Καθόταν και χαζολογούσε μια φωτογραφία στην οθόνη του υπολογιστή. Την «έκλεψε» απ' το προφίλ του. Λαχταρούσε να βρει μία που να έχει πιάσει ο φακός ένα βλέμμα, κάποια σκιά, το λίγο στραβό χαμόγελο. Την έκοψε με τέτοια ακρίβεια για να βλέπει αυτά ακριβώς που ανέπνεε. Κάτι που να θυμίσει, έστω και αμυδρά, σαν χάδι, εκείνη τη νύχτα.
Βρήκε μία που ήταν αγκαλιά με μια κοπέλα. Πώς αλλιώς; σκέφτηκε. Χαμένος σε δυο καστανά μάτια.
Ζήλεψε ό,τι προϋπήρχε και ό,τι θα ερχόταν. Στιγμιαίο θα είναι, αλίμονο. Δεν άντεχε. Έκλεισε τον πλασματικό κόσμο και ξάπλωσε στον καναπέ με χαλαρά βλέφαρα, ώσπου σφάλισαν. Δεν ήθελε να ξεχάσει ούτε στιγμή. Η καρδιά διαλύει το μυαλό. Από μόνη της. Χωρίς εντολή. Αρκεί να χτυπήσει η αρτηρία πιο δυνατά. Όλα υποκλίνονται ή υποκύπτουν.
Ήταν ο ιδανικός «της». Όμορφος, όσο επέτρεπε η φιλαρέσκειά της να δει. Έξυπνος και ετοιμόλογος, όσο τον άφηνε να μιλάει. Σχεδόν δεν άκουγε. Κοιτούσε να ανοιγοκλείνει το όμορφο στόμα κι έβλεπε στα μάτια της δυο κύματα απο δέρμα απαλό, ανάμεσα σε μούσια ακατάσχετα απρόσεκτα, να κουνιούνται. Αλλά ποιος κοιτάει την πισίνα όταν έχει το απέραντο γαλάζιο μπροστά του;
Μετά από ώρες κουβέντας, λογοπαιγνίων, δόλιου φλερτ, την πλησίασε. Ήξερε τι θα ζητήσει, τι θα προκύψει. Δεν ήξερε αν έπρεπε. Ένιωθε έναν κίνδυνο μέσα της. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι βυθιζόταν σε μια μπλε δίνη όσο τον κάρφωνε στα μάτια. Στροβιλιζόταν με μια ζαλάδα που μόνο η επιθυμία και η προσμονή μπορούν να καταφέρουν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήταν για μια βραδιά. Ξεκαθαρισμένο. Τίμιο και κοφτερό.
Τι είχε να χάσει; Μια υπόληψη υποχείριο στον ίδιο της τον λαβύρινθο. Μην πέσει στα μάτια ενός ξένου μα τόσο δικού της εκείνη τη νύχτα. Δεν άντεξε να αντιστέκεται. Προφανώς το ήξερε από την αρχή. Απλά έδινε μια μάχη, πιότερο με τον εαυτό της. Δεν ήταν μαθημένη έτσι. Μα λιγοστεύουν οι ευκαιρίες για τον παράδεισο. Η έκρηξη, ίδια με ηφαίστειο που χρόνια κόχλαζε και εκτινάχτηκε χωρίς θορύβους εκκωφαντικούς. Βουβός «πόνος». Βουβή η κάψα, η λάβα αργή, να σιγοκαίει και να κυλάει σε κάθε χαράδρα, βουνό, οποιοδήποτε σημείο ενός κορμιού που είχε πολύ καιρό να νιώσει την ύπαρξη της ηδονής, εκτός από ένα άψυχο αντικείμενο, ρέπλικα ενός κανονικού σε μέγεθος φαλλού.
Τόσο σίγουρος γι' αυτό που «πρόσφερε». Φειδωλός στα λόγια, αφού το ίδιο του το σώμα ήταν μια κινούμενη εγκυκλοπαίδεια. Τόσο ευγνώμων γι' αυτό που κρατούσε στην αγκαλιά του. Δεν του είχε ξανατύχει, είπε,να συνευρεθεί με μια τόσο γοητευτική και σέξι γυναίκα. Φυσικά τον πίστεψε. Σαν έχει ανάγκη η ψυχή να φτερουγίσει, ένα απαλό φύσημα φαντάζει ανεμοστρόβιλος. Έμαθαν σπιθαμή προς σπιθαμή τον έρωτα σε δυο άγνωστα σώματα, σχεδόν με ευλάβεια. Όποιες ορμόνες και αν ελευθερώθηκαν, βρήκαν το απόλυτο ταίρι. Ένα παζλ ηδονής, τρυφερότητας, σημάδια από το πάθος. Ένα κλείδωμα, ασφάλισμα κάθε μέλους, κάθε πόρου σχεδόν. Τόσο μοναδικό. Κάθε πότε το συναντάς αυτό;
Κοιμήθηκε στην αγκαλιά της. Αυτή πάλι καθόλου. Ούτε σαν σκέψη. Απολάμβανε το κάθε κλικ του χρόνου, να έχει να κρατηθεί, να ελπίζει, να αναμοχλεύει. Γύριζε πλευρό και απαιτούσε απ' το κορμί του, με εντολές της ανασφάλειάς του, να την ακουμπάει. Ακόμη και με τα ακροδάχτυλα του ποδιού.
Η εξάρτηση ήταν αμοιβαία. Ο εξαναγκασμός της μιας φοράς, δικό του χαρτί. Αδιαπραγμάτευτο.
Άκουσε το κλείσιμο της πόρτας το επόμενο μεσημέρι. Ένα ελαφρύ σφίξιμο στην καρδιά και στον νου η τελευταία του φράση. «Θα τα ξαναπούμε σίγουρα». Η δική της σκέψη «Αποκλείεται. Είσαι επικίνδυνος. Ήδη έζησα σε ένα βράδυ αυτά που δεν κατάφεραν τρεις μαζί σε λίγα χρόνια».
Η επόμενη φορά θα ήταν κάτι σαν σφραγίδα. Και δεν του πάει. Απέφυγε να τη δει τις επόμενες μέρες. Μα τι σκέφτεται η ανόητη; Δεν υπήρχε αυτές τις μέρες στο πεδίο του… Θα περάσει. Θα πονέσει, μα θα περάσει. Έτσι γίνεται πάντα σ' αυτές τις περιπτώσεις…