Τις Μεγάλες Παρασκευές δεν είχε ποτέ αέρα. Μια καταλαγιασμένη φύση έκρυβε με τα σύννεφα της τους ανοικτούς ουρανούς κι άφηνε την ευωδιά του χαμομηλιού ν’ απλωθεί χαμηλά, σαν υπνωτικό που σε οδηγεί στον πιο γλυκό θάνατο.
Στον περίβολο της εκκλησίας, κορίτσια με λευκές ψυχές και ανέγγιχτους υμένες κάρφωναν με βελόνες κλειστά ανθάκια λεμονιάς και πορτοκαλιάς για να στολίσουν με τα κορδόνια τους τον επιτάφιο. Ήταν και τα ανθάκια λευκά κι ανέγγιχτα, πριν τρυπηθούν για να βγάλουν αντί για αίμα, μύρο. Προς χάριν του Κυρίου.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, τα αγόρια κρατώντας μια μεγάλη σκάλα ως μεταφορικό μέσον, παίρναμε σβάρνα τα σοκάκια του χωριού. Τρύπια παντελόνια, παλιοπάπουτσα, διαλυμένα καπέλα, σκισμένα πουκάμισα, σακούλες με άχυρο και μπιτονάκια με τηγανόλαδα γέμιζαν ως επάνω την ιδιότυπη καρότσα μας.
Δεν ήταν το βάρος και ο όγκος των πραγμάτων, που επέβαλαν το πρωτόγονο μεταφορικό μας μέσο. Ούτε σιχαινόμασταν να κουβαλήσουμε με τα χέρια τα σκουπίδια των γειτόνων μας, ότι το μοσχοσάπουνο δεν είχε καταφθάσει ακόμα στο χωριό μας. Όσο λιγότερο αγγίζαμε τα υλικά της μελλοντικής φορεσιάς του Ιούδα, τόσο το καλύτερο για μας.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, οι γιαγιάδες ήταν λυπημένες. Βγαίνοντας απ’ το σπίτι τους, ένα βάρος κουβαλούσαν κι έναν βαθύ αναστεναγμό. Σαν δίπλα στον Ιησού, να πέθαιναν και οι γιοι τους που λείπανε. Ο ένας που είχε ανέβει στην Αθήνα για να δουλέψει στα μωσαϊκά και ο άλλος που ήταν στη Γερμανία.
Κατέβαιναν σκυφτές την πέτρινη εξώσκαλα, πατώντας στο κέντρο των παλιών σκαλοπατιών που τη Μεγαλοδευτέρα δεν είχαν περαστεί με ασβέστη. Σαν κατέβαιναν στο σοκάκι, έριχναν μια κενή ματιά γύρω, έσφιγγαν με τα παραμορφωμένα τους δάκτυλα το τσεμπέρι γύρω απ’ το πρόσωπο τους κι έπαιρναν αργά-αργά τον δρόμο για το νεκροταφείο
Τις Μεγάλες Παρασκευές, η καμπάνα έπαιζε απ’ το πρωί πένθιμα. Κάθε τόσο, ένας μπάσος μοναχικός ήχος σκέπαζε για λίγο τα κεραμίδια, τις αυλές και τις κληματαριές, για να σμίξει με το αχνό άκουσμα μιας άλλης καμπάνας πίσω απ’ τους λόφους. Καρδούλες των χωριών οι καμπάνες, που κείνη τη μέρα είχαν πληγές να γιάνουν.
Εμείς περιμέναμε την Ανάσταση για να σπρωχτούμε κάτω απ’ το καμπαναριό, ποιος θα πρωτοπιάσει το σχοινί για να παίξει το χαρμόσυνο διπλοκάμπανο. Μα κάτω από τη λεύκα της πλατείας, κάτι γέροι με σακούλες κάτω απ’ τα μάτια, έκαιγαν αμίλητοι τα δάκτυλα τους με τ’ άφιλτρο τσιγάρο, σα να μην πίστευαν ότι μετά τον θάνατο έρχεται η ανάσταση.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, ερχόντουσαν πάντα τσούρμο οι γύφτισσες, με τα μυξιάρικα παιδιά τους κρεμασμένα στις λουλουδάτες φούστες τους. Ζητιάνευαν αβγά και πατάτες, λίγο λάδι και κανένα κομμάτι τυρί. Ξέρανε ότι τέτοια μέρα η ελεημοσύνη ήταν ευκολότερη.
