Ο «πονηριά στο μάτι» δέχεται πιέσεις για γάμο. Δεν έχει πρόβλημα με τη δέσμευση, απλώς δεν είναι πολύ σίγουρος ότι είναι σίγουρος. Με την «οκτωβριανή επανάσταση» (τι παρατσούκλια είναι αυτά, θα μου πεις, και θα ’χεις χίλια δίκια, αλλά πού να στα λέω…) είναι μαζί, καιρό τώρα… Τόσο καιρό που, πια, δεν ξέρει αν η σχέση τους εξακολουθεί να υπάρχει από αγάπη ή από συνήθεια.
Οι επιστήμονες ισχυρίζονται πως το ανώτερο διάστημα που νιώθει κανείς ερωτευμένος είναι 2 χρόνια, άντε υπό ορισμένες συνθήκες 3 (αγαπητέ επιστήμονα, απορία: έχει επηρεάσει αυτή η, από πρώτο χέρι, γνώση την ερωτική σου ζωή; και πώς;). Από κει κι έπειτα έρχεται το κενό. Στις κουβέντες, στο βλέμμα, στο στομάχι. Και οι περιπτώσεις είναι δύο: ή η ερωτική χημεία θα εξατμιστεί ή θα μεταλλαχθεί σε αγάπη, τρυφερότητα, συντροφικότητα και το κενό θα καπελωθεί από το χάος της μεγαλύτερης από όλες τις χημείες.
Το κακό βέβαια είναι πως για κάποιο λόγο οι περισσότεροι άνθρωποι (ένα και δύο τσαφ πιο πολύ οι γυναίκες, θαρρώ) διαλέγουμε να πιστέψουμε πως μας συμβαίνει το δεύτερο, ακόμα κι όταν όλα γύρω μας και μέσα μας, διαδηλώνουν πως από την ερωτική χημεία δεν έχει απομείνει ούτε σταγόνα.
Κι αυτό είναι που τρέμει κι ο «πονηριά στο μάτι» και λέει ότι δεν είναι σίγουρος αν είναι σίγουρος. Και ψάχνει να βρει τα σημάδια -δύσκολο- και να τα εξηγήσει -δυσκολότερο- μπας και καταλάβει αν έχει αγαπήσει ή αν έχει συνηθίσει. Αν η «οκτωβριανή επανάσταση» είναι σαν τις σούπερ προσφορές στα πολυκαταστήματα όπου αγοράζεις κάτι μόνο και μόνο επειδή συμφέρει κι όχι επειδή πραγματικά το θέλεις. Ή αν είναι το κλειδί για την επόμενη πίστα.
Κι όσο εκείνος αναρωτιέται, εγώ καταλήγω στο εξής αλαφροΐσκιωτο συμπέρασμα: αν σε μία σχέση μπεις στη διαδικασία να σκέφτεσαι αυτά που (δεν) νιώθεις ίσως το μόνο που πραγματικά νιώθεις είναι ο φόβος για το κενό.