– Θα νοικιάσω στο κέντρο. Τελείωσε. Κέντρο κέντρο. Πιο κέντρο δεν θα γίνεται. Ποιο είναι το πιο κέντρο; Η Ομόνοια; Πλατεία Συντάγματος; Κλαυθμώνος; Η Βουλή των Ελλήνων; Πλατεία Εξαρχείων; Πλατεία Αγάμων;
– Καλώς τονε κι ας άργησε! Πού ήσουνα, Πετρόπουλε; Πού χάθηκες τόσο καιρό; Μου έλειψες. Ποιος καλός άνεμος σε έφερε στα μέρη μας;
– Κακός, ψυχρός κι ανάποδος.
– Τι συνέβη; Τι σου συνέβη πάλι; Έλα, πες τα, πες τα να ξεσκάσεις.
– Θες να ησυχάσεις, να απομονωθείς, να συγκεντρωθείς, να εργαστείς σαν άνθρωπος, ν’ ακούσεις τα τζιτζίκια, να βγεις στη βεράντα ό,τι ώρα θέλεις και όπως θέλεις; Το μόνο μέρος που μπορείς να τα κάνεις αυτά είναι η Αθήνα.
– Υπερβολικός, όπως πάντα, ο Καλαματιανός μας φίλος, Πετρόπουλος ο μέγας.
– Αθηναίος! Αθηναίος, παρακαλώ! Τέρμα το «Καλαματιανός».
– Γιατί; Γιατί; Τι σου συνέβη, αγόρι μου, μέσα στο κατακαλόκαιρο;
– Είπα φέτος να κάνω διακοπές, να πάω κάπου σαν άνθρωπος κι εγώ να ησυχάσω, να κολυμπήσω, να ξεκουραστώ, να διαβάσω, να μη δω άνθρωπο. Να μη δω άνθρωπο γνωστό, μάτι, φίλο, φίδι, φίδι κολοβό. Να μην ακούσω λέξη, κουβέντα, να μην ακούσω τηλεόραση, τραγούδι, συναυλία, τραγωδία, αφιέρωμα, θέατρο. Να μη χρειάζεται, να μη χρειαστεί να πω κουβέντα. Να βελάξω, να γκαρίξω, να πλαντάξω. Πήγα στη θάλασσα, στην παραλία, στα βουνά, βουνό και θάλασσα και όλα αυτά που ήθελα να αποφύγω ήρθαν, ήταν εκεί. Λες κι έπεσε σύρμα: «Ήρθε ο Πετρόπουλος. Stop. Σπεύσατε». Εφιάλτης, πονοκέφαλος, αρρώστια, πού και από ποιον να πρωτοκρυφτείς. Όλοι επάνω μου. Άντε να ησυχάσεις. Έξαλλος κόσμος. Παναγία μου! Εσένα σκέφτηκα, όχι την Παναγία, καλά κάνει τελικά ο άρρωστος, ο εργασιομανής ο φίλος μου και δεν πάει διακοπές.
– Ευχαριστώ, Πετρόπουλε, έστω και αργά με δικαιώνεις.
– Θες να κρύψεις κάτι; Άστο στην πλατεία Συντάγματος, μέρα μεσημέρι. Μέρα μεσημέρι, μέσα στον ήλιο, μέσα στο φως. Θες να τα χάσεις όλα; Πήγαινε διακοπές στη Σέριφο, στη Μεσσηνιακή Μάνη, στην Καρδαμύλη. Θα νοικιάσω στο κέντρο. Τελείωσε, δεν κάνω πίσω. Στην Ακρόπολη, στον Παρθενώνα, στου Φιλοππάπου, στον Λουμπαρδιάρη, στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στου Μακρυγιάννη, στο καινούργιο, με τις Καρυάτιδες παρέα.
– Στόμα να έχουν και μιλιά να μην έχουν.
– Έπρεπε να σε είχα στη θάλασσα, να μπαίνεις και να μην ξέρεις από πού και πώς να βγεις. Όχι γιατί ξετρελάθηκες με τα σμαραγδένια νερά, αλλά γιατί μαζεύονται όλοι εκεί έξω στην παραλία με τον λογαριασμό στο χέρι… Λες και δεν υπάρχει άλλη θάλασσα σε όλον τον πλανήτη, άλλη παραλία, άλλη αμμουδιά.
– Πετρόπουλε, εγώ τα ήξερα όλα αυτά, πάντα στα έλεγα. Αλλά εσύ και οι φίλες σου ήσασταν των διακοπών. Βέβαια, θα μου πεις…
– Τότε δέναμε τα σκυλιά με τα λουκάνικα, ήτανε άλλες εποχές, ποιον ξέραμε, ποιος μας ήξερε.
– Είχαμε χρόνο, είχαμε άλλη ελευθερία.
– Τέρμα η αγία επαρχία, κολαστήκαμε, την κολάσαμε, κορεστήκαμε, κουραστήκαμε. Κέντρο. Κέντρο και πάλι κέντρο, Αθήνα και πάλι Αθήνα.
– Αθήνα, διαμαντόπετρα, της γης το δαχτυλίδι.
– Είσαι όμως μπαγλαμάς, φίλε μου.