(Απάνθισμα καφενειακής κοινωνικής ανάλυσης μετά των κκ. Γιαννακίδη, Ζαχαριάδη)
Η σειρά ειν’ αυτή: μπροστά ο σκύλος κι ακολουθεί ο σκυλούχος, ο-η συνοδός του, ο έχων την επίβλεψη τέλος πάντων, μια και δεν έπεται πάντα ο κύριος του ζώου. Η ώρα του σκύλου, η βόλτα του και η κοινωνικότητά του είναι ώρα ιερή και απαραβίαστη – και να θες να την παραβιάσεις, η ανάγκη έρχεται και την επιβάλλει.
Ο σκύλος κι ο σκυλούχος είναι κάτι σα το θρυλικό Καζαντζίδειο «Αγριολούλουδο» των Νικολόπουλου-Πυθαγόρα: «Κι αν χιονίζει και αν βρέχει/ τ’ αγριολούλουδο αντέχει». Παντός καιρού και σε απίθανες ώρες, ένας περίπατος αναγκαστικός – «περπάτα ρε, τι σου ζητάνε» ή «περπάτα ρε, να μου δείξεις ότι μ’ αγαπάς», λέει ο τετράποδος στην-στον δίποδο ανάλογα με την περίπτωση. Δεν είναι μόνο ένα λουρί που συνδέει τον σκύλο και τον σκυλούχο, είναι πολλά περισσότερα και φαίνονται δημόσια.
Το αξίωμα πως ο σκύλος είναι εικόνα του αφεντικού είναι το λιγότερο και ισχύει. Η βόλτα όμως του σκύλου δείχνει όλο το εύρος του φάσματος της σχέσης των δυο εμπλεκομένων: η άδολη αγάπη, το δέσιμο και η φροντίδα κρατούν χαλαρό τον σύνδεσμο του λουριού, κουνιστή την ουρά του σκύλου κι ανάλαφρο τον σκυλούχο, ακόμη κι όταν μ’ επιμέλεια αποκομίζει ρύπους του ζώου. Οι επί τούτου σκυλούχοι είναι φυλή ξεχωριστή με σημεία συνάντησης, ραντεβού απρογραμμάτιστα και κώδικα επικοινωνίας.
Το λουρί τεντωμένο, το βήμα ανόρεχτο έως σερνάμενο κι απ’ τους δυο κι ο καταναγκασμός κάνει μπαμ από χιλιόμετρα. Τσιγάρα απανωτά, βλέμμα-άντε τέλειωνε γαμώτο, ειδικά αν έχει προηγηθεί κανένας παντοφλώδης καβγάς του στυλ όλα-εγώ-θα-τα-κάνω-σ’ αυτό- το- σπίτι
Η ενδιάμεση κατάσταση βρίθει βαρεμάρας και ανοχής – κάτι σαν γάμος χρόνων. Οκ, δε θα στα σπάσω αλλά φαίνεται πως δεν είμαι εδώ πια. Δεν είναι τυχαίο πως, λαθρακουστής τυγχάνων, άκουσα παντρεμένη πέραν της εικοσαετίας ν’ αποκαλεί τον σύζυγό της «το pet» -εεε άκουγε και Καρρά αυτός, ειν’ αλήθεια-. Από την άλλη, η ώρα του σκύλου είναι πρώτης τάξεως ευκαιρία για κάθε είδους τηλεφωνική συνομιλία μακριά από αδιάκριτα οικογενειακά αυτιά, από δουλειά μέχρι παρανομία στο εξωσυζυγικό δεύτερο αντάρτικο. Η βόλτα του σκύλου γίνεται μακράς διαρκείας –μέχρι που τα φτύνει το ζωντανό- αρκεί να έχει επιλεγεί το σωστό πρόγραμμα χρόνου ομιλίας για το κινητό.
Η αδιαφορία, η αγανάκτηση και η δυσφορία είναι στα σκούρα χρώματα της σχέσης. Το λουρί τεντωμένο, το βήμα ανόρεχτο έως σερνάμενο κι απ’ τους δυο κι ο καταναγκασμός κάνει μπαμ από χιλιόμετρα. Τσιγάρα απανωτά, βλέμμα-άντε τέλειωνε γαμώτο, ειδικά αν έχει προηγηθεί κανένας παντοφλώδης καβγάς του στυλ όλα-εγώ-θα-τα-κάνω-σ’ αυτό- το- σπίτι ή μπάφιασε-το-καημένο-και-συ-ξύνεσαι. Αρχίζεις κι αναρωτιέσαι ποιος τελικά φορά το λουρί, ο σκύλος ή ο σκυλούχος, ειδικά την ώρα της επιστροφής στην κοινή εστία.
Οικογενειακά δράματα, αγάπες, μίση, αδιέξοδα και ιστορίες ζωής κρεμασμένες σ’ ένα λουρί σκύλου και τι να φταίει το καημένο το ζωάκι, που μια βόλτα χρειάζεται, για να πάρει μιαν ανάσα υποχρεωτικά. Το ίδιο βέβαια θα ήθελε και η-ο σκυλούχος αλλά μάλλον το καταφέρνει πολύ λιγότερες φορές.