Protagon A περίοδος

Οι πόρνες της Παναγιάς της Ανήμπορης

Μια παλιά δοξασία της τοπικής λαϊκής θρησκείας λέει, πως τη Μεγάλη Παρασκευή η Παναγιά η Ανήμπορη πραγματοποιεί τις ευχές που κάνουν οι πόρνες γυναίκες για τα παιδιά τους.
Δημήτρης Καμπουράκης

Στο κέντρο της παλιάς Οβριακής, μέσα σ’ έναν δαίδαλο από στενοσόκακα που δε βγάζουν πουθενά, κρύβεται το εκκλησάκι της Παναγιάς της Ανήμπορης. Δεν έχει αυλή, μήτε χρωματιστά τζάμια. Η λιλιπούτεια καμπάνα της δεν βλέπει τον κόσμο από το ύψος κάποιου καμπαναριού, είναι κρεμασμένη σ’ ένα ξύλινο παλούκι πάνω από την πόρτα. Ένας κανονικός άνθρωπος πρέπει να σκύψει για να μπει μέσα και να προσέξει πολύ μην γκρεμοτσακιστεί καθώς θα προχωρά στο στενάχωρο καθολικό της. Η Παναγιά η Ανήμπορη είναι έξι σκαλιά κάτω από το έδαφος, σαν ημιυπόγειο.

Ένας γέρος παπάς βαστά εδώ και χρόνια την εκκλησούλα ζωντανή. Οι δυο ψάλτες είναι πιο γέροι απ’ τον παπά τους. Κάθε τόσο χάνουν τα τροπάρια και παλεύουν με τα βαριά κοκάλινα γυαλιά τους να βρουν τη συνέχεια της λειτουργίας μέσα στο ημίφως. Ο εξαερισμός της εκκλησίας γίνεται μόνο από την πόρτα της, γι αυτό και η ατμόσφαιρα με τα κεριά και τα λιβάνια πολύ γρήγορα γίνεται αφόρητη. Με εξαίρεση κάποιες γερόντισσες και πεντέξι γειτόνους, άλλος δεν μπαίνει στην Παναγιά την Ανήμπορη. Ούτως ή άλλως, δεν θα χωρούσαν πολλοί ακόμα σ’ αυτή την κατακόμβη. Το παγκάρι της είναι τόσο άδειο, που κανένας δεν στέκει εκεί για να πουλά κεριά. Στο πανεράκι που έχουν για ταμείο, υπάρχουν μόνο χάλκινα.

Ο Επιτάφιός της κάθε Μεγάλη Παρασκευή είναι τόσο φτωχικός, που αν δεν στεκόταν στη μέση της εκκλησούλας οι λιγοστοί πιστοί θα τον έψαχναν για να τον προσκυνήσουν. Παλαιικός, ξύλινος, δίχως ουρανό και σκαλίσματα, μοιάζει με αρχαία σαρακοφαγωμένη κασέλα. Τα λεπτά ετοιμόρροπα ποδάρια του, τον κάνουν να μοιάζει με αιωρούμενο τάφο πάνω απ’ το ταλαιπωρημένο πάτωμα. Ο στολισμός του είναι τόσο λιτός που καταντά προσβλητικός. Στις τέσσερις γωνιές έχουν δέσει από ένα μικρό μπουκετάκι μανόλιες και πάνω στο κεντημένο σεντόνι με τον προσωρινά πεθαμένο Ιησού έχουν απλώσει ένα κορδόνι με κλειστούς ανθούς πορτοκαλιάς. Αυτά μόνο.

Η καλή κοινωνία δεν πάει στην Παναγιά την Ανήμπορη. Μήτε οι μικροαστικές οικογένειες της ενορίας. Προτιμούν τις μεγάλες εκκλησίες με τους πολυελαίους και τις χορωδίες. Επίσημος ουδέποτε μπήκε εκεί μέσα, εύπορος δεν άναψε ποτέ κερί στο μοναδικό μανουάλι της. Ο δεσπότης δεν καταδέχεται να την επισκεφτεί και οι αρχιμανδρίτες της Επισκοπής σκέπτονται να εισηγηθούν την κατάργησή της από ενορία. Θα το είχαν κάνει αν δεν υπήρχε ένα παράξενο έθιμο που συμβαίνει μόνο στην Παναγιά την Ανήμπορη κάθε Μεγάλη Παρασκευή.

