Οι γονείς μου τώρα θα είναι πιο μικροί από μένα, τώρα επιτέλους μπορώ να τους αγοράσω αυτά που ποθούσαν και που ποτέ δεν απέκτησαν.
Ο πατέρας μου θα έχει διαβάσει εκατό φορές το βιβλίο του πίσω από τη μεγάλη πέτρα και θα περιμένει να του πάω ένα καινούργιο, το κοστούμι του μάζεψε, πάλιωσε, τα σκαρπίνια του σκέβρωσαν και το κολλαριστό πουκάμισο κιτρίνισε, η μητέρα μου θα θέλει να βάλει στις γιορτές το μαύρο φόρεμα με τα λευκά πουά που είδε και ζήλεψε στο μεγάλο δρόμο το 1960 και τα παπούτσια τα δετά με το λουράκι τους.
Θα γυρίσω στο πατρικό μου σπίτι με ακέραιη τη σοκολατίνα και σφραγισμένο το μεταλλικό κουτί με τα μπισκότα.
Το έμαθα, το κατάλαβα πώς γίνεται να κουβαλάει κανείς τη γλύκα για τους άλλους στα δυο του χέρια απείραχτη.
Θα καθίσουμε στο χαμηλό τραπέζι, θα ξύσουμε τα δώδεκα μολύβια, θα πιάσω το χέρι τους να τους μάθω τα εικοσιτέσσερα τα γράμματα, τους αριθμούς τους άπειρους, την πρόσθεση, την αφαίρεση, θα τους πω πως αργότερα ναι, μπορούμε να αφαιρούμε από το τέσσερα το επτά και να γίνεται, τώρα όμως όχι, είναι νωρίς, θα γράψουμε το όνομά μας το μικρό και το μεγάλο, τις πόλεις, τα βουνά, τους ποταμούς, τις θάλασσες.
Θα ντύσουμε στα μπλε το δάσος. Το δάσος με τις λέξεις και τα λόγια.
Κι όταν τελειώσουμε θα κρύψουμε τα χρώματα και τις μπογιές στο αδειανό μεταλλικό κουτί απ’ τα μπισκότα με την ανάγλυφη επιγραφή την πράσινη, τους μωβ τους μενεξέδες και τα κρινάκια του τα κίτρινα.
Βιεννέζικα. Βανίλια με εσάνς φράουλα.
Ετος 2016 – οι γονείς μου τώρα είναι μικρότεροι από μένα. Εχω πιάσει, έχω αρχίσει και δεύτερη δουλειά για να σπουδάσουν, να μάθουν τα γράμματα που δικαιούνταν, που αξίζανε, τις γλώσσες που χρειάζονταν για να ταξιδέψουν, να περπατήσουν στους δρόμους τους μεγάλους που λαχτάρισαν, με το κοστούμι το καινούργιο, το λευκό κολλαριστό πουκάμισο και το ασπρόμαυρο το φόρεμα με τα πουά, αγκαλιά και τραγουδώντας.