Το κείμενο είναι το β’ μέρος του «Αγγλία, Γαλλία, Μασσαλία, Γεώργιος Κολοκυθάκης»
Σ’ εκείνες τις αποσπερίδες των Ιούληδων στο χωριό, ερχόταν στην παρέα με τις γιαγιάδες και μια σχετικά νεότερη γειτόνισσα που ήταν συνέχεια δαρμένη. Πότε το μάτι της ήταν πρησμένο, πότε το μάγουλο της μελανιασμένο, πότε ο λαιμός της γεμάτος νυχιές. Το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να συνθέσει τότε την ιστορία στο σύνολο της, αλλά τελικά η υπόθεση ήταν ανατριχιαστικά απλή. Κάθε βράδυ γύριζε ο άντρας της από τα χωράφια και ήθελε σεξ. Αυτή αρνιόταν (πάντα), αυτός την έδερνε (πάντα) και μετά την έβαζε κάτω και την πηδούσε, τη βίαζε δηλαδή. Θυμάμαι λοιπόν τις γερόντισσες να τη συμβουλεύουν πάνω σε μια αδιανόητη για σήμερα real politic στάση: «Μα είναι δυνατόν να τρως ξύλο κάθε μέρα; Αφού στο τέλος θα γίνει αυτό που θέλει, άστον τον εκεί τον τρισκατάρατο να κάμει τη δουλειά του, να ξεμπλέξεις.» Όμως η γειτόνισσα με τις αμυχές και τα γδαρσίματα, μ’ ένα τρελό βλέμμα στα μαυρισμένα μάτια και με μια φρικαλέα αποφασιστικότητα στη φωνή, χτυπούσε τη γροθιά της στην πέτρα που καθόταν και σχεδόν τσίριζε: «Όχι, όχι, όχι. Εγώ θα του το βγάνω ξινό κάθε φορά κι ας με δέρνει.»
Τώρα που το αναμετρώ στη μνήμη μου, αναρωτιέμαι πόσο αβυσσαλέο μίσος έκρυβε τελικά εκείνο το ρημαδιασμένο σπιτικό. Αυτός να ζει μέσα σε μια συνεχή επιβολή δέρνοντας και βιάζοντας καθημερινά τη γυναίκα του, αλλά κι αυτή να επιλέγει τη διπλή κακοποίηση της, μόνο και μόνο διότι φαντασιωνόταν πως του χαλούσε τη διάθεση αρνούμενη να παραδοθεί αμαχητί. Τον θυμάμαι καλά κι αυτόν τον άθλιο, πέθανε όταν ήμουν μεγάλος. Ένα κανονικό ανθρωπάκι ήταν, σχεδόν καλόβολο, διόλου δεν του φαινότανε. Αλλά δε μπορώ ν’ αφήσω και αμνημόνευτη την προαιώνια διπλοπροσωπία των ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου, εποχής, ηθών και τόπων. Όση ώρα ήταν εκεί η δαρμένη όλες οι γειτόνισσες της συμπαραστέκονταν με τα θερμότερα λόγια, αλλά μόλις έφευγε την κάρφωνε η πρώτη: «Σα να μου φαίνεται πως της αρέσει να τις τρώει.» Και κουνούσαν οι άλλες το κεφάλι συμφωνώντας, ενώ σιγομουρμούριζαν διάφορα ακατάληπτα ανάμεσα στα ξεδοντιασμένα ούλα τους.
Ερχόταν στην αυλή και η Νταουντάκενα, η αριστοκράτισσα του χωριού και διηγούνταν τακτικά τη δική της ιστορία, με μια εξεζητημένη καθαρευουσιάνικη προφορά που έκανε τις άλλες να γελάνε. Καθότι η Νταουντάκενα δεν ήταν συγχωριανή, αλλά καθαρόαιμη Αθηναία που ξέπεσε στο χωριό. Ο άντρας της ο Νταουντάκης ήταν ντόπιος, είχε ανέβει όμως νεαρός στην Αθήνα να βρει έναν μπάρμπα του, τον κληρονόμησε, είχε κλίση στο εμπόριο, άνοιξε ένα μεγάλο εμπορικό στην Αιόλου και πλούτισε. Ως πλούσιος παντρεύτηκε μια μεσοαστή καλομαθημένη Αθηναία, ανεβάζοντας έτσι το κοινωνικό του status. Αλλά ως Χανιώτης ήταν και φανατικός Βενιζελικός, οπότε στις ταραχές του διχασμού οι Βασιλικοί του κάψανε το μαγαζί και καταστράφηκε. Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του άρον-άρον και την κατέβασε στο χωριό κι είχε ζήσει πια η Νταουντάκενα πενήντα ολόκληρους χρόνους σ’ ένα παλιόσπιτο με χωμάτινο πάτωμα, αυτή που είχε γεννηθεί σε δίπατο πετρόκτιστο με γυαλισμένα σανίδια «επί της δενδροφύτου οδού Ιπποκράτους» όπως έλεγε.