Το βράδυ του Επιταφίου κάθε χρόνο, η εκκλησούλα γεμίζει έξαφνα με επιφανείς ανθρώπους. Γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, βιομήχανους, επιχειρηματίες, λογοτέχνες, καθηγητές, πανεπιστημιακούς, ηθοποιούς, τραγουδιστές, διπλωμάτες, αξιωματικούς, βουλευτές, υπουργούς. Διότι μια παλιά δοξασία της τοπικής λαϊκής θρησκείας λέει, πως τη Μεγάλη Παρασκευή η Παναγιά η Ανήμπορη πραγματοποιεί τις ευχές που κάνουν οι πόρνες γυναίκες για τα παιδιά τους.

Και κλείνουν από τα διπλανά σοκάκια τα μπουρδέλα και μόλις νυχτώσει καταφθάνουν οι γυναίκες στην εκκλησούλα με τα κεφάλια σκεπασμένα. Ανάβουν το κερί τους και αφήνουν δίπλα στον σεμνό Επιτάφιο ένα χρησιμοποιημένο πραγματάκι του παιδιού τους για να κάνουν πάνω σ’ αυτό την ευχή τους στην Παναγιά την Ανήμπορη. Ένα ζιπουνάκι, μια πιπίλα, ένα ταλαιπωρημένο παιχνιδάκι, ένα δαγκωμένο στο πάνω μέρος του μολύβι, μια σχολική τσάντα, μια σπασμένη ρακέτα, ένα ζευγάρι σανδάλια, μια ζωγραφιά. Τα πιο πολλά πράγματα έχουν έρθουν από μακριά με το ταχυδρομείο ή τα κουβαλούν οι μανάδες όταν φεύγουν για λίγο απ’ τους οίκους ανοχής και ταξιδεύουν για να δούνε τα παιδιά τους που ανατρέφονται αλλού, μακριά από τη δική τους ντροπή.

Και δημιουργείται σιγά-σιγά ένας ολόκληρος σωρός από πράγματα δίπλα στον Επιτάφιο κι είναι αυτός ο σωρός πιότερο σπαρακτικός Επιτάφιος απ’ αυτόν του νεκρού Χριστού. Και στριμώχνονται οι γυναίκες στην άκρη και κλαίνε κάτω απ’ τα μαντήλια τους την ώρα του Επιτάφιου Θρήνου γιατί θυμούνται τα παιδιά τους. Κι η Παναγιά η Ανήμπορη, μάνα που θρηνεί κι αυτή πάνω από τον νεκρό γιο της, παίρνει μια-μια τις ευχές τους και μέσα στη στενή εκκλησούλα τις κάνει πράξη μπροστά στα θολά μάτια κάθε μάνας.

Κι έτσι εκείνη τη νύχτα γεμίζει η εκκλησία επιφανείς ανθρώπους, μορφωμένους, πετυχημένους, πλούσιους, ευτυχισμένους, κραταιούς. Ότι εκείνες οι μανάδες έχουν τα μεγαλύτερα απ’ όλους μας όνειρα για τα καταφρονεμένα και μοναχικά παιδιά τους. Και οι ευχές τους μαζί με τα κλάματά τους, στέλνουν με λύσσα αυτά τα παιδιά σε μια άλλη καλύτερη ζωή, σ’ έναν αστερισμό που έχει ξεφύγει απ΄ τη δική τους κακομοιριά και βρωμιά, σ’ έναν καθαρό κόσμο που δεν βγάζει πια πουτάνες και νταβατζήδες. Κι άντε τώρα ο δεσπότης να την κλείσει την ασύμφορη Παναγιά την Ανήμπορη.