Protagon A περίοδος

Ο παλιός πέτρινος τοίχος

Τα κόκαλα του ανθρώπου που τον έχτισε έχουν γίνει προ πολλού σκόνη. Κι όμως, ο παλιός τοίχος αναθυμάται συχνά τον δημιουργό του. Με τις βουνοκορφές πίσω του και το βαθύ μπλε μπροστά του, έχει πολλές αναμνήσεις.

Δημήτρης Καμπουράκης

Η παλιά ξερολιθιά οριοθετεί μια πανάρχαια ιδιοκτησία. Χωρίζει το άνυδρο χωράφι από την άμμο της παραλίας. Είναι ένας χαμηλός πέτρινος τοίχος, δαρμένος από τους προαιώνιους ανέμους της Μεσογείου, χαραγμένος απ’ τα αλάτια που στέλνει το κύμα, ψημένος απ’ τους ανελέητους ήλιους του νότου. Ασθενικά φρύγανα και κακορίζικοι κιτρινοπράσινοι θάμνοι φυτρώνουν στη βάση του. Αγριοκάτσικα έχουν ανοίξει δρόμους μέσα απ’ το λίθινο κορμί του. Δυο-τρεις φορές το χρόνο, τα αγρίμια κατεβαίνουν απ’ τα βουνά για να πιουν θάλασσα. 

Στα έγκατα του τοίχου λουφάζουν καφετιές σαύρες της αμμούτσας, μικροί σκορπιοί που κυνηγούν με το κεντρί τους τα παραθαλάσσια σκαθάρια, λευκά σαλιγκαράκια των βούρλων και φαρμακερά λιακόνια. Οι οχιές έρχονται μόνο για ν’ αφήσουν τ’ αυγά τους κι έπειτα ξαναφεύγουν προς τα πάνω, στις πρασινάδες και το νερό. Τους Απρίληδες, τα ερπετά που κατοικούν ανάμεσα στις πέτρες του βγαίνουν στην επιφάνεια, ζητώντας λίγη ενέργεια απ’ τον ήλιο. Γίνονται ένα με τον τοίχο, αλλά η ακινησία τους δεν ξεγελά τους γλάρους. Ποιος είπε ότι τα θαλασσοπούλια τρώνε μόνο ψάρια;

Τα κόκαλα του ανθρώπου που τον έχτισε έχουν γίνει προ πολλού σκόνη. Κι όμως, ο παλιός τοίχος αναθυμάται συχνά τον δημιουργό του. Με τις βουνοκορφές πίσω του και το βαθύ μπλε μπροστά του, έχει πολλές αναμνήσεις. Μια φορά, η αστρική βροχή έκανε την ατμόσφαιρα γύρω του τόσο κρυστάλλινη, που είδε ολοκάθαρα τις ακτές της Αφρικής. Έναν χειμώνα, μετά από μια κοσμοχαλασιά που κόντεψε να τον γκρεμίσει, η θάλασσα ξέβρασε μπροστά του ένα τόσο θεόρατο ψάρι που του ‘κρυψε τον ορίζοντα. Κι ένα πρωινό, τον καβάλησε με κόπο ένας άντρας που ‘βγαζε ζεστό αίμα από το στήθος. Προσπάθησε να τρέξει, όμως έπεσε λίγο παρακάτω στη μέση του χωραφιού. Ούτε πενήντα βήματα δεν μπόρεσε να κάνει.

Τα τελευταία χρόνια, πλήθυναν οι άνθρωποι που αποσώνουν ως εκεί. Κόβουν τα ξερά χόρτα και κλαδιά απ’ τα αλμυρίκια για ν’ ανάψουν φωτιές. Τις νύχτες κοιμούνται ακουμπώντας στην απάνεμη μεριά του, χωμένοι σε χρωματιστά τσουβάλια. Όταν έχει φεγγάρι κάνουν έρωτα και φωνάζουν. Θαρρούν πως δεν τους ακούει κανείς. Αβγάτισαν επίσης τα καράβια που περνούν απ’ τ’ ανοικτά. Μεγάλωσαν πολύ και όλο βιάζονται. Μέχρι να φανούν στη μια μεριά του ορίζοντα, χάνονται στην άλλη. Παλιά, τα πλοία χόρευαν με τη θάλασσα, τώρα τη μαχαιρώνουν.
Όσο πληθαίνουν οι άνθρωποι και τα πλεούμενα, τόσο λιγοστεύουν τα ξωτικά. Αυτή είναι μια τελεσίδικη διαπίστωση του παλιού πέτρινου τοίχου. Κάποτε, ο κόσμος του ήταν γεμάτος από δαύτα. Τα βράχια, τα κύματα, τα γκρεμνά, τα ροζιασμένα δέντρα, οι ξέρες, οι ριπές του ανέμου, οι χριστουγεννιάτικες καταιγίδες, οι ανοιξιάτικες λιακάδες και οι καλοκαιρινοί πανσέληνοι έβριθαν από νεράιδες και αερικά. Τώρα πια εμφανίζονται σπάνια. Λιγοστεύουν. Κάτι τα ρουφά προς την ανυπαρξία.

Ο παλιός πέτρινος τοίχος δε φοβάται τίποτα, δεν ελπίζει τίποτα. Είναι ακίνητος. Ούτε κατατρύχεται από συναισθηματισμούς. Να, αυτές τις μέρες πάλι, περιμένει να εμφανιστεί εκείνος ο άνδρας που εδώ και κάμποσα χρόνια καταφθάνει από το πουθενά κάθε μέσα Ιουλίου. Ακουμπά πάνω του, κάνει μια σιωπηλή σπονδή με στάρι και κρασί πάνω στις πέτρες του, κοιτάζει λίγο γύρω του και ξαναφεύγει. Και λοιπόν; Για τον σοφό παλιό τοίχο, ένας βουρκωμένος άνδρας που κλαίει για την αγάπη, ένα αερικό που οι μοντέρνοι καιροί εξοβελίζουν προς το οριστικό μηδέν ή μια ασάλευτη καφετιά σαύρα που δε βλέπει ότι ο γλάρος πετά από πάνω της, είναι ένα και το αυτό.

Ο ήλιος θα συνεχίσει να καίει την πέτρα και η θάλασσα θα συνεχίσει να ποτίζει τα πάντα με το αλάτι της.