Οι πιο πολλοί κάτι τους έδιναν, μα οι τσιγκούνηδες τις έπαιρναν στο κυνήγι με φωνές και πέτρες. Αμολούσαν τον σκύλο βλαστημώντας τες, διότι γύφτοι σιδεράδες είχαν καρφώσει με σκουριασμένες πρόκες τα χέρια και τα πόδια του Χριστού πάνω στον σταυρό. Και τρέχανε πανικόβλητοι οι άτιμοι σταυρωτές, τα τρίχρονα ξυπόλυτα γυφτάκια.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, μεσημέρι και βράδυ, υπήρχε πάνω στο τραπέζι μόνο παξιμάδι, ελιές, κρεμμύδι, κανένα όψιμο μαρούλι και βραστά αλάδωτα φασόλια. Η μέρα δεν επέτρεπε τη χόρταση, ανεχόταν μόνο το ξεγέλασμα της πείνας.
Για κάποιο ακατανόητο λόγο, ο πατέρας μου ουδέποτε έκλεισε τραπέζι στο «Καστελόριζο», στον «Κουρσάρο» ή στα «Χρώματα βυθού», για να φάμε μετά τον Επιτάφιο νηστήσιμα οστρακοειδή, κυδώνια, χτένια, γιγάντιες ψητές γαρίδες ειρηνικού και αστακομακαρονάδες, όπως επέβαλε η κατάνυξη της ημέρας.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, δυο κοπελίτσες κουκουλωμένες από τα μαλλιά ως τα νύχια με κατάμαυρο ρούχο, έστεκαν δεξιά κι αριστερά του Επιταφίου, όση ώρα προσκυνούσε ο κόσμος. Αναρωτιόμουν πάντα ποιές ήταν οι σκεπασμένες μοιρολογίστρες κι αν κάτω από το πέπλο τους δάκρυζαν ή χαμογελούσαν.
Κι όταν ανακάλυπτα, τις έψαχνα πάντα το επόμενο βράδυ μέσα στις φωτιές της αναστάσιμης ακολουθίας. Αυτή η ικανότητα της γυναίκας να μεταλλάσσεται αστραπιαία από βαρυπενθούσα πολυδάκρυτη ύπαρξη σε ολόφωτο θηλυκό γεμάτο πονηρή ζωντάνια, αποτελούσε για μένα πελώριο και αδιαλεύκαντο μυστήριο.
Τις Μεγάλες Παρασκευές, όταν ένα ποταμάκι από αναμμένα κεράκια χυνόταν αργά-αργά στα σοκάκια του χωριού υπό τους ήχους του επιτάφιου θρήνου, μου ερχόταν να κλάψω. Τότε θαρρούσα πως ήταν για τον καλό Χριστούλη που πέθανε. Τώρα πια ξέρω πως βούρκωνα προκαταβολικά για τους ανθρώπους που θα αγαπούσα με πάθος στο μέλλον και στη συνέχεια θα τους έχανα.
Γιατί δεν υπάρχει πιο θρηνητικό θέαμα από δυο κολλημένες ψυχές, που διαχωρίζονται ξαφνικά μέσα σε μια γλυκιά νύχτα, ακολουθώντας η κάθε μια τον δικό της επιτάφιο. Και πορεύονται πια μονάχες τους, κάθε μια στα δικά της σταυροδρόμια, στα δικά της σοκάκια, στα δικά της χωριά, στα δικά της νησιά, τσαλαπατώντας τα χαμομήλια του Απρίλη, που συνεχίζουν τα άτιμα να στέλνουν μια ευωδιά όμοια με υπνωτικό που οδηγεί στον πιο πικρό θάνατο.