Έχω μια πέτρα στο λαιμό μου, βράχο μεγάλο, πάνω του σκάβω λόγια, ονόματα τόπους. Χάρτες, διαδρομές.
Τρίβω, σπάω το αλάτι, βλέπω το χρώμα της αυγής, νιώθω το αγιάζι της νύχτας.
Έρχεται ο ήλιος ανάβει τη σκιά, με γυροφέρνει κατά το κέφι του, άλλες φορές με πιάνει από τα πόδια και με στριφογυρίζει χαχανίζοντας και γελώντας, άλλες πάλι με αρπάζει από τα δυο μου χέρια, με σηκώνει ψηλά πάνω από το κεφάλι του -σαν να είναι ο παλαιστής Τζιμ Λόντος και να εξασκείται στο αεροπλανικό κόλπο που τον έκανε διάσημο-με στροβιλίζει και με πετά με πάταγο, με σκάει με δύναμη στο χώμα, το πώς ζω ακόμα, το πώς δεν έχω τσακίσει, ένας Θεός το ξέρει.
Αυτή η πέτρα είναι η υπομονή, είναι ο δρόμος των υποχρεώσεων, της κατανόησης και των συμβιβασμών, υπάρχει όμως και μια άλλη πέτρα-στο λαιμό μου κι αυτή- λιθάρι, αγκωνάρι, κεφάλι αγύριστο, δρόμος επικίνδυνος κακοτράχαλος που τον περπάτησα χωρίς συγκατάβαση, ελεύθερος, ανάποδος, αζάπης, πλάνος, μοναχός.
Σε αυτήν την πέτρα έρχεται τα μεσάνυχτα ένα πουλί παράξενο, απόκοσμο, κάθεται σιωπηλό, δε λέει τίποτα και με το πρώτο φως της μέρας φεύγει, πετά μακριά.
Του στήνω δίχτυ, του βάζω ξόβεργες, θηλιές, παγίδες, δεν πιάνεται.
Δυο πέτρες, μυλόπετρες, με αλέθουν, με στύβουν, με λιώνουν.