο τον ενήλικο βίο του στο Σαιττά, ένα μικρό θέρετρο κοντά στις Πλάτρες, στην οροσειρά του Τροόδους. Από το 1964 διατηρούσε ένα μαγαζί και έκανε λοκμάδες. Ο κόσμος τον φώναζε Δρούσια, επειδή είχε την καταγωγή του από το ομώνυμο χωριό της επαρχίας Πάφου.
Ήταν δύσκολος και ιδιόρρυθμος άνθρωπος, αλλά ανάστατο πνεύμα που φιλοσοφούσε τη ζωή. Πήγε σχολείο μέχρι τη δευτέρα δημοτικού. Έφυγε ξυπόλητος από το χωριό του και πήγε στη Λεμεσό να δουλέψει φούρναρης. Στον Πόλεμο πήγε στη Μέση Ανατολή με το εκστρατευτικό σώμα των Εγγλέζων, αλλά δεν δήλωσε ποτέ παλαιός πολεμιστής. Στην πραγματικότητα δεν πολέμησε ποτέ, ήταν ένας λουφαδόρος που ξέμεινε στην Αίγυπτο και έμαθε να κάνει λοκμάδες.
Στους τοίχους του μαγαζιού του αναρτούσε τις πινακίδες με τα ανορθόγραφα ρητά του. Τα εμπνεόταν τις μοναξιασμένες μέρες του χειμώνα. Μια πινακίδα στην είσοδο έγραφε: «Απαγορεύεται αυστηρώς η είσοδος στις μύγες». Μια άλλη, στην κυπριακή διάλεκτο, έλεγε: «Όποιος έδωκεν μιάν κοκκόνα (κουκούτσι) της ελιάς στην ΕΟΚΑ θέλει πίσω έναν τενεκέ λάδι, γεμάτο». Σ’ ένα άλλο χαρτονάκι είχε σχεδιάσει ένα κουτί μ’ ένα σταυρό και έγραψε από κάτω την επεξήγηση: «Αυτό είναι κουτί για να βάζουν μέσα χρήματα. Και τα χρήματα τα βάζουν οι κουτοί»…
Μέχρι τα ’70 του δεν πήγε ποτέ σε γιατρό, δεν έκανε αναλύσεις, ήπιε στη ζωή του ένα βαπόρι κονιάκ και κάπνιζε τρία πακέτα τσιγάρα «555» την ημέρα. Στα ’80 του έκανε εγχείρηση προστάτη. Έκοψε το τσιγάρο, αλλά συνέχισε να πίνει ζιβανία (κυπριακό ρακί) και να δουλεύει στο μαγαζί. Πριν δύο χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη. Έκανε νέα εγχείρηση, ανάρρωσε και συνέχισε να δουλεύει. Μέχρι τις 30 Αυγούστου τηγάνιζε λοκμάδες.
Τον Σεπτέμβριο οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν. Ο καρκίνος εξαπλώθηκε. Άρχισε να μπαινοβγαίνει το ογκολογικό κέντρο, να θέλει μεταγγίσεις, να μη στέκει στα πόδια του, να πονάει στα κόκαλα. Όταν ο καρκίνος άρχισε να τον καθηλώνει μου τηλεφώνησε και πήγα στο χωριό. Μου λέει: «Κάτσε να κουβεντιάσουμε κάτι σοβαρό». Εν πλήρη ηρεμία μου είπε τα εξής:
– Έχω καρκίνο και το ξέρω ότι δεν θα σταθώ ξανά στα πόδια μου. Ο Τάσσος έπαιρνε τα χρήματα στους γιατρούς με το κόshiνο (κόσκινο) και πέθανε, θα ζήσει ο Δρούσιας; Ο Τόκας πέθανε στα 52, εγώ είμαι 90, «έκοψα τα μίλια μου», δεν έχω παράπονο. Μέχρι να πεθάνω θα υποφέρω, γι αυτό να μου βρεις ένα γιατρό να του υπογράψω μια συγκατάθεση, να ξαπλώσω να κοιμηθώ και να μου βάλει ένεση να πεθάνω.
Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν γίνονται αυτά τα πράγματα, να κάμει υπομονή, ότι έχει ακόμη ζωή κ.τ.λ., αλλά το είχε αποφασίσει. Και το έκαμε με το δικό του τρόπο: Σταμάτησε να τρώει και έπινε μόνο νερό. Σε 15 μέρες πέθανε, χωρίς να παραπονεθεί και χωρίς να κλάψει τη μοίρα του. Όρθιος!
Μέχρι την τελευταία στιγμή είχε πλήρη διαύγεια πνεύματος. Μόνο μια φορά παραμιλούσε, όταν μια συγγενής του πρότεινε να του φέρει τον παπά να τον εξομολογήσει. Τελικά, εξομολογήθηκε σε μένα και μου είπε πως έκανε το μουρλό διότι δεν ήθελε να μπει σ’ αυτή τη διαδικασία. Ουδέποτε είχε παρτίδες με τους παπάδες.
Η κηδεία του ήταν μια φυσιολογική οικογενειακή σύναξη. Δεν τον έκλαψε κανένας. Δεν έδωκε σε κανέναν την ευκαιρία να τον λυπηθεί. Προσωπικά, ούτε σοκαρίστηκα, ούτε λυπήθηκα, όσο κυνικό κι αν ακούγεται αυτό. Τι πιο νορμάλ για έναν άνθρωπο που έζησε τη ζωή του με τον δικό του τρόπο, δούλευε μέχρι τα 90 του επειδή του άρεσε αυτό που έκανε και αποφάσισε να πεθάνει και έφυγε με τον τρόπο που ήθελε, όταν διαπίστωσε ότι τον πρόδωσε το σώμα του;
Μετά την κηδεία πήγα στο μαγαζί του και στάθηκα μπροστά στα ρητά του. Ξεχώρισα ένα που έλεγε (διατηρώ την ορθογραφία): «Όπιος δεν ξέρι να πεθάνοι πέφτοι χαμαί και λαχταρά». Το ξεκρέμασα και το φύλαξα. Είναι η κληρονομιά που μου άφησε…