Είχε συνηθίσει πια τη ζωή στο χωριό και στα χωράφια, δεν έπαυε όμως να μνημονεύει με νοσταλγία τα νιάτα της και τα καλά της: «Αχ κυρία Μαριάνθη» έλεγε στη γιαγιά μου, «έκανα απογευματινό περίπατο στον Λυκαβηττό, έκοβα ένα κλαράκι θυμάρι και το καρφίτσωνα στο πέτο μου για να φθάνει η ευωδιά του ως τη μύτη μου και να ευφραίνομαι. Που να φανταζόμουν ότι θα κατέληγα να πηγαίνω δυο ώρες δρόμο στην πλαγιά για να φορτώσω το μουλάρι με δεμάτια από θυμάρια, για να στρώνω πατωσιές-πατωσιές πάνω τους τα καλιτσούνια ώστε να ‘χουμε να τρώμε». (Το θυμάρι το χρησιμοποιούσαν τότε, όχι μόνο για να αρωματίζουν αλλά και για να συντηρούν επί μέρες φουρνισμένα ζυμαρικά και αρτοσκευάσματα). Κι έγνεφαν καταφατικά οι γιαγιάδες για το άδηλο της ανθρώπινης μοίρας, με την πιο πρακτική απ’ όλες να ρωτά: «Εκείνο-σας ο Λυκαβηττός που μας τονε κουβεδιάζεις συνέχεια, ήντα ‘ναι;»
Και κατέληγαν αργά το βράδυ, με τα καλοκαιρινά αστέρια από πάνω τους, να γελάνε κακαριστά οι γιαγιάδες. Λίγο πριν το διαλύσουν έλεγαν για τον τρελό του χωριού, τον Περικλή, βαρύ αρχαιοελληνικό όνομα είχε κι ας κυκλοφορούσε ξυπόλυτος χειμώνα-καλοκαίρι, ρακένδυτος, πεινασμένος και κακομοίρης. Είχε δέσει ο Περικλής ένα μακρύ κορδόνι στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του και το ‘σερνε όπως περπατούσε, έτσι του την είχε δώσει του ταλαίπωρου. Κι όπου έβρισκε σπάγκο ή κουρέλι ή τριχιά ή πετσί ή μακρόστενο πανί, έκανε έναν κόμπο και το πρόσθετε, με αποτέλεσμα μετά από χρόνια (ποτέ δεν το είχε λύσει από το δάκτυλο του) το μήκος του πολύχρωμου κορδονιού να φθάνει τα εκατοντάδες μέτρα, το χιλιόμετρο ή μπορεί και παραπάνω. Και περπατούσε ο Περικλής στη μια άκρη του χωριού και το κορδόνι του σερνόταν στην άλλη. Μερικοί κόψανε στα μουλωχτά κάποιο κομμάτι για να του κάνουν πλάκα ή γιατί το χρειάστηκαν, όμως τους πήρε ο τρελός στο κυνήγι με τις πέτρες και έκτοτε τον άφησαν ήσυχο. Κι όταν τον ρωτούσαν γιατί σέρνει συνεχώς το κορδόνι, απαντούσε με βροντερή φωνή «αυτή είναι η περιουσία μου, τη θέλω μαζί μου».
Και γελούσαν οι γιαγιάδες που η περιουσία του Περικλή ήταν ένας χιλιοματισμένος σπάγκος και τον έλεγαν σπαγκοραμμένο παλαβό, επειδή ήθελε πάντα να κουβαλά πάνω του ό,τι είχε και δεν είχε. Και ούτε εκείνες μέσα στην πρωτόγονη σοφία τους, ούτε εμείς οι μορφωμένοι σήμερα, καταλαβαίνουμε πως και η δική μας περιουσία και οι πολύπλοκες γνώσεις μας και οι ατσάλινες πεποιθήσεις μας και τα έργα μας και οι μανίες μας και οι καλοσύνες και οι αμαρτίες μας… όλα αυτά που έχουμε κι εμείς δεμένα στο μεγάλο δάκτυλο του μυαλού μας και τα σέρνουμε συνέχεια μαζί μας, την ίδια αξία και την ίδια τύχη με τον σπάγκο του Περικλή έχουν τελικά. Ότι μέσα στο διάβα του χρόνου που γεννά και κατατρώει τους ανθρώπους και τις κοινότητες τους, υπάρχει ένας αδήριτος κύκλος που ορίζει την πορεία μας στον απάνω κόσμο. Πρώτα είμαστε παιδάκια που ακούνε ιστορίες, μετά παππούδες ή γιαγιάδες που διηγούνται για κάποιους που υπήρξαν πριν απ’ αυτούς και στο τέλος -αν έχουμε αφήσει κάποιο ίχνος- γινόμαστε οι πρωταγωνιστές στις διηγήσεις αυτών που μας ακολουθούν. Ως εκεί. Όλα τα άλλα είναι ψευδαισθήσεις και ρημαγμένα πεζούλια, πάνω στα οποία συνεχίζουν να κάθονται σκιές βυθισμένες στην αγωνία για τη διήγηση κάποιου απογόνου τους, που θα τις κρατήσει για λίγο ακόμα στην επιφάνεια πριν βυθιστούν οριστικά στην απόλυτη ανυπαρξία.